Η μελέτη του Θανάση Αγάθου επιχειρεί «μια σύγκριση του μυθιστορήματος του Βασιλικού (Ζ, φανταστικό ντοκιμαντέρ ενός εγκλήματος), και της ταινίας του Γαβρά (Ζ), δίνοντας έμφαση στον “διάλογο” των δύο έργων και στις αντικειμενικές (λογοτεχνικές και κινηματογραφικές, αντίστοιχα) αρετές τους, πέρα από την αναμφισβήτητη αξία τους ως ιστορικών ντοκουμέντων που καταγράφουν και σχολιάζουν τα πολιτικά πάθη μιας ταραγμένης περιόδου» (σ. 51). Στα παρακάτω αποσπάσματα έχουν απαλειφθεί οι υποσημειώσεις.
Το μυθιστόρημα του Βασίλη Βασιλικού Ζ, φανταστικό ντοκιμαντέρ ενός εγκλήματος, μυθοπλασιακή επεξεργασία ενός γεγονότος που συγκλόνισε την πολιτική ζωή της Ελλάδας τον Μάιο του 1963, της δολοφονίας του αριστερού βουλευτή Γρηγόρη Λαμπράκη από παρακρατικούς κύκλους, πρωτοδημοσιεύτηκε σε συνέχειες στο περιοδικό ευρείας κυκλοφορίας Ο Ταχυδρόμος το 1966 και αμέσως μετά κυκλοφόρησε σε αυτοτελή τόμο από τις εκδόσεις «Θεμέλιο», όταν τα γεγονότα ήταν εξαιρετικά νωπά στη συλλογική μνήμη και άρχιζε η δίκη των κατηγορουμένων για τη δολοφονία του Λαμπράκη. Το 1967 απαγορεύτηκε στην Ελλάδα από το χουντικό καθεστώς, αλλά γρήγορα άρχισε να μεταφράζεται στη μια γλώσσα μετά την άλλη. Το 1969 μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον Κώστα Γαβρά, ως γαλλοαλγερινή παραγωγή, με σενάριο του Jorge Semprun, φωτογραφία του Raoul Coutard, μουσική του Μίκη Θεοδωράκη και πρωταγωνιστές τους Jean-Louis Trintignant, Yves Montand, Jacques Perrin και Ειρήνη Παπά: η ταινία σημείωσε θριαμβευτική επιτυχία σε όλον τον κόσμο, δίνοντας μια νέα ώθηση στις πωλήσεις του βιβλίου και φέρνοντας τον Βασιλικό, τον Γαβρά και την χουντοκρατούμενη Ελλάδα στο επίκεντρο του διεθνούς ενδιαφέροντος. […]
Η πρόθεση των δημιουργών της ταινίας να ξεφύγουν τα πρόσωπα από το ελληνικό πλαίσιο έχει, αναπόφευκτα, σημαντική επίδραση στην οργάνωση και σκιαγράφηση των χαρακτήρων. Στο βιβλίο δίνονται με πολλές λεπτομέρειες τόσο ο ψυχικός και συναισθηματικός κόσμος του κάθε χαρακτήρα όσο και το κοινωνικό υπόβαθρο, η οικογενειακή κατάσταση και το επαγγελματικό προφίλ του, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται γύρω από την κεντρική ιστορία πολλές μικροϊστορίες, οι οποίες συνθέτουν ένα μωσαϊκό της ελληνικής κοινωνίας της σκληρής περιόδου από τα χρόνια της Κατοχής ως τις αρχές της δεκαετίας του ’60. Όλοι αυτοί οι κύριοι ενδείκτες και οι πληροφοριοδότες είναι απλοποιημένοι, συντομευμένοι ή εντελώς απόντες από την ταινία: για παράδειγμα, το παρελθόν του μαστρο-Κώστα —με τις εκτενείς αναφορές στις εξορίες, στα βασανιστήρια, στον «Νέο Παρθενώνα» (Μακρόνησος), στις δηλώσεις μετανοίας των κομουνιστών, στις μαυροφορεμένες χήρες στα δικαστήρια—, που δίνει το πνεύμα της ταραγμένης περιόδου του εμφυλίου και της δεκαετίας του ’50 στην Ελλάδα (σσ. 38-40) συνοψίζεται στην ταινία με μια φράση «Συμμετείχε στην αντίσταση στο πλευρό των κομουνιστών και εξορίστηκε». Αντίστοιχα το παρελθόν του Αρχηγόσαυρου (σσ. 59-61), ο οποίος υπήρξε συνεργάτης των Γερμανών και δωσίλογος και ίδρυσε μια παρακρατική οργάνωση με σκοπό την ενίσχυση των σωμάτων ασφαλείας δίνει την άλλη όψη αυτής της εποχής, αλλά απουσιάζει εντελώς από την κινηματογραφική μεταφορά. Στην ίδια κατεύθυνση της διεθνοποίησης της ιστορίας Λαμπράκη και του εξοβελισμού του ελληνικού στοιχείου κινούνται και οι διάλογοι, οι οποίοι, παρά τη φυσικότητά τους, αποφεύγουν οποιαδήποτε αναφορά στην Ελλάδα. […]
Ένα από τα πλέον ενδιαφέροντα στοιχεία του βιβλίου είναι ο συνδυασμός αφηγηματικών τεχνικών που χρησιμοποιεί ο Βασιλικός. Η τριτοπρόσωπη αφήγηση συχνά παραχωρεί τη σκυτάλη στις πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις διαφόρων χαρακτήρων (στις καταθέσεις των μαρτύρων, σσ. 256, 269-276), σε δελτία ειδήσεων (σ. 267), αποσπάσματα εφημερίδων (σσ. 187-189), σε εσωτερικούς μονολόγους, ενώ ο λόγος του τριτοπρόσωπου αφηγητή συχνά ισοπεδώνεται υφολογικά και εξομοιώνεται με τον λόγο των χαρακτήρων. Στην ταινία, ωστόσο, κυριαρχεί η τριτοπρόσωπη εξωδιηγητική αφήγηση. Η κυριότερη πρωτοπρόσωπη ομοδιηγητική αφήγηση που παρεμβάλλει ο Βασιλικός (αλλά αγνοούν εντελώς οι Γαβράς και Semprun) είναι μια εκτεταμένη επιστολή της γυναίκας του Ζ στον νεκρό σύζυγό της, ένα είδος ερωτικής εξομολόγησης πέρα από τον χώρο και τον χρόνο, που αποτυπώνει τον συναισθηματικό κόσμο της ηρωίδας και ενημερώνει τον Ζ για τις εξελίξεις μετά τον θάνατό του. Η επιστολή είναι ανύπαρκτη στην ταινία, γεγονός που συντελεί στη συρρίκνωση του χαρακτήρα της χήρας, η οποία, ουσιαστικά εμφανίζεται σε ελάχιστες σκηνές, χωρίς να μιλάει σχεδόν ποτέ, ενώ στο μυθιστόρημα αποτελεί έναν από τους πλέον ολοκληρωμένους και σύνθετους χαρακτήρες […].
Θανάσης Αγάθος, «Από το κείμενο στην οθόνη: Ζ, φανταστικό ντοκιμαντέρ ενός εγκλήματος του Βασιλικού και Ζ του Γαβρά», περ. Σύγκριση/Comparaison, τχ. 20 (2010) 51, 52-53 & 55.