Ένα από τα θέματα των δύο επιστολών, που αντάλλαξαν ο Γιώργος Σεφέρης με τον Γιώργο Θεοτοκά τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο του 1931, είναι η γεωγραφική απόσταση που χωρίζει τους δύο αλληλογράφους, στην οποία μάλιστα αποδίδονται τόσο οι παρεξηγήσεις όσο και η ανάγκη των δύο φίλων για συναισθηματικές εξομολογήσεις.
Ο Σεφέρης στον Θεοτοκά
Λονδίνο, 5 Νοεμβρίου 1931
Χτες το βράδυ, κουρασμένος από διάφορες μάταιες προσπάθειες, κοιμήθηκα νωρίς. Σήμερα το πρωί ξύπνησα με κέφι, κι ίσως γι’ αυτό να σε συλλογιζόμουνα, χαμογελώντας πίσω από τους Times, καθώς μ’ έπαιρνε μαζί με τόσες άλλες χαμένες ή ευτυχισμένες ψυχές η ηλεχτρική βολίδα μέσα στο υπόγειο σουραύλι του underground. Ίσως και να σε είδα στον ύπνο μου, μέσα σ’ ένα τερπνότατο περιβόλι τρώγοντας αράπικα φιστίκια μαζί με την Κλέλια, ενώ, από την άλλη μεριά, ο Τριανέμης, καθισμένος σ’ ένα τραπεζάκι, κατέβαζε ρετσίνες με το δεξί του χέρι και με το ζερβί κατέβαζε φάπες σε κάποιο λιγδοκέφαλο διανοούμενο Γανυμήδη, που έδειχνε, για να εκφράσει την ψυχική και σωματική του οδύνη, κάτι κόκκινα δάχτυλα με πένθιμα νύχια. Όλα αυτά ρυθμικότατα συγχρονισμένα. Κάθε φιστικί και ρουφιά, κάθε ρουφιά και φάπα, όπως θα έλεγα αν σου έγραφα σε στίχους πολιτικούς. Αυτά, για να σου πω πως το γράμμα σου δεν μπορούσε να φτάσει σε καλύτερη ώρα. Αλλά και χωρίς αυτό, θα με γέμιζε χαρά και ευφροσύνη. Χάρηκα για την υγεία και τα πλεονάσματά σου, χάρηκα για τους καβγάδες, χάρηκα για την πνευματική σου εξέλιξη, κι ακόμα χάρηκα που με βρίζεις, αφού κάνοντας έτσι ακολουθείς τη χιώτικη παράδοση. Ξέρεις, είμαι από τους φίλους σου εκείνους που προτιμούν το νησιώτη πάνω από όλους τους άλλους πόντους που κάνουν τις δουλίτσες τους μέσα σου. Γι’ αυτό θα σου συχωρώ τα πάντα, και τις παρεξηγήσεις σου ακόμη. Γιατί επιμένεις να με παρεξηγείς:
α) Πήγες και μάλωσες με την Κλέλια. Ποιος ξέρει τι ανόσιες προτάσεις θα της έκανες, ή ποιος ξέρει ποια νεροφίδα λάμια του Ατελιέ σ’ έπιασε στα βρόχια της και σ’ έβαλε να τα χαλάσεις με το καημένο το κορίτσι. Πολύ ωραία. Γιατί με φορτώνεσαι εμένα; Γιατί με στέλνεις στο διάβολο μαζί της με το ίδιο επιφώνημα; Σου έκανα ποτές μου αντίπραξη; Σ’ εμπόδισα ποτές να διοργανώσεις χορούς «κεφαλιών» ή «πισινών» μαζί της; να τη στολίζεις με τα πιο παράδοξα επίθετα και με τις πιο εξωφρενικές περιφράσεις; να βραχνολαλείς πλάι της το παράπονό σου με τα εγγλέζικα παραληρήματα; Τι μου καταμαρτυράς; Λες πως είσαι λογικός και ισορροπημένος, ισορρόπησε λοιπόν λίγο, λογικέψου και ρώτησε τη συνείδησή του να μιλήσει.
