Το σύντομο ημερολόγιο του Άρη Δικταίου καλύπτει διάστημα μικρότερο του ενός μήνα και θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «ημερολόγιο ασθένειας», καθώς βασικό του θέμα είναι τα προβλήματα υγείας του ημερολογιογράφου. Οι εγγραφές των πρώτων είκοσι ημερών αποτυπώνουν με επιμέλεια τις διακυμάνσεις της ψυχικής διάθεσης του Δικταίου, όπως και τις αφορμές τους, άλλοτε αναλυτικά και άλλοτε περισσότερο υπαινικτικά.
4 Ιουλίου 1980
Ο Άθως κι η Κική μ’ οδήγησαν στη Βουλιαγμένη, ξενοδοχείο Greek Coast, για να περάσω καμιά δεκαπενταριά μέρες ανάπαυσης. Το ξενοδοχείο καλό, πρώτης κατηγορίας, η περιποίηση άριστη, μα με τεράστιες ελλείψεις και, προπαντός, χωρίς εστιατόριο. Θα προσπαθήσω να τα βολέψω όσο μπορώ καλύτερα. Αργά, το βράδυ, κατάλαβα την τεράστια έλλειψη του εστιατορίου. Με χίλια βάσανα, σταματώντας κάθε τόσο, καθήμενος κάθε τόσο, έφτασα στο εστιατόριο, που μου είχε συστήσει ο ξενοδόχος ως το πιο κοντινό. Η επιστροφή μου ήταν ένας Γολγοθάς. Γολγοθάς; Δε σημαίνει τίποτα μπροστά σ’ ό,τι υπέφερα, ώσπου να γυρίσω στο ξενοδοχείο.
5 Ιούλιου
Μετά το πρωινό μου κι αφού τηλεφώνησα στη Δάφνη και στον Μηνά, διεκτραγωδώντας τους τα βάσανά μου, κάθησα να εργαστώ λίγο. Άρχισα να μεταφράζω έναν εξαίρετο αμερικανό ποιητή, τον Merill Moore. To μεσημέρι ήρθε η Τατιάνα, να φάμε σπίτι της.
Με τον Roger, τη Μαγκαλί, την Τατιάνα και τον αδελφό της, που κατέβηκε να με γνωρίσει, περάσαμε ένα θαυμάσιο μεσημέρι, γεμάτο φλυαρία και αναμνήσεις. Το βράδυ, η ίδια ιστορία του Γολγοθά μου, αλλά σε άλλο, πλησιέστερο εστιατόριο.
6 Ιουλίου
Το δωμάτιό μου είναι πολύ δροσερό και φυσικά κατοικήσιμο. Συνέχισα και τέλειωσα τα εφτά σονέττα του Moore. Από αύριο θ’ αρχίσω το δούλεμά τους.
Θε μου, πώς έφτασα σ’ αυτό το σημείο, να μη μπορώ να περπατήσω, ώστε σε κάθε βήμα που κάνω, να νιώθω την ανάγκη να καθήσω. Και πάλι ο Γολγοθάς, να πάω και να φύγω από το εστιατόριο, μεσημέρι — βράδυ.
7 Ιουλίου
Τι να κάνω; Τέλειωσα τη μετάφραση, που έκαμα από κέφι κι από τη συνήθεια να δουλεύω και δεν ξέρω τι να κάνω. Κάθομαι στον εξώστη και χαίρομαι τη δροσιά, ένα άχρηστο αντικείμενο. Το μεσημέρι, ήρθε η Τατιάνα και μ’ οδήγησε με το αυτοκίνητό της στο εστιατόριο, με περίμενε να φάω, και πάλι με πήγε στο ξενοδοχείο μου. Πώς θα μπορέσω να την ευχαριστήσω ποτέ για την άπειρη τρυφερότητά της και για όσα κάνει για μένα;
8 Ιουλίου
Σήμερα ήρθε η Δάφνη, να με δει. Ποτέ δεν ένιωσα τόσο κολλημένος απάνω της. Το βράδυ, που φάγαμε μαζί, ο Γολγοθάς μου είχε απαλυνθεί από την παρουσία της. «Κράτα με καλά» μου έλεγε κάθε τόσο, πηγαίνοντας κι επιστρέφοντας από το εστιατόριο. Στο «Άκουα Μαρίνα» είδαμε και μιλήσαμε καμπόσο με τον Μανώλη Κεφαλογιάννη, τον βουλευτή και πρώην υπουργό, παλιό φίλο από το Ηράκλειο. Εκεί ήρθε κι ο Δανδής, με τη φίλη του να με δει, από την Αθήνα. Η αγάπη του είναι συγκινητική.
