Αν ο συγγραφέας είναι το φυσικό πρόσωπο και ο αφηγητής αυτός που διηγείται μια ιστορία, πώς ορίζεται αυτός που πραγματώνεται μέσα από τη γραφή; Αυτό το ερώτημα θέτει ο Umberto Eco, καταλήγοντας ότι ο συγγραφέας, όχι ως φυσικό πρόσωπο, αλλά ως φωνή πραγματωμένη μέσα από τις λέξεις, καταλήγει να ταυτίζεται με το ύφος του.
Στο Sylvie πρέπει να ασχοληθούμε με τρεις παρουσίες. Η πρώτη είναι ένας ευγενής, γεννημένος το 1808, που πέθανε (αυτοκτόνησε) στα 1855, και ο οποίος, επ’ ευκαιρία, ούτε καν ονομαζόταν Gérard de Nerval. Το πραγματικό του όνομα ήταν Gérard Labrunie. [….]
Η δεύτερη παρουσία είναι ένας άντρας που λέει «εγώ» στη νουβέλα. Αυτός δεν είναι ο Gérard Labrunie. Το μόνο που ξέρουμε γι’ αυτόν είναι ότι μας διηγείται την ιστορία… […] θα τον αποκαλούμε αφηγητή. [….]
Τέλος, υπάρχει μια τρίτη παρουσία, που συνήθως είναι δύσκολο να αναγνωριστεί και την οποία ονομάζω συγγραφέα-πρότυπο, χάριν συμμετρίας προς τον αναγνώστη-πρότυπο. […] ο συγγραφέας-πρότυπο του Sylvie είναι η ανώνυμη «φωνή», που αρχίζει την ιστορία λέγοντας «Έβγαινα από ένα θέατρο» και τελειώνει με τη Sylvie να λέει: «Φτωχή Adrienne! Πέθανε στο μοναστήρι του Αγίου Σ…, γύρω στα 1832». Δεν ξέρουμε τίποτα άλλο ή, μάλλον, γνωρίζουμε αυτά που η φωνή λέει μεταξύ του πρώτου και του τελευταίου κεφαλαίου της ιστορίας. Το τελευταίο κεφάλαιο έχει τίτλο «Το Τελευταίο Φύλλο»· πέρα από αυτό, το μόνο που μας απέμεινε είναι το αφηγηματικό δάσος και εξαρτάται από μας να εισχωρήσουμε σ’ αυτό και να το διανύσουμε. Από τη στιγμή που δεχόμαστε αυτό τον κανόνα του παιχνιδιού, μπορούμε να έχουμε το ελεύθερο να δώσουμε ένα όνομα στη φωνή αυτή, ένα ψευδώνυμο. Με την άδειά σας, νομίζω ότι βρήκα ένα πολύ όμορφο: Νερβάλ. Ο Νερβάλ δεν είναι ούτε ο Labrunie ούτε ο αφηγητής. Ο Νερβάλ δεν είναι το «αρσενικό», όπως ακριβώς η Τζωρτζ Έλιοτ δεν είναι το «θηλυκό» (μόνο η Μαίρη Αν Έβανς ήταν). Ο Νερβάλ θα ήταν Es στα γερμανικά, ενώ στα αγγλικά θα ήταν It (αυτό). Δυστυχώς η ιταλική γραμματική θα με υποχρέωνε να του δώσω συγκεκριμένο γένος.
Μπορούμε όμως να πούμε ότι το «Αυτό» —το οποίο στην αρχή της ιστορίας δεν είναι πρόδηλο ή που ίσως είναι αισθητό ως μια σειρά από μόλις ορατά ίχνη— στο τέλος της ανάγνωσής μας θα συνταυτιστεί με αυτό που κάθε αισθητική θεωρία καλεί «ύφος». Ναι, φυσικά, στο τέλος ο συγγραφέας-πρότυπο μπορεί να θεωρηθεί επίσης ύφος και το ύφος αυτό θα είναι τόσο καθαρό και αλάθητο, ώστε να δούμε ότι αναμφίβολα ακριβώς η ίδια φωνή που αρχίζει τη νουβέλα Aurélia λέγοντας: «Le rêve est une seconde vie» («Το Όνειρο είναι μια δεύτερη ζωή»).
Umberto Eco, Εισχωρώντας στο δάσος. Έξι περιπλανήσεις στο δάσος της αφήγησης, μτφρ. Αναστασία Παπακωνσταντίνου, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1994, σ. 27-29.