β) Μου φορτώνεις την πολιτικής της tour d’ivoire, του détachement, της bouteille à la mer. ΣΑΧΛΑΜΑΡΕΣ! ακούς, ΣΑΧΛΑΜΑΡΕΣ, κι εμένα δε μ’ αρέσουν οι ΣΑΧΛΑΜΑΡΕΣ! Δε θέλησες ποτές να με νιώσεις σ’ αυτό το σημείο. Ούτε τότες που κουβεντιάζαμε στου Γιαννάκη για το περιοδικό Ευρώπη, που το ’βλεπες κιόλας να γυαλίζει με πύρινα γράμματα στον ουρανό της ελληνικής ιστορίας, ούτε εκείνο το ανοιξιάτικό πρωινό, που εσύ, ο Γιώργος Αποστόλης κι εγώ, συζητούσαμε για το περιοδικό Οδυσσέας. Σου είπα τότε τη γνώμη μου αρκετά καθαρά για τους συνεργάτες, Με τιτλοφόρησες αρνητικό στοιχείο, υπερόπτη και δεν ξέρω τι άλλο, και κόπηκε ο ψαλμός. Τώρα, ύστερα από τόσον καιρό, έρχεσαι να μου πεις, δε συμφώνησες με τους νεανίσκους. Θα ’ταν πολύ καλύτερα να το στοχαζόσουνα αυτό από τα πριν. Και είναι καλύτερα που τα χαλάσατε τώρα, παρά να τα χαλνούσατε μετά την κυκλοφορία του πρώτου φύλλου. Σε ζαλίζω, αλλά θέλω πριν αφήσω αυτή την κουβέντα να σου πω ξάστερα πώς σκέπτομαι πάνω σ’ αυτό το ζήτημα:
1) Πως χρειάζεται δουλειά στην Πάρμα, πως όλοι μας έχουμε χρέος ν’ αγωνιστούμε και να δουλέψουμε, το δέχομαι και το πιστεύω.
2) Αλλά πιστεύω ακόμη, πως αν βγάλεις ελάχιστους ανθρώπους, όλοι οι άλλοι είναι κουταμάρα, μαλακία και μούχλα, άμα δεν είναι ατιμία και παλιανθρωπιά.
3) Είναι ακόμη φανερό, πως άμα κολλήσεις με τη μούχλα θα μουχλιάσεις, πως άμα επιμένεις να κοιμάσαι σ’ έναν κοιτώνα όπου 35 άνθρωποι μαλακίζονται τριγύρω σου, θα καταντήσεις κι εσύ να μαλακιστείς.
4) Δεν εννοώ, στη λογοτεχνία, να ’χω σχέση παρά με ανθρώπους που λογαριάζω, που τους πιστεύω, και που νομίζω πως μπορώ ν’ αγωνιστώ μαζί τους πιστά και τίμια. Όλους τους άλλους τους έχω ξεγράψει μια για πάντα. Τους έχω σιχαθεί από καιρό, ούτε και έχω καιρό για χάσιμο.
5) Αν τύχει κι έρθει μια μέρα και βρεθούνε τρεις τέτοιοι άνθρωποι που θ’ αρχίσουνε τον αγώνα, θα τους υπηρετήσω όσο καλύτερα μπορώ.
Όσο για μένα, για την προσωπική μου δουλειά, προσπαθώ να χρησιμοποιήσω όσο γίνεται τα μετρημένα μέσα που διαθέτω. Έτσι βλέπω τον εαυτό μου· αν έκανα οτιδήποτε άλλο σήμερα, θα ’ταν ψευτιά και κορδακισμός.
Την πρόσκληση για τον Ψυχάρη την έλαβα. Φοβούμαι πως δε θα μπορέσω ν’ ανταποκριθώ στην επιθυμία της Επιτροπής. Εκείνο που θα μπορούσα να κάνω για το λεύκωμα, θα ’ταν να δώσω μια μικρή μελέτη για τα γλωσσικά αισθητήρια του Ψ. Αλλά θα ’πρεπε να ξανακοιτάξω στα βιβλία του ορισμένα σημεία που δεν τα ’χω πρόχειρα, και βιβλία του Ψ. δεν έχω μαζί μου. Αλλιώς πρέπει να καθίσω να γράψω ένα είδος message, μια λογοτεχνική κατάφαση και επιδοκιμασία που δεν μου πηγαίνει και που δεν έχω τίτλο να κάνω.
Για τη συνεργασία στον Κύκλο, τα ξαναλέμε.
Σώθηκε το μελάνι μου γράφοντάς σου, που να σε πάρει ο διάβολος. Άμα τελειώσω το γράμμα μου, θα βάλω το καπέλο μου και θα πάω να σε θυμηθώ στις γωνιές που μου γράφεις. Η μέρα είναι καθαρή και θα μου θυμίζει περισσότερο την Αττική, όταν πηγαίνει το φως προς το σούρουπο. Μα δεν πειράζει, θα σε συλλογίζομαι καλύτερα έτσι στο σήμερα και στο χτες. Περιμένω να μου πεις πολλά για τα πνευματικά σου. Θα σου γράψω κι εγώ για τις ελπίδες και τις απελπισίες μου. Σήμερα το παρατράβηξα το τροπάρι. Χαιρέτα μου τον Τριανέμη.
