Η σημασία του αποαυτοματισμού στην ποίηση και της κατά Jakobson γραμματικής της ποίησης (1981) αποτυπώνεται καθαρά σε ένα κείμενο του Οδυσσέα Ελύτη, ο οποίος αντιπαραβάλλει ρητά την καθημερινή με την ποιητική χρήση της γλώσσας. Ο Ελύτης αναφέρεται έτσι υπαινικτικά στον ορισμό της εικόνας κατά Reverdy: «Η εικόνα είναι μια καθαρή δημιουργία του πνεύματος. Δεν μπορεί να γεννηθεί από μια σύγκριση, αλλά από τη συσχέτιση δύο πραγματικοτήτων λιγότερο ή περισσότερο απομακρυσμένων. Όσο πιο απομακρυσμένες και ακριβείς είναι οι σχέσεις ανάμεσα στις δύο πραγματικότητες που συσχετίζονται, τόσο πιο δυνατή θα είναι η εικόνα — τόσο μεγαλύτερη θα είναι η συγκινησιακή της δύναμη και η ποιητική της πραγματικότητα» (Reverdy 1918, 1· ).
Αντίστοιχα, ένας από τους πρωτεργάτες της Σχολής της Πράγας, ο Jan Mukařovský δήλωνε για τον αποαυτοματισμό, απαντώντας με κάποιον τρόπο στον Ελύτη: «Είναι προφανές ότι η δυνατότητα παραβιάσεως του κανόνα της κοινής γλώσσας… είναι απαραίτητη στην ποίηση. Χωρίς αυτήν δεν θα υπήρχε ποίηση. Το να επικρίνει κανείς τις αποκλίσεις από τον κανόνα (νόρμα) της γλώσσας ως λάθη… σημαίνει ότι απορρίπτει την ποίηση» (Mukařovský 1964).
Με επέκριναν επειδή χρησιμοποιώ ορισμένες σπάνιες λέξεις. Θέλω όμως το κείμενο να είναι εντελώς παρθενικό και απομακρυσμένο από τη χρήση των λέξεων. Θα πήγαινα κάμποσο μακριά για να πω ότι το θέλω αντίθετο προς την καθημερινή χρήση. Ο τόνος της ποίησής μου είναι πάντα κάπως ανυψωμένος. Βάζω τις λέξεις κατά τέτοιο τρόπο ώστε να φανερώνουν την σπανιότητά τους. Όπως γνωρίζετε, η ποίηση που γράφτηκε μετά τη γενιά μου είναι ολωσδιόλου διαφορετική, αφού χρησιμοποιεί τη γλώσσα του δρόμου και πλησιάζει την πρόζα. Δεν λέω ότι αυτό είναι καλύτερο ή χειρότερο. Το μόνο που έχω έντιμα να πω είναι ότι δεν το καταλαβαίνω. Απέχει πολύ από την ιδέα που έχω για την ποίηση. Γιατί όχι; Διότι ο ποιητής θα έπρεπε να πασχίζει για κάτι που είναι καθαρό. (Έχω γράψει ένα μεγαλύτερο ποίημα, αδημοσίευτο ακόμη, τη «Μαρία Νεφέλη», όπου κάνω μια παραχώρηση σ’ αυτό τον κανόνα. Είναι ένα παράξενο είδος ποιήματος. Σ’ αυτό μιλά ένα κορίτσι. Τα λόγια της βρίσκονται στην αριστερή πλευρά της σελίδας και η αντίδραση του ποιητή στη δεξιά. Ωστόσο δεν πρόκειται για ένα διάλογο, αλλά για δυο αντικρυστούς μονολόγους. Θα είναι το πρώτο μου ποίημα που διαδραματίζεται μέσα στην πόλη.) Η επιτυχία της γλώσσας ενός ποιήματος εξαρτάται από τον τρόπο που συνδυάζει ορισμένες λέξεις. Αυτό δεν μας ενδιαφέρει στην καθημερινή ομιλία. Λέμε «Δώσε μου ένα τσιγάρο» ή «Πώς είσαι». Δεν λέγεται τίποτα καινούργιο μ’ αυτό τον τρόπο. Δεν υπάρχει ίχνος έκπληξης. Όμως στην ποιητική έκφραση θα έπρεπε να υπάρχει η έκπληξη. Η αντίδρασή σας θα έπρεπε να είναι: «Κοιτάχτε κανείς άλλος πριν δεν σκέφθηκε να βάλει κοντά τούτες εδώ τις λέξεις!» Νιώθουμε άξαφνα σα να μας διαπέρασε ηλεκτρικό ρεύμα. Στον καθημερινό λόγο το ρεύμα αυτό απουσιάζει.
Οδυσσέας Ελύτης, Αναλογίες φωτός (μια συνέντευξη του ποιητή στον Ivan Ivask). Εκλογή 1935 – 77, Άκμων, Αθήνα 1979, σ. 187-203: 192-193 [α΄ δημ.: Ο Οδυσσέας Ελύτης μιλά για την ποίησή του. (Μια συνέντευξη στο περιοδικό Books Abroad, Αθήνα, Μάρτιος 1975), απόδοση Στ. Μπεκατώρος, περ. Το δέντρο, τχ. 4 (Σεπτ.-Οκτ. 1978) 141-153: 145.]