Αθηναιογραφία

Μουλλάς Πάνος

Ο Π. Μουλλάς εξετάζει, σε σχέση με την εκρηκτική ανάπτυξη του Τύπου στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, την εμφάνιση ενός ιδιαίτερου είδους πεζογραφημάτων που συνιστούν απεικονίσεις διαφόρων όψεων της ζωής στην αθηναϊκή πρωτεύουσα.

Είναι γεγονός ότι η ανάπτυξη της πρωτεύουσας και του Τύπου ανάγει τη δημοσιογραφία σε βασικό μοχλό της πολιτικής, οικονομικής και πνευματικής ζωής. Θα μπορούσαμε να μιλάμε ακόμη και για εφημεριδοκρατία. Ας θυμηθούμε μόνο ότι πολλά από τα σημαντικότερα έμμετρα και πεζά έργα της λεγόμενης Γενιάς του 1880 κυοφορούνται, προάγονται ή παράγονται μέσα στα γραφεία των αθηναϊκών εφημερίδων. Ένα νέο πρόσωπο: ο ρεπόρτερ. Περιπατητής των αθηναϊκών δρόμων (flâneur), έχει όλη την άνεση να παρατηρεί και να καταγράφει ό,τι του προσφέρει η όρασή του: μια βιωματική και βιωμένη σχέση όπου, όταν το παρελθόν χρειασθεί (και χρειάζεται πάντοτε), η ατομική μνήμη θα προσθέσει και αυτή τα αποθέματά της. Στα 1933 η Ειρήνη η Αθηναία είχε κάθε λόγο να μιλάει για «λογοτεχνία του Τύπου». Εφήμερη λογοτεχνία; Όχι πάντοτε βέβαια. Αλλά λογοτεχνία όπου το μέσο γίνεται μήνυμα του άμεσου, του ευσύνοπτου και του μικροφυούς.

Έτσι μπορούμε να δούμε και την αθηναιογραφία ως παράγωγο μιας αμφίδρομης πορείας ή ώσμωσης. Με τον δημοσιογράφο-λογοτέχνη να αποβαίνει ένα είδος σωσία του λογοτέχνη-δημοσιογράφου. Με τον αθηναιογράφο να αποτελεί το αρμονικό ισοδύναμο του κωμειδυλλιογράφου, ηθογράφου-διηγηματογράφου, χρονογράφου ή επιθεωρησιογράφου. Με την ελληνοποίηση της λογοτεχνίας να καθίσταται επιτακτική όσο κι ο εξευρωπαϊσμός. Ουσιώδης μάρτυρας της εποχής, ο Βλάσσης Γαβριηλίδης εκφράζει την ποικιλία όχι μόνο των διαφόρων ρευμάτων (λαογραφισμού, νατουραλισμού, σοσιαλισμού, φεμινισμού, νιτσεϊσμού κλπ.) αλλά και των ιδεολογικοπολιτικών αμφιταλαντεύσεων. Υπογραμμίζω μόνο τη συμβολή του στην προώθηση της αθηναιογραφίας.

Πραγματικά, αρκετά αθηναιογραφήματα της τελευταίας δεκαετίας του αιώνα, αν δεν αντισταθμίζουν το προβάδισμα της υπαίθρου, πιστοποιούν πάντως το αυξημένο ενδιαφέρον για τη ζωή της πρωτεύουσας. Ιδού ως παραδείγματα: Ν.Ι. Σπανδωνή, Απολύτως ποτέ (1890) και Η Αθήνα μας (1893), Ν.Γ. Μαχαιρά, Αθηναϊκαί σκηναί (1891), Κωστή Χ. Νεαπολίτου, Τα κορίτσια μας (1893), N. Spontané, Αι Αθήναι μας. Τα μυστήρια (1893), Γερασίμου Βώκου, Ο Κύριος Πρόεδρος (1893), Επαμ. Κ. Κυριακίδου, Δύο καρδίαι (1893), Μποέμ, Αγριολούλουδα (1894), Λ. Γεράρδη, Το ακέφαλον πτώμα (1895), Ι. Κονδυλάκη, Οι Άθλιοι των Αθηνών (1895), Ευγενίας Ζωγράφου, Διηγήματα (1896), Α.Χ. Μοσχονά, Πτερόεντα έπη (1896), Φρ. Πρίντεζη, Η κόρη των Αθηνών (1896) κ.ά.

Τί πιο φυσικό; Εκδοτική πρωτεύουσα του ελληνισμού συν τοις άλλοις, η διογκωμένη Αθήνα έχει το πρόσωπό της. Συγκεντρώνει εύλογα το ενδιαφέρον. Άλλωστε, οι συνθήκες είναι πρόσφορες για να προαχθεί γενικότερα ό,τι θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως ανάγνωσμα του μεγάλου (αστικού και αστικοποιημένου) κοινού. Λίγο απ’ όλα: νά πώς λειτουργεί τώρα η αφηγηματική μηχανή, με τον έρωτα να παίζει πάντα τον βασικό, αν όχι και τον αποκλειστικό, ρόλο· έναν έρωτα ωστόσο αποδραματοποιημένο συνήθως, ανάλαφρο, πιπεράτο και παιγνιώδη, ο οποίος, ακόμη κι όταν οδηγεί σε μελοδραματικές καταστάσεις, διαθέτει μειωμένη τραγικότητα ή καταστροφική ορμή.

Εννοείται ότι εδώ κυριαρχεί η Αθήνα του παρόντος, αλλά και ένα γενικότερο πνεύμα συγκερασμού: η καθαρεύουσα συνυπάρχει με τη δημοτική γλώσσα, ιδίως στους διαλόγους, όπως συνυπάρχει και το μικρό (διήγημα) με το μεγάλο (μυθιστόρημα). Κατά τα άλλα, η επικαιρότητα διαφαίνεται παντού: στο τυπικό ερωτογράφημα (Τα κορίτσια μας, Αι Αθήναι μας, Η κόρη των Αθηνών), στο έκτακτο ερωτικό δράμα (Δύο καρδίαι) ή στο πρώιμο αστυνομικό μυθιστόρημα (Το ακέφαλον πτώμα). Κοινό στοιχείο εδώ η αφήγηση-ρεπορτάζ. Δημοσιογράφος-λογοτέχνης, ο Ν.Ι. Σπανδωνής (1858-1913) προσφέρει το τυπικότερο και πληρέστερο δείγμα της παραλογοτεχνικής αυτής αθηναιογραφίας.

Παν. Μουλλάς, Ο χώρος του εφήμερου. Στοιχεία για την παραλογοτεχνία του 19ου αιώνα, Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 2007, σ. 167-169.