Ο Απόστολος Σαχίνης δίνει τους κυριότερους σταθμούς της μελέτης των νεοελληνικών απομνημονευμάτων και σχολιάζει τις διαφορές που παρουσιάζει το είδος από τις υπόλοιπες «γραφές του εγώ». Σημειώνει, τέλος, πως τα νεοελληνικά απομνημονεύματα στα μέσα του 19ου αιώνα αποτυπώνουν όψεις της καθημερινότητας αναπληρώνοντας με έναν τρόπο την έλλειψη ρεαλιστικών μυθιστορημάτων σε εκείνη την περίοδο.
Τα απομνημονεύματα είναι ένα λογοτεχνικό είδος που γνώρισε μεγάλη ακμή στη φτωχή νεοελληνική λογοτεχνία των μέσων του 19ου αιώνα. Η σημασία των απομνημονευμάτων για τη λογοτεχνία μας και η αφθονία σε κείμενα, που παρατηρήθηκε στο «είδος» εκείνη την εποχή, δεν είχαν εκτιμηθεί στα σύγχρονα γράμματά μας, όπως θα έπρεπε και όπως τους άξιζε, ως την ώρα που ο Κ. Θ. Δημαράς αφιέρωσε ένα σημαντικό κεφάλαιο για το θέμα αυτό στην Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας του και που κατόπι, πριν από λίγο καιρό, ο Γ. Π. Κουρνούτος δημοσίευσε τους δυο τόμους για το Απομνημόνευμα στη σειρά της «Βασικής Βιβλιοθήκης». Από τη μελέτη της κριτικής εισαγωγής του Γ. Π. Κουρνούτου και των κειμένων που ανθολογεί και παραθέτει στους δυο αυτούς τόμους, ο αναγνώστης διαπιστώνει πως τα απομνημονεύματα, που είχαν γραφτεί ή δημοσιευτεί τον 19ο αιώνα στην Ελλάδα, σχεδόν ξεπερνούσαν, ποσοτικά, κάθε άλλο λογοτεχνικό είδος. Δεν πρόκειται εδώ να εξετάσω λεπτομερώς τα απομνημονεύματα είτε θεωρητικά, ως «είδος», είτε ιστορικά, μιλώντας για τη θέση που πήραν στη νεοελληνική λογοτεχνία — τούτο άλλωστε γίνεται στην εισαγωγή του ανθολόγου· θα σημειώσω μόνο ορισμένες σκέψεις και παρατηρήσεις, που μου δημιουργήθηκαν από τη συγγένεια που παρουσιάζουν τα απομνημονεύματα με ένα από τα κύρια λογοτεχνικά είδη: το μυθιστόρημα. Και στα δυο είδη ό,τι προέχει είναι η αφήγηση περιστατικών, η έκταση αυτής της αφήγησης και το πλάτος της πνοής· ό,τι ενδιαφέρει και στα δυο είναι η απεικόνιση και η αναπαράσταση της ζωής — πραγματικής και παρελθούσας στα απομνημονεύματα, πραγματικής και παρούσας στο μυθιστόρημα.