Γειά χαρά
Μόσκας
Περιμένω Κύκλο.
Ο Θεοτοκάς στον Σεφέρη
Κηφισσιάς 4, 31 Δεκεμβρίου 1931
Βρε Μόσκα, χοντροπατάτα με λυρική ιδιοσυγκρασία, βαθυστόχαστε χαμάλη, άιντε να χαθείς, πολύ σε αποθύμησα.
Το ξέρεις, βρε, πως είσαι από τους πιο συμπαθητικούς ανθρώπους που αντάμωσα στην ταραγμένη ζωή μου, τώρα μάλιστα που σε εξαϋλώνει η απόσταση και σε εξιδανικεύει και σε κατατάσσει στην κατηγορία των ωραίων αναμνήσεων, περεχυμένο από όλην τη γλύκα της νοσταλγίας; Que la République était belle sous l’Empire! Que Séfériadis est beau à Londres! Να χαθείς! Να χαθείς! Σιχαίνουμαι τις συναισθηματικές εξομολογήσεις, ιδίως δε όταν απευθύνουνται σε υποπροξένους κοιλαράδες. Το λοιπόν, αποφάσισα να σου μιλήσω σοβαρά.
Αν άργησα να σου γράψω, ο λόγος είναι ότι προετοιμάζεται τρομερή και φοβερή μάχη ιδεών ανάμεσα στο Σύνταγμα και την Ομόνοια για τους πρώτους μήνες του ’32 και πρόκειται να λάβω μέρος με τα όλα μου. Γράφω αυτήν τη στιγμή ένα βιβλιαράκι (50-60 σελίδες) στο είδος του Ελεύθερου Πνεύματος, αλλά πιο ώριμα πράγματα και πιο σφιχτοδεμένα και χτυπητά, και θα ξεκαθαρίσω εκεί μέσα οριστικά τη θέση μου και τις πεποιθήσεις μου μπροστά στο πρόβλημα της Επανάστασης, και γενικά μπροστά στο κοινωνικό πρόβλημα, και θα προσπαθήσω να κάνω το σχεδιάγραμμα μιας πολιτικοκοινωνικής θεωρίας με πνευματικές aspirations, μιας θεωρίας που θα υποστήριζα τυχόν, αν ποτέ (άδηλον το αν και το πότε) μου ερχότανε το κέφι να κάνω και λίγη πολιτική.
Τους τελευταίους καιρούς τα κομουνιστικά δόγματα δε συναντούνε πια καμιά σοβαρή ιδεολογική αντίσταση στον τόπο μας, εξαιτίας της οικτρής ηττοπάθειας που κατέχει την Ψωροκώσταινα. Σκέφτηκα μαζί με το Σπύρο Μελά και τον Οικονομίδη να αποπειραθούμε μιαν ανόρθωση του ιδεαλισμού και της ελεύθερης σκέψης, κι ίσως καταλήξουμε και στην έκδοση ενός μικρού και μαχητικού περιοδικού (δε σου γυρεύω πια να συμμετάσχεις, γιατί βαρέθηκα). Φυσικά, θα μας πούνε αντιδραστικούς αλλά δε σκοτίζουμαι για τις λέξεις. Αντιδραστικός δεν είμαι, τουναντίο πιστεύω αληθινά πως ο καπιταλισμός πρέπει να αντικατασταθεί, και θα τα πω. Κατά βάθος πρόκειται για τα δύο principes fondamentaux της ανθρώπινης σκέψης, το principe του υλισμού και το principe του ιδεαλισμού, και εδώ πάνω θα γίνει ο καβγάς. Πρόκειται επίσης να επιδιώξουμε την αντικατάσταση του καπιταλισμού με τέτοιον τρόπο, ώστε να μην κοπεί η συνέχεια του πολιτισμού, να μην πνιγεί η culture και να μην πέσουμε σε μιαν ασφυχτική μηχανική βαρβαρότητα, που θα είναι ένας νέος Μεσαίωνας. Στο μεταξύ, η φυλλάδα μου γράφεται με πολύ μπρίο και θα σκάσει προσεχώς σα χειροβομβίδα, για να σας δείξω τι παιδί είμαι εγώ.
