Στο κεφάλαιο 3 του δοκιμίου Λαοκόων ή περί των ορίων της ζωγραφικής και της ποιήσεως του Lessing (1729-1781) γίνονται κάποιες αρχικές παρατηρήσεις πάνω στη σχέση λογοτεχνίας-εικαστικών τεχνών, ειδικότερα όσον αφορά στην αμεσότητα των τεχνών του «φυσικού σημείου» και τον προδιαγεγραμμένο χαρακτήρα τους (εδώ η φαντασία δεν έχει τόση ελευθερία να αναπλάσει τον κόσμο), με αναφορά στο σύμπλεγμα του «Λαοκόοντα», και σε αρχαίες ζωγραφιές του Τιμόμαχου (που αναφέρονται στην Παλατινή Ανθολογία).
Γ΄
[…] διατί ουχ ήττον ο τεχνίτης πρέπει να μη υπερβαίνη το μέτρον εν τη εκφράσει και ουδέποτε να εκλέγη προς παράστασιν την υψίστην στιγμήν της πράξεως;
[…] Εκείνο […] μόνον είνε γόνιμον, όπερ αφίνει ελεύθερον εις την φαντασίαν στάδιον. […] το να δείξη τις εις τον οφθαλμόν την υπάτην στιγμήν ισοδυναμεί προς το να δεσμεύση τας πτέρυγας της φαντασίας και να αναγκάση αυτήν, μη δυνάμενην να αρθή πέραν της υλικής εντυπώσεως, να κατέλθη και να ασχοληθή περί ταπεινοτέρας ταύτης εικόνας, ων υπεράνω πτοείται να υψωθή, ανακοπτομένη υπό της ορατής περισσείας τής εκφράσεως. Ώστε αν ο Λαοκόων στενάζη, δύναται η φαντασία να ακούη αυτόν κραυγάζοντα· αν όμως κραυγάζη, δεν δύναται η φαντασία ούτε βαθμίδα υψηλότερον ν’ ανέλθη, ούτε βαθμίδα χαμηλότερον της παραστάσεως ταύτης να καταβή χωρίς να ίδη αυτόν εν μάλλον ανεκτή, επομένως ήττον ενδιαφερούση στιγμή. Ακούει αυτόν μόνον υποστένοντα, ή βλέπει αυτόν ήδη νεκρόν.
[…] Πάντα τα φαινόμενα […] λαμβάνουσι διά της εν τη τέχνη διαρκείας τόσον παρά φύσιν όψιν, ώστε κατά πάσαν επαναλαμβανομένην παρατήρησιν η εντύπωσις γίνεται ασθενεστέρα και το όλον αντικείμενον τέλος προξενεί εις ημάς αηδίαν ή φρίκην. Ο La Mettrie, όστις εζήτησε να ζωγραφήσουν αυτόν ως δεύτερον Δημόκριτον, γελά μόνον το πρώτον ορώμενος. Ας παρατηρήσητε αυτόν επανειλημμένως, ο φιλόσοφος θα μεταβληθή εις ηλίθιον· ο γέλως αυτού εις σεσηρός μειδίαμα. Ούτω συμβαίνει και ως προς το κραυγάζειν. Το σφοδρόν άλγος, το εκβιάζον την κραυγήν, ή ενδίδει ταχέως, ή φθείρει το πάσχον υποκείμενον. Ώστε και ο υπομονητικώτατος και ευσταθέστατος ανήρ εάν κραυγάζη, εν τούτοις δεν κραυγάζει αδιαλείπτως. […]
[…] Μεταξύ των αρχαίων ζωγράφων φαίνεται, ότι ο Τιμόμαχος ενησμένιζε τα μάλιστα εις την εκλογήν υποθέσεων του υψίστου πάθους. Ο μαινόμενος Αίας αυτού και η παιδοκτόνος Μήδεια ήσαν εικόνες διάσημοι. Αλλ’ εκ των περί αυτού σωζομένων περιγραφών γίνεται δήλον, ότι την στιγμήν εκείνην, εν η ο παρατηρητής μαντεύει μάλλον ή βλέπει την υψίστην του πάθους έντασιν, εκείνην την παράστασιν, μεθ’ ης ουχί τόσον αναγκαίως συνδέομεν, την έννοιαν της μεταβατικότητος, ώστε η παράτασις ταύτης εν τη τέχνη να μας δυσαρεστή — εξόχως εννόησε και προς αλλήλας να συνδέση έγνω. Δεν εξεικόνισε την Μήδειαν καθ’ ην στιγμήν αύτη πράγματι σφάζει τα εαυτής τέκνα, αλλά στιγμάς τινας πρότερον, όταν η μητρική στοργή παλαίη ακόμη προς την ζηλοτυπίαν. Προβλέπομεν το τέλος της πάλης ταύτης. Τρέμομεν εκ των προτέρων, ότι θ’ αντικρύσωμεν μετ’ ολίγον αγρίαν Μήδειαν, και η φαντασία μας προτρέχει πολύ πέραν παντός, ό,τι εν τη φρικώδει ταύτη στιγμή ηδύνατο να μας δείξη ο ζωγράφος. Αλλ’ ένεκα τούτου ακριβώς το εν τη τέχνη παρατεινόμενον αναποφάσιστον της Μηδείας προσκρούει εις την αίσθησίν μας τόσον ολίγον, ώστε μάλλον ευχόμεθα, να έμενον ούτω τα πράγματα και εν τη φύσει, ουδέποτε να εκρίνετο η πάλη των παθών, ή να διήρκει καν τόσον, έως ου ο χρόνος και η σκέψις δυνηθώσι να εξασθενήσωσι την μανίαν και να εξσφαλίσωσι την νίκην εις τα μητρικά αισθήματα. Η σοφία του Τιμομάχου αύτη επεσπάσατο αυτώ μεγάλα και συχνά εγκώμια και ύψωσεν αυτόν πολύ υπέρ άλλον άγνωστον ζωγράφον, όστις υπήρξε τόσον αδαής, ώστε να δείξη την Μήδειαν εν τη υπάτη αυτής μανία, και ούτως εις τον γοργώς παρεχόμενον βαθμόν τούτον της υψίστης μανίας να δώση διάρκειαν, καθ’ ης εξανίσταται πάσα φυσική αίσθησις. […]
Γκόντχολντ Έφραιμ Λέσσινγκ, Λαοκόων ή περί των ορίων της ζωγραφικής και της ποιήσεως, μτφρ. Αριστομένης Προβελέγγιος [1903], Πελεκάνος, Αθήνα 2003, σ. 33-36.