Το Τουμπεκί είναι ο τρίτος τόμος της τριλογίας του Πέτρου Πικρού Χαμένα κορμιά και εκδόθηκε το 1927. Στο κείμενο αυτό, ο Πικρός παρουσιάζει, όπως λέει ο ίδιος στον πρόλογό του, το έγκλημα, όπως το γνώρισε στις φυλακές της Ελλάδας, και για να το παρουσιάσει υιοθετεί την κρυφή του γλώσσα, την αργκό του (βλ. Τριανταφυλλίδης 1963· ). Ο ίδιος βέβαια διαφωνεί με τον όρο αργκό (ή αργώ, όπως την πρωτομετέφρασε ο Ισιδωρίδης Σκυλίτσης) και προτιμά τον όρο τουμπεκί, ως ονομασία για τη συνθηματική γλώσσα του εγκλήματος. Η μελέτη της λογοτεχνικής της λειτουργίας, σε συνάρτηση προς τις λοιπές επιλογές του συγγραφέα, συνιστά ένα πολύ ενδιαφέρον εγχείρημα.
[…]
Αν και σκοτεινά, το μάτι του Αράπη γυάλισε. Έφερε βόλτα με το χέρι του. Πασπάτεψε. Κι άμα βεβαιώθηκε πως είχ’ οργανωθεί η άμυνα, κρατάει την αναπνοή και περιμένει — θανατικό καρτέρι!...
Αυτήν τη φορά δεν ήταν ψέματα. Δε σφύριξε τ’ αυτί τους.
… Γλυκά, πολύ γλυκά και ρυθμικά, μια μουσική, πέντ’-έξι όργανα, ως φαίνεται, παίζανε μιαν παλιά μαζούρκα. Κι ενώ ο Ηλίας είχε ξυλιάσει απ’ το φόβο του, ενώ ο Ταρζάν ανίκανος να πάρει μια πρωτοβουλία περιμένει προσταγή, το μυαλό τ’ Αράπη δούλευε. Όλα τα πιθανά, όλα τα ενδεχόμενα, περάσανε σε μια στιγμή μέσα σαν αστραπή απ’ το μυαλό του. «Φαίνεται θα γυρίσανε τ’ αφεντικά… Και δώσανε κιόλας χορό;» Όπως κι αν είχε το πράμα, έπρεπε να πάρει απόφαση για την υποχώρηση. Όμως η υποχώρηση δεν ήτανε τόσο εύκολη όσο την είχε φανταστεί ο Ταρζάν. Κάτω, μπρος στην πόρτα, σουλάτσαρε ο σταυρωτής…
Κι αφουγκράστηκε ξανά, μ’ αγωνία… Πατήματα δεν ακουγόντανε. Κι ύστερα —σημαντικό περιστατικό— απ’ την κάτω χαραμάδα της πόρτας δεν έβλεπε φως. Τώρα μόλις αντιλαμβανότανε καθαρά πως η μουσική όσο πήγαινε και γινότανε πιο αδύνατη, πιο σιγανή… πολύ σιγανή.
Δεν ήταν πια εκείν’ οι ήχοι που μες στα σκοτεινά και μες στη σιωπή τού είχανε φανεί ορχήστρα αλάκερη…
Κι όλα σωπάσανε!
Πριν προφτάξει ακόμα η απορία να μπερδέψει το μυαλό του, η σκέψη του αρχίζει πάλι και ξεκαθαρίζει. Ακούει καθαρά ένα:
— Ντιγκ!...
— Ε! Άι στο διάολο!... — και βρίζει σιγανά.
Το βουβό του γέλιο, σα να τό ’νιωσε ο Ταρζάν και ησυχάζει τέλεια κι αυτός, δίχως να ’χει καταλάβει: μόνο έτσι, από εμπιστοσύνη στο μάστορα.
— Το ρολόι τους, μωρέ!... Το ρολόι!... Το άτιμο!... — λέει ο Αράπης, και γυρνάει απότομα το πόμολο. Μεμιάς ανοίγει την πόρτα δίχως ν’ αφήσει να τρίξουν οι αρμοί αν τυχόν και δεν ήτανε λαδωμένοι.
Πέτρος Πικρός, Τουμπεκί, εισαγ.-χρον.-επίμ. Χριστίνα Ντουνιά, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 2010, σ. 126-127.