9 Ιουλίου
«Γιατί δεν αλλάζεις ξενοδοχείο, που να έχει εστιατόριο;» με ρωτά η Δάφνη. Η συνήθεια, κι ας είναι γεμάτη κόπωση, δε μ’ αφήνει. Υποφέρω, είμαι ένας άχρηστος ανάπηρος πια, μα υπομονεύομαι. Θα περάσει, σκέφτομαι, δεν μπορεί να συνεχιστεί αυτό, όχι δεν μπορεί. Εν ανάγκη, αν με βεβαιώσουν πως θα περπατήσω, θα υποβληθώ σε εγχείρηση, παρ’ όλο τον φόβο της αρτηριογραφίας. Το βράδυ φάγαμε απαίσια στη «Βουλιαγμένη», δηλαδή σχεδόν δεν έφαγα.
10 Ιουλίου
Η Δάφνη έφυγε. Νιώθω διπλά μοναχός και άρρωστος. Αποφάσισα να μη φάω το μεσημέρι. Το βράδυ ήρθε η Τατιάνα με τη Μαγκαλί και με πήγαν βόλτα με το αυτοκίνητο. Ένιωθα φοβερά αδιάθετος, στο στομάχι, στην κοιλιά. Η Τατιάνα μου έδωσε να πάρω ένα καθαρτικό, ύστερα από ένα πρόχειρο δείπνο που μου ετοίμασαν στο ξενοδοχείο. Το πήρα, το έκαμα εμετό. Μα το ξαναπήρα επιμένοντας. Ο ύπνος μου ήταν ταραγμένος όλη τη νύχτα.
11 Ιουλίου
Νιώθω φοβερά άρρωστος. Αποφάσισα να γυρίσω στην Αθήνα, σήμερα κι όλας. Κάλεσαν ένα ταξί και έφυγα στις 9.30 το πρωί. Το μόνο που ανέχομαι είναι σκέτο λεμόνι στιμένο. Τηλεφωνώ στον Μηνά. Μοιάζει απελπισμένος από την κατάστασή του. Του λέω τα δικά μου, του λέω ότι πρέπει να κάνουμε όσο μπορούμε πιο πολλή υπομονή. Να γαντζωθούμε επίμονα πάνω στη ζωή, που παρ’ όλ’ αυτά είναι πάντα όμορφη. «Η ζωή, ας μη μιλούμε καλύτερα γι’ αυτή…». Με παίρνουν τα δάκρυα. «Σώπα σε παρακαλώ, δεν αντέχω». Θυμάμαι, πως κι άλλη μια φορά βρεθήκαμε στην ίδια κατάσταση και δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία.
12 Ιουλίου
Νιώθω πολύ άσχημα. Η ζέστη, επί πλέον, με σκοτώνει. Δεν ανέχομαι τις οδοντοστοιχίες μου. Μου φέρνουν ναυτία. Κινούμαι σα φάντασμα, από δωμάτιο σε δωμάτιο, ζητώντας λίγη δροσιά, χωρίς να κάνω τίποτα. Είμαι ανάπηρος πραγματικά; Σέρνομαι κυριολεκτικά, πονώντας βαθιά μέσα μου κι ωστόσο ελπίζοντας…
Κυριακή, 13 Ιουλίου
Μέρα φρικτή! Στις 10 το πρωί μού τηλεφωνεί ο Friar και με ρωτά, αν η φήμη, που του μετάδωσε ο Αναγνωστάκης, από τη Θεσσαλονίκη, ότι ο Μηνάς αυτοκτόνησε αληθεύει. Αναστατωμένος παίρνω τον Μιγάδη, τη Μόντη, τη Μόνα Μητροπούλου να τους ρωτήσω. Λείπουν όλοι. Αποφασίζω να πάρω το τηλέφωνο του Μηνά. Στην άλλη άκρη του σύρματος είναι ο Κότσιρας, που μου επιβεβαιώνει το γεγονός. Ναι, δυστυχώς, ο Μηνάς έπεσε στις 8 το πρωί, από τον 7ο όροφο της πολυκατοικίας του. Η Ελεωνόρα, βαρύκοη καθώς είναι, δεν τον άκουσε, όταν βγήκε από το διαμέρισμα. Η Αστυνομία τής είπε ότι δεν πέθανε, παρά ομιλεί. Η Καίτη περιμένεται από στιγμή σε στιγμή από το Ηράκλειο. Μου υποσχέθηκε να με κρατήσει ενήμερο για όλα κι ότι στην κατάστασή μου είναι καλύτερα να μην πάω.
