Ο Γιώργος Σεφέρης πραγματεύεται την καθολικότητα του ύφους, ως στοιχείου της ανθρώπινης φύσης, το ύφος ως ιδιοπροσωπία αλλά και την οργανική σχέση του ύφους με τη γλώσσα στη λογοτεχνία. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η θέση του για την υφολογική ιδιαιτερότητα που περιθωριοποιεί, με έναν τρόπο, τον δημιουργό, δημιουργώντας απόσταση ανάμεσα σε αυτόν και στους ομοίους αλλά και τους επιγόνους του — μια απόσταση που μπορεί κάλλιστα να εκληφθεί με όρους ύψους.
«Μπορεί ο καθένας να μεταχειρίζεται όποιον ήχο τού αρέσει για να εκφράσει τις ιδέες του, φτάνει να προειδοποιεί.» Αυτή η φράση της Λογικής του Port-Royal, που έπεσε τυχαία μπροστά μου, μ’ έκανε να συλλογιστώ πως στο περασμένο μου σημείωμα μεταχειρίστηκα, χωρίς να «προειδοποιήσω», μια πρόταση που δεν είναι απίθανο να ξάφνισε. Έγραφα για τον Σολωμό, τον Κάλβο και τον Καβάφη: «οι τρεις μεγάλοι πεθαμένοι ποιητές μας πού δεν ήξεραν ελληνικά». Σκέφτηκα πως είναι προτιμότερο να βιαστώ να δώσω λίγες εξηγήσεις προτού μου τις ζητήσουν.
Πριν απ’ όλα, μια διάκριση που είναι ίσως κοινός τόπος, αλλά που δεν πειράζει να τη θυμόμαστε κάπου-κάπου. Μολονότι, στην τέχνη του λόγου, γλώσσα και ύφος είναι πράγματα συνυφασμένα και χωνεμένα το ένα με το άλλο, ωφελεί και μπορούμε να τα κοιτάξουμε χωριστά, ώς ένα τουλάχιστο σημείο, αν έχουμε την επιθυμία να ακριβολογήσουμε. Είναι δυνατό να φανταστούμε έναν άνθρωπο που να μην έχει στη διάθεσή του περισσότερες από εκατό λέξεις δέκα διαφορετικών γλωσσών, και που να έχει, παρ’ όλη αυτή την πενία, ύφος στην έκφρασή του. «Το ύφος είναι ο ίδιος ο άνθρωπος.» Όπως και να το ιδούμε, δεν μπορούμε να μην το θαυμάσουμε το απόφθεγμα. Φτάνει να είσαι πραγματικός άνθρωπος, και έχεις ύφος. Καλό ή κακό —στην περίπτωσή μου, που δεν είναι αισθητική περίπτωση— δεν έχει σημασία, είναι πάντα ύφος. Αντίθετα, ο εξουδετερωμένος άνθρωπος είναι χωρίς ύφος. Το μη ύφος είναι απάνθρωπο. Έτσι μπορούμε να φανταστούμε ακόμη μια σκιά ανθρώπου (και στη δυστυχισμένη μας εποχή η γνώση φαίνεται να παράγει πολλές τέτοιες σκιές), που να ξέρει θαυμάσια μια γλώσσα και να μην έχει διόλου ύφος. Στην άκρη της διάκρισης αυτής βρίσκουμε τη διάκριση του χειροποίητου και του μηχανοποίητου –
ταπεινή τέχνη χωρίς ύφος
έλεγε με ακρίβεια, για τους μοιραίους γύψους του, ο Καρυωτάκης. Το χέρι γνωρίζει μαζί και αισθάνεται. Η μηχανή δεν αισθάνεται τίποτε· ούτε τον κόπο της· είναι απ-άνθρωπη· δεν έχει ύφος.
Ο Σολωμός, ο Κάλβος και ο Καβάφης είχανε ύφος περισσότερο από κάθε άλλον. Αν το ύφος αποτελείται από τις δυνάμεις του ανθρώπου για την έκφραση και από τα εμπόδια που συναντούν αυτές οι δυνάμεις, αν είναι μια σύνθεση αυτής της δράσης και εκείνων των αντιδράσεων, οι τρεις ποιητές μας είχαν, ο καθένας τους, όλα τα στοιχεία ενός ύφους ξεχωριστού ώς την ιδιοτυπία, ενός ύφους που χαράζει όρια και στέκει σαν απομονωμένο. Αυτό το βλέπουμε όταν κοιτάξουμε τις επιδράσεις που άφησαν και τις σκέψεις που γέννησαν τα έργα τους. [….]
Στην πραγματικότητα, όταν υπάρχει ύφος, είναι σχεδόν αδύνατο να το ξεχωρίσουμε και από τη γλωσσική ιδιοσυγκρασία του συγγραφέα και από την καλλιέργεια που ο συγγραφέας άσκησε πάνω στην ιδιοσυγκρασία του. Μολαταύτα, είναι δυνατό ν’ αντικρίσουμε τη γλώσσα χωριστά, ώς το σημείο που δεν μπορεί να είναι ατομική μας υπόθεση και αποτελεί μια κοινή φύση που γεννιέται όταν γεννηθούμε. Αυτό το δοσμένο κοινό συναισθηματικό στοιχείο, που είναι η απαραίτητη βάση της ανθρώπινης επικοινωνίας, το διαμορφώνουμε με τη δύναμη και τις αδυναμίες μας. […]
Γιώργος Σεφέρης, Ελληνική γλώσσα. Δοκιμές. Πρώτος τόμος (1936-1947), Αθήνα, Ίκαρος 51984, σ. 64-65 & 66.