Όλη αυτή η πολεμική ατμόσφαιρα μ’ έκανε να παραμελήσω το μυθιστόρημά μου, που είχε μπει σε καλό δρόμο. Λέγεται Αργώ και το φούχτισα γερά το καλοκαίρι στις Κυκλάδες και το χτύπησα σα χταπόδι, ώσπου το έκανα χτήμα μου. Έγραψα το μισό σε πρώτο χύσιμο. Κατόπι άρχισα να το γράφω οριστικά κι έφτασα στη σελίδα 76. Ελπίζω ως το καλοκαίρι να τελειώσω το οριστικό γράψιμο του μισού και να πάω πάλι στο γιαλό να σχεδιάσω το άλλο μισό. Κατέχω καλά την όλη σύνθεση, παρά την ποικιλία των καταστάσεων και το πλήθος των προσώπων (μονάχα οι γυναίκες με δυσκολεύουνε κάπως, οι καρακάξες, οι παλιοκατσίκες, μα πού θα μου πάνε;).
Είμαι περίεργος να μάθω εσύ τι κάνεις. Ο μπέης μού έδειξε ένα ποίημά σου που μου άρεσε πολύ και λυπούμαι που δεν ήτανε στη Στροφή. Το βιβλίο του νέου Καραντώνη πολύ καλό. Μ’ αυτήν την ευκαιρία, ξαναδιάβασα τον «Ερωτικό Λόγο» και μου έκανε εντύπωση πώς ένας άνθρωπος τόσο τζαναμπέτης και ανοικονόμητος σαν κι εσένα έγραψε ένα τόσο όμορφο ποίημα. Έλεγα μάλιστα σε μια κοπέλα, πως, αν πεθάνει σήμερα ο Σεφέρης, το όνομά του θα μείνει στην ιστορία των ελληνικών γραμμάτων, επειδή ο κερατάς έγραψε το «Λόγο», κι η κοπέλα μ’ έβρισε, επειδή δε θέλει να πεθάνεις —ούτε εγώ το θέλω άλλωστε, παρά τα λέω αυτά έτσι, κουβέντα να γίνεται, και ξέρεις ότι σ’ αγαπώ πολύ.
Όσο για κείνην που ονομάζεις Clélia, πολύ καλό κορίτσι, την αγαπώ αδελφικά, μα είμαστε πολύ διαφορετικής σχολής άνθρωποι και δεν μπορεί να γίνει τίποτα, εξόν ίσως από λίγη φιλολογία εντεύθεν και εκείθεν, ενώ μαζί σου εξακολουθώ να πιστεύω πως μπορούνε να γίνουμε πράματα και θάματα και μυστήρια, κι εγώ αν θες θα είμαι ο επιστήθιος φίλος της φαμελιάς δίχως την παραμικρή υστεροβουλία —Θεός φυλάξοι! Σου τα λέω, γιατί ξέρω πως έχεις μιαν αδυναμία γι’ αυτήν την παρθένα, και πρόλαβε μη σου την πάρει κανένας τσιριπιτόνης από το Tennis Club.
Για την ιδιωτική μου ζωή, μη μου ρωτάς τίποτα, γιατί είναι πάλι confusio πλήρης προσώπων και πραγμάτων και δεν κατορθώνω να καταλάβω τέλος πάντων, που να πάρει ο διάβολος, ποιαν αγαπώ και ποια μ’ αγαπά και ποιαν δεν αγαπώ και ποια δε μ’ αγαπά. Αυτά τα «τερατάκια τα αφτάδικα», που έλεγε ο μακαρίτης ο Δάσκαλος, δεν ξέρουν ποτέ μήτε τι θέλουν μήτε τι τους γίνεται κι είναι τα μυαλά τους έξω φρενών και άνω ποταμών, κι εγώ σαν τα φέρω στενά βροντώ τις πόρτες, τριπλομανταλώνουμαι και γράφω ένα βιβλίο. Είναι ο μόνος τρόπος για να ξεχάσω τα βάσανα, τις πίκρες και τους αναστεναγμούς, που λέει το τραγούδι —τις γρίνες, τα νεύρα και τα κοροφέξαλα, προσθέτω εγώ. Γράψε ένα βιβλίο, αγαπητέ Μόσκα, γράψε ένα βιβλίο, γράψε ένα βιβλίο…
Κι ένα γράμμα γράψε μου γρήγορα. Σου εύχομαι το ’32 καλορίζικο και λεβέντικο.
Γεια χαρά
Φαβρίκιος
Γιώργος Θεοτοκάς & Γιώργος Σεφέρης, Αλληλογραφία (1930-1966), φιλολ. επιμ. Γ.Π. Σαββίδης, Ερμής, Αθήνα 1981, σ. 59-65.