Αν η Ποιητική θεωρούνταν από τον Jakobson και τους φορμαλιστές και δομιστές ως μια καθολική υφολογία και θεωρία της λογοτεχνίας, ενάντιες απόψεις διατυπώνονται στη δεκαετία του ’60-’70 όσον αφορά την προσέγγιση αυτή, από τον Leo Spitzer (1970) ώς τον Michael Riffaterre (1971) και τον Henri Meschonnic (1985). Αξίζει τον κόπο να μελετήσει τις εφαρμογές των θεωριών τους σε λογοτεχνικά κείμενα και να ανασυστήσει την πολεμική της εποχής σχετικά με το ύφος.
Με τον όρο αυτόν νοούμε το σύνολο των γλωσσικών δομών που συνθέτουν το προσωπικό ύφος του λογοτέχνη. Πρόκειται για ένα ιδιαίτερο κατά λογοτέχνη γλωσσικό σύστημα που απαρτίζεται από λεξιλογικές όσο και από γραμματικές (μορφοσυντακτικές) δομές. Κι επειδή η χρήση ιδιαίτερων λεξιλογικών δομών είναι αυτονόητη και εμφανής για ένα λογοτεχνικό, ποιητικό ιδίως έργο, ο Jakobson πρώτος ερευνά και προβάλλει τη σπουδαιότητα που έχουν για το λογοτεχνικό έργο οι γραμματικές δομές που λειτουργούν στο κείμενο ως «γραμματικές εικόνες» (grammatical imagery). Γράφει σχετικά: «Ο υποχρεωτικός χαρακτήρας των γραμματικών διαδικασιών και εννοιών αναγκάζει τον ποιητή να υπολογίζει σ’ αυτές. Ο ποιητής είτε προσκολλάται σ’ αυτά τα απλά, επαναλήψιμα, διάφανα δομικά σχήματα που βασίζονται σε μια δυϊκή αρχή, όταν αγωνίζεται να πετύχει τη συμμετρία, είτε φτάνει και να αναμετρηθεί μαζί τους, όταν επιζητεί ένα «οργανικό χάος». Επανειλημμένα έχω πει ότι η τεχνική του ρυθμικού λόγου είναι είτε γραμματική είτε αντι-γραμματική· ποτέ δεν είναι α-γραμματική. Το ίδιο ισχύει και για την εν γένει γραμματική της ποιήσεως. Στο σημείο αυτό υπάρχει μια αξιοσημείωτη αναλογία μεταξύ του ρόλου της γραμματικής στην ποίηση και της συνθέσεως του ζωγράφου, η οποία στηρίζεται σε μια εμφανή ή λανθάνουσα γεωμετρική τάξη ή σε ανατροπή των γεωμετρικών διατάξεων.» [Jakobson 1981, 94]
Η ποιητική γραμματική σύγκειται, όπως είπαμε, τόσο από επιλογές γλωσσικών δομών όσο και —ιδίως στην ποίηση— από αποκλίσεις…
Γεώργιος Μπαμπινιώτης, Ποιητική γραμματική. Γλωσσολογία και Λογοτεχνία, χ.ε.ο., Αθήνα 1984, σ. 107.