Φακός στο στόμα

Χρυσόπουλος Χρήστος

Το βιβλίο του Χρυσόπουλου (2012), που συνδυάζει αφηγηματικό κείμενο και φωτογραφική εικόνα, πραγματεύεται το ζήτημα της αστεγίας στα χρόνια της οικονομικής κρίσης. Περιπλανώμενος στους δρόμους της Αθήνας, ο συγγραφέας παρατηρεί, φωτογραφίζει, καταγράφει μνημονικά. Γνωρίζει έναν άστεγο και μαθαίνει τις συνθήκες που τον οδήγησαν στον δρόμο. Το βιβλίο, με φωτογραφίες του ίδιου του συγγραφέα, συνιστά επίσης σχόλιο στη φωτογραφική αναπαράσταση αυτού που η Susan Sontag ονόμασε «πόνο των άλλων».

Ποια είναι η εικόνα της Αθήνας; Κοιτώ αυτήν την ψηφιακή απεικόνιση που τραβήχτηκε λίγες στιγμές πριν. Η μπρεσονική αποφασιστική στιγμή έχει γίνει πλέον ακαριαία. Δεν τη χωρίζει από εμάς ούτε καν ο σύντομος χρόνος που κάποτε απαιτούνταν για την εμφάνιση του φωτογραφικού φιλμ. Όλα έρχονται εμπρός μας με μία κίνηση και με απίστευτη λεπτομέρεια. Είναι Δεκέμβριος του 2011. Αν κάποιος ήθελε να εξετάσει το είδωλο, θα μπορούσε να το μεγεθύνει επ’ άπειρον, ωσότου εμφανιστούν τα πίξελ που έχουν αντικαταστήσει τους κόκκους του αργύρου. Η εικόνα, πάντως, δεν παραπέμπει στη στιγματογραφία, αλλά στη ζωντανή πόλη.

 

Λεζάντα

Η λεζάντα θα μπορούσε να είναι «δίχως τίτλο»: ένα αδειανό στρωσίδι καταμεσής του πεζοδρομίου. Παρ’ όλα αυτά, δεν στερείται μιας συγκεκριμένης υπόστασης: η απουσία του σώματος και η ιδεατή παρουσία του, το μπουκάλι με το νερό και το κύπελλο για τα κέρματα, οι πτυχώσεις των υφασμάτων. Όλα αυτά τα στοιχεία καταγράφονται επιμελώς από την κάμερα, είναι στη σωστή τους θέση. Μια άψογη διευθέτηση. Ο καθένας αναγνωρίζει με ευκολία την περίσταση της εικόνας. Ίσως και τον τόπο της λήψης της. Ή ακόμα και το απόν πρόσωπο. Μια τόσο συγκεκριμένη εικόνα δεν μπορεί να συγχέεται εύκολα με κάποια άλλη. Έτσι μοιάζει λοιπόν η πόλη;

 

Μαρτυρία

Ώρα: το παρόν. Η φωτογραφία, ηλικίας μόλις λίγων λεπτών, απεικονίζει κάτι που αντικειμενικά υπάρχει. Δεδομένου ότι οι φωτογραφίες είναι εκφάνσεις της αυθεντικότητας, πρέπει και αυτή εδώ να είναι η αυθεντική αναπαράσταση ενός συγκεκριμένου αθηναϊκού σημείου. Αν, εντούτοις, δεν υπήρχε η προσωπική μαρτυρία, η εικόνα και μόνο δεν θα αρκούσε για την ανακατασκευή της στιγμής. Κάποιος πρέπει να πιστέψει τα λόγια του φωτογράφου, ή έστω ενός άλλου παρόντος προσώπου, ώστε να σωθούν αυτά τα λίγα περιστασιακά στοιχεία εκείνης της στιγμής. Παρόλο που ο χρόνος δεν είναι μέρος της φωτογραφίας, η εικόνα προικίζει τα στοιχεία αυτά με διάρκεια. Κι όμως, οι εν λόγω μαρτυρίες δεν είναι πάντοτε αξιόπιστες. Μπορεί κάλλιστα να αποδειχθεί ότι η φωτογραφία δεν απεικονίζει αυτό που υποθέτουμε ή υποστηρίζει ο φωτογράφος. Θα μπορούσε να είναι απλώς ζήτημα ομοιότητας. Ο χωροχρόνος της εικόνας έχει προ πολλού διασπαστεί και εμείς καλούμαστε να δώσουμε πίστη σε κάτι που δεν είναι αυταπόδεικτο.

 

Στρωσίδι

Εντάξει, λοιπόν, ας συμφωνήσουμε. Έτσι είναι η Αθήνα αυτήν τη μέρα του Δεκεμβρίου. Αυτό το στρωσίδι ανήκει στην εποχή μας. Θα μπορούσε να τοποθετηθεί μαζί με άλλα του είδους του σε ένα μουσείο. Μέσα σε ένα γυάλινο κουτί με την ένδειξη «Αθήνα, 2011». Όπως τα ανδρείκελα που βρίσκουμε στις προθήκες των μουσείων ντυμένα με ιστορικά κοστούμια. Μόνο που στο συγκεκριμένο έκθεμα το ανδρείκελο λείπει. Μένει μόνο το αδειανό ύφασμα. Μετατρέπεται τότε από ανθρώπινο ένδυμα σε μια νεκρή διακόσμηση. Το σώμα που περιείχε έχει, κατά κάποιο τρόπο, απορριφθεί.