Τα ’χω χάσει. Με παίρνουν τα δάκρυα, για τον Μηνά, για τα νειάτα μας, που πέρασαν μαζί, για τις κοινές μας προσπάθειες, για την αναπηρία μου, που με κρατά ανήμπορο κι ακίνητο. Μου τηλεφωνεί ο Μιγάδης κι αρνιέται να μου πει λεπτομέρειες: «Να μην το κουνήσεις από το σπίτι σου, στην κατάσταση που βρίσκεσαι!».
Θε μου, Μηνά, πώς το μπόρεσες; Τι συνέβη, πραγματικά; Όλο αυτό το τελευταίο διάστημα έδειχνες τόσο νηφάλιος! Κι ήσουν ή φαινόσουν τόσο δυνατός, τόσο πιο δυνατός από μένα! Όλη τη μέρα τηλεφωνήματα, σιωπή και δάκρυα.
14 Ιουλίου
Έφτασε η Καίτη από την Κρήτη. Η Ελεωνόρα είναι ερείπιο και μέμφεται τον εαυτό της για τη βαρυκοΐα της. Το ίδιο κατηγορώ κι εγώ τον εαυτό μου για την αναπηρία μου. Είμαι άχρηστος, άχρηστος! Η κηδεία θα γίνει στις 4.30 από το Α΄ Νεκροταφείο. Παραγγέλλω ένα στεφάνι: «Στον Προηγηθέντα». Και κάθομαι βουβός. Μετρώ τις ώρες, που δεν περνούνε, ίσαμε νά ’ρθει η ώρα. 3… 4… 4.30. Θα ’χει αρχίσει η ακολουθία. Περνούν 5. Θα τον πηγαίνουν στον τάφο. Γειά σου, Μηνά, χρυσέ μου, εν τω επανιδείν, αν υπάρχει. Τώρα ο Μήνας δεν υπάρχει πια. Παίρνω, στις 7.30, τον Μιγάδη. Είναι πολύ συγκινημένος κι αυτός… Θυμάσαι τούτο και τ’ άλλο, τότε που… τίποτ’ άλλο πια από αναμνήσεις, δυσάρεστες κι ευχάριστες. Θυμάμαι, θέλω να θυμάμαι μόνο τις τελευταίες, που δεν είναι και λίγες…
15 Ιουλίου
Υποφέρω αφάνταστα από τη ζέστη. Είμαι άρρωστος, το περπάτημά μου όλο και χειροτερεύει. Και μέσα σ’ όλ’ αυτά η τυραννική εικόνα του Μηνά να πέφτει από τον 7ο όροφο!
16 Ιουλίου
Αγόρασα ανεμιστήρα, για να μπορέσω να ζήσω. Άρχισα να παίρνω υπνωτικά, εγώ, που σ’ όλη μου τη ζωή δεν πήρα φάρμακα, έξω από ασπιρίνες. Μπόρεσα να ηρεμήσω κάπως. Μα η σκέψη του Μηνά με καταδιώκει αδιάκοπα. Προσπαθώ να δω καθαρότερα τα πράγματα. Ο Μηνάς κι εγώ δεν είναι δυνατόν να έχουμε κοινή μοίρα…
17 Ιουλίου
Τηλεφώνημα του Roger από τη Βουλιαγμένη, για να ρωτήσει πώς πάω με την υγεία μου. Βεβαιώνω πως πάω καλύτερα, μα νιώθω άθλια.
18 Ιουλίου
Θε μου, βοήθησέ με! Διώξε κι αυτό το φετινό καταραμένο καλοκαίρι!
23 Ιουλίου
Τηλεφώνημα από τη Θέα, να πάω οπωσδήποτε στην Αίγινα, πράγμα που θα μου κάνει καλό, τονίζει. Το θέλω, μα διστάζω. Δεν είμαι καλά!
Άρης Δικταίος, «Θε μου, διώξε κι αυτό το φετινό καταραμένο καλοκαίρι», περ. Η λέξη, τχ. 59-60 (Νοέμ.-Δεκ. 1986) 1094-1097. Διατίθεται εδώ .