Στην εισαγωγή του ο Γ. Π. Κουρνούτος ορίζει και χαρακτηρίζει το λογοτεχνικό είδος των απομνημονευμάτων: «Απομνημονεύω στη γλώσσα μας», γράφει, «σημαίνει ξαναφέρνω στη μνήμη· και απομνημόνευμα σημαίνει τη διήγηση, την ανάμνηση ή και τα πράγματα τα ίδια που θυμάται κανένας. Απομνημονεύματα πάλι, σε πληθυντικό αριθμό η λέξη, σημαίνει εξιστόρηση γεγονότων με γενικό και μερικό ενδιαφέρον, που ύστερα από ένα χρονικό διάστημα την κάνει ο ίδιος ο δράστης τους ή και ο θεατής τους ο άμεσος. Κέντρο τους είναι ο αφηγητής που γύρω απ’ αυτόν πλάθεται το ιστόρημα» (σ. 12). Τα απομνημονεύματα συγγενεύουν με πολλά άλλα παραπλήσια λογοτεχνικά είδη, αλλά και διακρίνονται απ’ αυτά. Πρώτα-πρώτα ξεχωρίζουν από την ιστορία και τη χρονογραφία, γιατί στα απομνημονεύματα κυριαρχούν το ατομικό στοιχείο και η υποκειμενική κρίση. Όποιος γράφει απομνημονεύματα δεν ενδιαφέρεται για την αντικειμενική κι’ εξακριβωμένη έκθεση των περιστατικών, αλλά για το άτομό του και για την ατμόσφαιρα των περασμένων χρόνων, σε σχέση πάλι προς το άτομό του. Τα απομνημονεύματα βρίσκονται πιο κοντά σε τέσσερα άλλα λογοτεχνικά είδη: την αυτοβιογραφία, το ημερολόγιο, τις αναμνήσεις και τις εξομολογήσεις· και τα πέντε αυτά είδη είναι, θα έλεγε κανείς, παραλλαγές ενός γενικότερου και καθολικότερου λογοτεχνικού είδους, που χαρακτηρίζεται από την έξαρση του ατομικού και του υποκειμενικού στοιχείου. Αλλού το ατομικό στοιχείο είναι πιο έντονο και πιο υπογραμμισμένο, και αλλού όχι· αλλού προβάλλονται τα εξωτερικά γνωρίσματα του ατόμου, και αλλού τα πιο εσωτερικά και τα πιο μύχια.
Στην αυτοβιογραφία π.χ. ο συγγραφέας επιμένει περισσότερο στο πρόσωπό του και στις ατομικές του πράξεις, ενώ στα απομνημονεύματα το περιβάλλον ζωντανεύει παράλληλα προς το άτομο· η συνάφεια δηλαδή του ατόμου προς τα γεγονότα που συμβαίνουν γύρο του είναι πιο φανερή στα απομνημονεύματα, παρά στην αυτοβιογραφία. Το ημερολόγιο, εξάλλου, διαφέρει από τα απομνημονεύματα ως προς το χρόνο της συγγραφής του· γράφεται δηλαδή αμέσως έπειτα από τα γεγονότα, και βρίσκεται όσο γίνεται πιο κοντά σ’ αυτά, χωρίς να επιτρέπει δεύτερες σκέψεις και αναθεωρήσεις. Έτσι παρουσιάζει, πλάι στην τυπική, το χρόνο της συγγραφής, και μια ουσιαστική διαφορά από τα απομνημονεύματα: έχει τη γοητεία του άμεσου και τη ζεστασιά από την εντύπωση της πρώτης στιγμής. Ενώ τα απομνημονεύματα γράφονται συνήθως προς το τέλος του βίου του συγγραφέα κι’ εκθέτουν γεγονότα που έχουν συμβεί πολύν καιρό πριν από την καταγραφή τους· έτσι ο συγγραφέας έχει τη δυνατότητα να επισκοπήσει με ψυχραιμότερο και νηφαλιότερο τρόπο τα περασμένα. Οι αναμνήσεις, έπειτα, διακρίνονται από τα απομνημονεύματα, γιατί δεν παρουσιάζουν ενότητα αφήγησης και είναι κομμάτια της μνήμης, χωρίς συνοχή ή χρονολογική ακολουθία. Ένα διάστημα χρόνου μεσολαβεί κι’ εδώ ανάμεσα στο πραγματικό περιστατικό και την καταγραφή του, ωστόσο ο συγγραφέας περιορίζεται σε ό,τι, από τα περασμένα, του έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση, σε ό,τι τον συγκίνησε ή επηρέασε τη ζωή του περισσότερο. Οι εξομολογήσεις, τέλος, αναφέρονται στον εσωτερικό άνθρωπο και όχι στα εξωτερικά γεγονότα· είναι εκδηλώσεις της ψυχής, θίγουν συναισθήματα και βιώματα, από τα πιο βασικά και τα πιο ουσιαστικά για το συγγραφέα, και δημοσιεύονται συνήθως έπειτα από το θάνατό του.
