Ο Κονδυλάκης και το χρονογράφημα

Γλέζος Πέτρος

Ο «πατέρας» του ελληνικού χρονογραφήματος Ιωάννης Κονδυλάκης δεν κέρδισε άδικα τον τίτλο του, καθώς πρωταγωνίστησε στη δημοσίευση χρονογραφήματος για περίπου 25 χρόνια, τα περισσότερα από τα οποία η συμβολή του υπήρξε καθημερινή. Τη σχετική τοποθέτηση του Π. Γλέζου συνοδεύει η παράλληλη τοποθέτησή του πάνω σε ένα τυπικό ερώτημα σχετικό με το είδος του χρονογραφήματος: μπορεί να θεωρηθεί λογοτεχνικό είδος; Παρόλο που ακόμα και ο ίδιος ο Κονδυλάκης έχει εκφράσει τις ενστάσεις του σχετικά, είναι σίγουρο ότι η υπόγεια σχέση που συνδέει το χρονογράφημα με τη λογοτεχνία είναι τελικά ο λόγος της μακράς συζήτησης.

Αν ο Ιωάννης Κονδυλάκης πρόφτασε να μας αφήσει, φεύγοντας εδώ και σαρανταδυό χρόνια —πέθανε στις 25 Ιουλίου 1920 στο Ηράκλειο της Κρήτης— για τους σκοτεινούς κόσμους της λησμονιάς, και έργο διαρκέστερο από τη ζωή του: τα λίγα λαμπρά διηγήματά του και το γραφικόν εκείνον, το χαρακτηριστικόν «Πατούχα», όμως το μεγάλο μέρος της συγγραφικής του ζωής το πρόσφερε σε έργο εφήμερο, σε έργο «αχάριστο»: στο καθημερινό χρονογράφημα της εφημερίδας.

[…]

Αλλά το χρονογράφημα είναι λογοτέχνημα; Και εδώ η συζήτηση είναι μεγάλη. Απ’ αφορμής του γεγονότος ότι στον τόπο μας πολλοί ξεχωριστοί λογοτέχνες μας, όπως ο Κονδυλάκης, ο Νιρβάνας, ο Ξενόπουλος, ο Παπαντωνίου, ο Μελάς, εδούλεψαν και χρόνια πολλά και σε εφημερίδες πολλές ως χρονογράφοι και πρόσφεραν στο χρονογράφημα όχι μόνον «τύποις», αλλά και «ουσία» ένα μέρος από τη δημιουργική τους δύναμη, το ταλέντο τους και την πείρα τους, είναι αρκετοί εκείνοι που υποστηρίζουν ότι το χρονογράφημα είναι λογοτέχνημα. Κρίνουν το είδος από τους λειτουργούς του και όχι από την ίδια του την μορφή. Αλλά και η ουσιαστικώτερη κρίση, ότι το χρονογράφημα είναι και αυτό καθ’ εαυτό λογοτεχνικό είδος σε πολλές περιπτώσεις δικαιολογείται. Υπάρχουν χρονογραφήματα, που είναι ευτυχισμένων και εμπνευσμένων στιγμών λογοτεχνικά κείμενα, άξια να υποστούν την δοκιμασία του χρόνου και της λογοτεχνικής κριτικής. Ο Αιμίλιος Χουρμούζιος γράφει σχετικώς χαρακτηριστικά: «Είναι τέχνη, είναι λογοτέχνημα, όταν… είναι!» Και όσο και αν η ρήση φαίνεται λίγο και σαν παιχνίδισμα, έχει πολλήν αλήθεια και πολλήν ακρίβεια.

