Στον ειδικό χώρο μιας μελέτης, που θα ήταν το έργο των λογοτεχνών και των επίδοξων νεαρών λογοτεχνών που εργάζονται ως δημοσιογράφοι, μπαίνουμε, όταν το 1976 ο Π. Μουλλάς εισηγείται τη μελέτη των όρων ανάπτυξης του Τύπου στην Ελλάδα κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα σε συνδυασμό με τον ρόλο της λογοτεχνίας εντός του Τύπου.
[…] Δύο φωτισμένοι δημοσιογράφοι της Πόλης, ο Βλάσης Γαβριηλίδης (1848-1920) και ο Κλεάνθης Τριαντάφυλλος (1850-1889), εκδίδουν στην Αθήνα τα κατάλληλα σατιρικά έντυπα που θ’ ανοίξουν τις στήλες τους στους νέους ποιητές του 1880: τον Ραμπαγά (1878-1889) και το Μη χάνεσαι (1880-1883). Ένας εκδότης, ο Λάμπρος Κορομηλάς, τυπώνει πρόθυμα σε βιβλία τα καινούρια ποιητικά δημιουργήματα. Στο μεταξύ, από το 1876 κυκλοφορεί η Εστία, το σημαντικότερο έντυπο για την παρουσίαση της νέας λογοτεχνικής παραγωγής. Αλλά και οι εφημερίδες πρωτοστατούν· αρκεί ν’ αναφέρω μόνο την «Ακρόπολη» (εκδίδεται το 1883) του Βλάση Γαβριηλίδη.
Φυσικά, αυτή η εξόρμηση του ελληνικού τύπου, γύρω στα 1880, δεν είναι τυχαίο γεγονός. Ύστερα από τους ρομαντικούς κλυδωνισμούς μισού αιώνα, η ανάγκη μιας ηρεμότερης πορείας επιβάλλεται από την ίδια την κοινωνική δομή, τη μορφή και το στάδιο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Ρευστή και ακαθόριστη ώς τώρα, η ελληνική αστική πραγματικότητα προβάλλει ανάγλυφη σε μια στιγμή όπου οι δυνατότητες εκβιομηχάνισης, οι εισαγωγές κεφαλαίων και οι επιστροφές πολλών πλουσίων ομογενών δημιουργούν βάσιμες ελπίδες για το μέλλον. Αρχίζει μια περίοδος ανόδου και ορμής· ας πούμε, η εποχή του Χ. Τρικούπη.
Αν η Μεγάλη Ιδέα διατηρεί ακόμα τη δυναμική της, αναπτύσσονται όμως παράλληλα, σαν αντίβαρο στις υποσχέσεις του μυθικού αύριο, οι ρεαλιστικές αξιώσεις του σήμερα: η ευζωία, η χαρά, η αυτάρκεια. Νέοι καιροί, νέες ανάγκες. Τα πάντα συντείνουν σε μια αμεσότερη επαφή με τα πράγματα. Είναι η στιγμή της επικαιρότητας, της περιέργειας, της πληροφόρησης: η στιγμή του αθηναϊκού τύπου. Στραμμένη προς το παρόν, μια νέα πρακτική κοινωνία χρειάζεται ολοένα και περισσότερες βεβαιότητες, ολοένα και λιγότερες αυταπάτες. Δεν είναι καιρός ν’ αφαιρεθούν, μαζί με τα παραφουσκωμένα αισθήματα, και όλοι οι περιττοί όγκοι; Το μυθιστόρημα δίνει τη θέση του σε μικρότερες αφηγηματικές μορφές: στο διήγημα και στο χρονογράφημα. Οι μεγάλες ποιητικές συνθέσεις αντικαθίστανται από το σύντομο, λυρικό ή σατιρικό, στιχούργημα. Πρόκειται για σμικρύνσεις προσαρμοσμένες όχι μόνο στις δυνατότητες του περιοδικού και ημερήσιου τύπου, αλλά και στις ανάγκες του επίκαιρου, του άμεσου, του πραγματικού.
Ωστόσο αυτή η συνάρτηση των κοινωνικών με τις λογοτεχνικές εκδηλώσεις έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία απ’ ό,τι φαίνεται σ’ ένα πρώτο κοίταγμα. Γιατί αν η αστική οργάνωση μιας κοινωνίας σημαίνει και άλλα πολλά, σημαίνει όμως και μια στενότερη σύνδεση του συγγραφέα με το κοινό, χάρη στην ανάπτυξη των μαζικών μέσων επικοινωνίας. Έτσι ο κύκλος των εξαρτήσεων ολοκληρώνεται. Ένας νέος τύπος λογοτέχνη διαμορφώνεται μέσα στα γραφεία των αθηναϊκών εφημερίδων. Επαγγελματικά δεμένος με το λειτούργημά του, βρίσκεται πιο κοντά στο γούστο του μεγάλου κοινού, στις απαιτήσεις της επικαιρότητας, στις πολιτικές, γλωσσικές και άλλες επιλογές (ή μη επιλογές) της στιγμής. Αν τα φαινόμενα επιταχύνονται μετά το 1880, είναι γιατί το ιδεολογικό εποικοδόμημα και η κοινωνική βάση αποκτούν όλο και περισσότερους άξονες επαφής. Ο λαογραφισμός ανταποκρίνεται άμεσα στις εμπειρίες και στα ενδιαφέροντα του μέσου αναγνώστη ή θεατή. Η αποδραματοποίηση ευνοείται σημαντικά από την ελαφρή δημοσιογραφική ευθυμογραφία και τις θεατρικές προτιμήσεις του κοινού (δραματικό ειδύλλιο, κωμειδύλλιο, επιθεώρηση). […]
Παν. Μουλλάς, Ρήξεις και συνέχειες. Μελέτες για τον 19ο αιώνα, Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 1993, σ. 86-87.