 

Συνέχεια

Κρατώ αυτήν τη φωτογραφία για να θυμάμαι ό,τι συνέβη στη συνέχεια. Κι όμως, η εικόνα δεν καλύπτει ούτε το σύνολο του χώρου εκείνου του γεγονότος ούτε όλη τη χρονική διάρκεια της εκδήλωσής του. Σε σύγκριση με τη μνήμη, η φωτογραφία είναι γεμάτη κενά. Το γεγονός ότι η επόμενη στιγμή με ενέπλεξε σε μια άσχημη ιστορία που πραγματικά δεν θα ήθελα να μιλήσω γι’ αυτή δεν σημαίνει και πολλά για την προοπτική του φωτογραφημένου καρέ. Η μνήμη δίνει ιδιαίτερη προσοχή στις ημερομηνίες, ακόμα κι όταν λαθεύει. Η εικόνα αντιθέτως τις προσπερνάει με ευκολία ή μικραίνει πανεύκολα τις χρονικές αποστάσεις.

 

Αλλαγή

Είναι ίδια η Αθήνα ετούτη τη στιγμή που μιλώ γι’ αυτήν; Αν η φωτογραφία είναι συνάρτηση της ροής του χρόνου, τότε το νόημά της θα αλλάξει οπωσδήποτε σε κάποια φάση του μέλλοντος. Άλλωστε, τα συστατικά στοιχεία της εικόνας που συνθέτει ο φωτογράφος επιλέγονται αυθαίρετα. Η γωνία επιλέγεται ακολουθώντας τη διάθεση της στιγμής, την κίνηση του χεριού ή εξυπηρετώντας την απώθηση, τη διαστρέβλωση ή την έμφαση ορισμένων όψεων του αντικειμένου. Πειστήριο: η σκιά του φωτογράφου στη βάση της φωτογραφίας.

 

Διαδοχή

Τράβηξα κι άλλες φωτογραφίες μετά τη συγκεκριμένη. Τις θυμάμαι μπερδεύοντας συχνά τη σειρά. Αφηγούμαι λοιπόν ένα διαφορετικό φιλμ της Αθήνας. Όχι μόνο από αυτό που βλέπουν οι άλλοι, αλλά και από αυτό που φωτογράφισα εγώ ο ίδιος. Τα καρέ που το συνθέτουν διευθετούνται με τρόπο που αντιβαίνει στη φωτογραφική απεικόνιση της περιπλάνησής μου. Μοιάζει με ένα συνονθύλευμα που αποτελείται εν μέρει από απορρίμματα. Από όλα αυτά που δεν φωτογράφισα.

 

Απορρόφηση

Όταν η εικόνα απορροφήθηκε από τον φακό μου, η Αθήνα κατέστη παρούσα στη χωρική συνέχεια ενός κάδρου. Όμως δεν ήταν η πόλη που απαθανατίστηκε. Δεν ήταν το πρόσωπό της που εμφανίστηκε στην οθόνη της κάμερας, αλλά μια αφαίρεση σε ανάλυση 1.280x768. Η εικόνα δεν αναγγέλλει ποτέ την πραγματικότητα παρά μόνο την ομοιότητά της. Ένα simulacrum. Γι’ αυτό χρησιμοποιούμε για τις εικόνες το ρήμα «μοιάζει». Ωστόσο, όντας ακριβώς ομοιότητα, η εικόνα δανείζει στην πραγματικότητα μια μικρή ποσότητα αυθεντικότητας.

 

Γραφή

Με ποιο τρόπο, λοιπόν, συνδέονται σι εντυπώσεις μου με το πραγματικό; Εφόσον προκύπτουν από την ανεξέλεγκτη διάθεση με την οποία περπατώ στην πόλη, δεν στιγματίζονται από μια δαιμονική αμφισημία; Αν θέλω να είμαι ειλικρινής, πρέπει να απελευθερώσω τη συνείδησή μου μέσα στη δαιμονική φύση αυτής της αμφισημίας και να μιλήσω για ό,τι εκλαμβάνω ως αληθινό και καθολικό. Κι έτσι ό,τι γράφω δεν διατηρεί εντός του ένα πλήθος αδιαφανείς αναμνήσεις, αλλά αντ’ αυτών επαναλαμβάνει εκείνα τα στοιχεία της περιπλάνησης που αναγνωρίζω ως πραγματικά. Αυτό που την πρώτη φορά σε ξάφνιασε, την επόμενη το αναζητείς. Ας είναι αυτή μια δήλωση για την αληθοφάνεια του κειμένου μου.

Χρήστος Χρυσόπουλος, Φακός στο στόμα, Πόλις, Αθήνα 2012, σ. 98-103.