Αν κανείς αναδιφήσει τις σελίδες των παλιών, των κιτρινισμένων τόμων των εφημερίδων, αλλά και των φρεσκοτυπωμένων χθεσινών ή προχθεσινών, θα τύχει να χαρεί χρονογραφήματα, που είναι λογοτεχνήματα. Πόσες φορές π.χ. ένα χρονογράφημα του Νιρβάνα ή του Ξενόπουλου δεν είναι ένα μικρό λογοτεχνικό κομμάτι, λιτό, κομψό, ψυχολογημένο, δροσερό ­—κυρίως δροσερό—­ άξιο να σταθεί παράπλευρα προς τα καθαρώς λογοτεχνικά κείμενά τους! Θα ήταν μάλιστα δίκαιο με την ευκαιρία να σημειωθεί, πως κάποτε-κάποτε και χρονογράφοι, που δεν προέρχονται από την λογοτεχνία, αλλά από την καθαρή δημοσιογραφία, όπως ο Στάμος Μπράνιας, ο Τιμ. Σταθόπουλος, ο Δημ. Χατζόπουλος και αρκετοί άλλοι, μεταξύ των οποίων και σημερινοί όπως ο Π. Παλαιολόγος, η Ελένη Βλάχου και ίσως και άλλοι, έχουν γράψει κατά καιρούς χρονογραφήματα αξιόλογα και ως απλά έστω και δροσερά λογοτεχνικά κείμενα. Γιατί όμως γράφοντας εδώ ειδικά για το χρονογράφο Ιωάννη Κονδυλάκη, δεν προσθέτω στην τιμητική αυτή μνημόνευση και το δικό του όνομα;

[…]

Ο ίδιος ο Κονδυλάκης κρατεί πολλήν επιφύλαξη για την αξία του χρονογραφήματος, που εντούτοις με την εικοσάχρονη και πλέον τακτική θητεία του σ’ αυτό το ανέβασε σε περιωπή. Κάπου γράφει: «Το να διαβάζη ένας λεπταίσθητος άνθρωπος χρονογράφημα είναι ως να εβαρύνθη την κρεωφαγίαν και θέλει μίαν ημέραν να γρασιδοφαγήση ως υποζύγιον…». Και άλλοτε, κατά το 1916, σε εποχή, δηλαδή, που πλησιάζει να λήξει η μακρόχρονη τακτική θητεία του στη στήλη του χρονογραφήματος, απ’ αφορμής της απονομής του μεταλλίου των Γραμμάτων στον Γεώργιο Δροσίνη και όχι σ’ αυτόν, όπως του έλεγαν ότι έπρεπε να γίνη πολλοί θαυμαστές του, γράφει στο «Εμπρός» με κάποια πίκρα, αλλά πάντα με πολλή μετριοφροσύνη: «το μετάλλιον δεν ήτο δυνατόν να απονεμηθή εις εμέ· ούτε εγώ θεωρώ τον εαυτόν μου και την εργασίαν μου αξίαν μεταλλίων ή παρασήμων».

Και όμως. Ο Κονδυλάκης θεωρείται, και δικαίως, ο «πατέρας» του νεοελληνικού χρονογραφήματος. […]

Επί είκοσι και πλέον χρόνια ο Ιωάννης Κονδυλάκης στις σελίδες μιας από τις πιο έγκυρες εφημερίδες της εποχής του, στις σελίδες του «Εμπρός» του Δημ. Καλαποθάκη, εκράτησε ακούραστος και πάντα αξιοπρόσεχτος τη στήλη του πρώτου χρονογράφου. Και με το γνωστό ψευδώνυμό του «Διαβάτης» εσκόρπισεν αφειδώλευτα το πνεύμα του, τις γνώσεις του, το ταλέντο του, την ευφυΐα του, συχνά και την καρδιά του και τα όνειρά του σε έξη χιλιάδες και πλέον χρονογραφήματα. Αισθάνεται κανείς συγκίνηση, όταν αναδιφώντας τους παλιούς κιτρινισμένους τόμους του «Εμπρός» με τα έτοιμα πια να διαλυθούν από την πολυκαιρία φύλλα του φτηνού δημοσιογραφικού χαρτιού, βρίσκει σχεδόν πάντα κάτω από το πολύστηλο ή δίστηλο κύριο άρθρο το χρονογράφημα του «Διαβάτου». […]