Εκείνο που θέλω να σημειώσω ιδιαίτερα εδώ και που δεν νομίζω ότι παρατηρήθηκε ως τώρα σχετικά με τη νεοελληνική λογοτεχνία του 19ου αιώνα, είναι πως η έλλειψη μυθιστορημάτων, που να εξεικονίζουν τα ήθη και την κοινωνική ζωή της εποχής τους, ως το 1880, συνδέεται με (και κατά κάποιον τρόπο αντισταθμίζεται από) τη δημοσίευση ή τη συγγραφή απομνημονευμάτων και αυτοβιογραφιών, που ικανοποιούν τη ζήτηση του αναγνώστη για πληροφορίες από την αγροτική ή την αστική κοινωνία των χρόνων εκείνων. Τούτο δεν πρέπει να μας φανεί παράξενο, γιατί η τέχνη των απομνημονευμάτων και της αυτοβιογραφίας, και η τέχνη του μυθιστορήματος είναι δίδυμες στη γέννησή τους· και στη νεοελληνική και στις δυτικοευρωπαϊκές λογοτεχνίες τα απομνημονεύματα και το μυθιστόρημα, ως λογοτεχνικά είδη, γεννήθηκαν περίπου ταυτόχρονα. Εξάλλου στην Αγγλία του 17ου αιώνα η σύγχρονη ζωή απεικονιζόταν περισσότερο σε συγγραφείς που έγραφαν ημερολόγια ή απομνημονεύματα, όπως ο Samuel Pepys και ο John Evelyn, παρά σε μυθιστοριογράφους. Παρατηρήθηκε κι’ εκεί ό,τι παρατηρήθηκε αργότερα, στα μέσα του 19ου αιώνα, στην Ελλάδα. Ό,τι ζητούμε από το μυθιστόρημα σήμερα, δηλαδή η αναπαράσταση των ηθών και η απόδοση των χαρακτηριστικών και των μεταβολών της σύγχρονης ζωής, βρισκόταν, στα μέσα του 19ου αιώνα στην Ελλάδα, περισσότερο στους συγγραφείς απομνημονευμάτων και αυτοβιογραφιών, παρά στους μυθιστοριογράφους. Από τις Ιστορικές Αναμνήσεις του Νικολάου Δραγούμη, από τα Απομνημονεύματα του Αλεξάνδρου Ρίζου Ραγκαβή, του Δημητρίου Γρ. Καμπούρογλου και του Ανδρέα Συγγρού, καθώς και από τη Στρατιωτική ζωή εν Ελλάδι, ένα περίπου άγνωστο, ανώνυμο αυτοβιογραφικό κείμενο του 1870, μαθαίνουμε περισσότερα για τα ήθη και την κοινωνική ζωή της εποχής, παρά από τον Λέανδρο του Παναγιώτη Σούτσου, τον Εξόριστο του αδελφού του Αλεξάνδρου, την Ορφανή της Χίου του Ιακώβου Πιτζιπιού, την Ηρωίδα της Ελληνικής Επαναστάσεως του Στεφάνου Ξένου, το Αι τελευταία ημέραι του Αλή-Πασά του Κωνσταντίνου Ράμφου ή τους Κρητικούς γάμους του Σπυρίδωνος Ζαμπελίου, που ήταν ρομαντικά και ιστορικά μυθιστορήματα, και απέφευγαν την εκμετάλλευση θεμάτων από την καθημερινή και την ιδιωτική ζωή της εποχής τους. Έτσι, πρέπει ιδιαίτερα να σημειωθούν και να προσεχθούν τα διαλογικά σημεία, η αναπαραστατική ικανότητα, η διαγραφή των προσώπων και η εξεικόνιση της σύγχρονής τους ζωής στην Αθήνα ή τις άλλες ελληνικές πόλεις της εποχής εκείνης, που παρατηρούνται ως σταθερά γνωρίσματα στα απομνημονεύματα του ελληνικού 19ου αιώνα, και αναπληρώνουν την έλλειψη αστικών ή κοινωνικών μυθιστορημάτων από τη λογοτεχνία μας κατά την ίδια χρονική περίοδο.
Απόστολος Σαχίνης, Προσεγγίσεις. Δοκίμια κριτικής, Ινστιτούτο του Βιβλίου Μ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1989, σ. 242-246.