[…]

Το χρονογράφημα του Κονδυλάκη είναι γραμμένο στην καθαρεύουσα. Μια καθαρεύουσα που ενώ είναι πολύ τυπική, δεν ξεραίνει το κείμενο αλλά αντιθέτως δίνει συχνά στο χρονογράφημα επιγραμματικότητα, μια δυνατότητα αστικής ειρωνικής διατυπώσεως και εδώ και εκεί τη δυνατότητα λογοπαιγνίων ή αποφθεγμάτων. Η καθαρεύουσα του Κονδυλάκη δεν είναι εκδήλωση σχολαστικής και ξερής προσκολλήσεως σε προγονοπληξία ή άψυχης συντηρητικότητας, αλλά, όπως και του παράπλευρού του στο «Εμπρός» Παλαμά, του W της σειράς των σοφών και στοχαστικών εκείνων δοκιμίων, καθαρεύουσα ανταποκρινόμενη στο όλο ύφος, αρμονιζόμενη με την όλη γλωσσική μορφή της εφημερίδας της εποχής. Συγχρόνως όμως είναι ακριβόλογη, συχνά στιλπνή, εμπνευσμένη. […]

Συχνά, πολύ συχνά το χρονογράφημα του Κονδυλάκη είναι καθαρά ένα εγκυκλοπαιδικό μάθημα. Ξεκινώντας π.χ. από την επικαιρότητα των Απόκρεω, γράφει χρονογραφήματα με επιστημονική σχεδόν και με ψυχολογική αρτιότητα γύρω από το θέμα της ανάγκης του ανθρώπου να μεταμφιέζεται, χρονογράφημα, που θα το υπέγραφε και σύγχρονος επιστήμονας. Άλλοτε το χρονογράφημά του είναι ένα αυστηρό στηλίτευμα πράξεων ή προσώπων, που προκαλεί το θαυμασμό για το θάρρος και την αμεροληψία του χρονογράφου. Συχνά είναι ειλικρινής έκφραση του μποεμισμού του, της αφιλοκέρδειάς του, της αδιαφορίας του για τις διακρίσεις ή τις τιμές. Άλλοτε είναι ζωντανή, φωτογραφική σχεδόν, εικόνιση ενός γεγονότος περαστικού, που μόνον όσοι το έζησαν και οι ίδιοι μπορούν να αντιληφθούν και σε μεταγενέστερη ανάγνωση την αξία του Κονδυλάκη ως χρονογράφου. Στην τελευταία αυτή περίπτωση βρίσκεται, νομίζω, ένας από τους λόγους, που το χρονογράφημα γενικώς και το χρονογράφημα ειδικώτερα των χρονογράφων μας του πρώτου τετάρτου του εικοστού αιώνος, έχει εφήμερη ζωή: Συνδεδεμένο συνήθως με τα γεγονότα της ημέρας, προϋποθέτει για μια νεώτερη αποτίμηση της αξίας του τη γνώση, θα έλεγα και τη συγκίνηση από τα γεγονότα εκείνα, που όμως, με τη γοργή εξέλιξη της μετέπειτα Ελληνικής ζωής, γίνονται για τους νεώτερους αδιάφορα ή ασήμαντα.

[…] Και είναι ίσως χαρακτηριστικό αυτής της εφήμερης ακτινοβολίας του χρονογράφου, το γεγονός ότι συνήθως οι χρονογράφοι, έχοντας την αίσθηση του πράγματος, χρονογραφούν με διάφορα ψευδώνυμα, αφού διαισθάνονται ότι αυτή η εργασία τους δεν πρόκειται να επιζήσει.

[…]

Πέτρος Γλέζος, «Ο Ιωάννης Κονδυλάκης και το χρονογράφημα», περ. Νέα Εστία, τχ. 851 (1962) 15-19. Διατίθεται εδώ .