Η παράθεση αυτή δύο ποιητικών συνθέσεων του Γιάννη Ρίτσου που τις χωρίζει μια εικοσαετία δεν επιδιώκει να σταθεί στην ενότητα του ύφους του ποιητή, ή τουλάχιστον όχι μόνον. Οι δύο συνθέσεις είναι ειδολογικά διαφορετικές, παρότι το πένθος ενυπάρχει και στις δυο: η μία είναι ένα μοιρολόι, ένα ελεγείο, που συνομιλεί με τα λαϊκά μοιρολόγια· η άλλη είναι μια δραματική σύνθεση, ένας μονόλογος που αφηγείται το πάθος. Έχει ενδιαφέρον να εξετάσει κανείς τον τρόπο με τον οποίο το είδος επικαθορίζει το ύφος και τις επιλογές του ποιητή, μελετώντας τις στιχουργικές επιλογές, τον μεταφορικό λόγο και την εικονοποιία τους.
Επιτάφιος
(Θεσσαλονίκη. Μάης του 1936. Μια μάνα, καταμεσίς του δρόμου, μοιρολογάει το σκοτωμένο παιδί της. Γύρω της και πάνω της, βουΐζουν και σπάζουν τα κύματα των διαδηλωτών — των απεργών καπνεργατών. Εκείνη συνεχίζει το θρήνο της):
I
Γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου, πουλάκι της φτωχειάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου,
Πώς κλείσαν τα ματάκια σου και δε θωρείς που κλαίω και δε σαλεύεις, δε γροικάς τα που πικρά σου λέω;
Γιόκα μου, εσύ που γιάτρευες κάθε παράπονό μου, που μάντευες τί πέρναγε κάτου απ’ το τσίνορό μου,
Τώρα δε με παρηγοράς και δε μου βγάζεις άχνα και δε μαντεύεις τις πληγές που τρώνε μου τα σπλάχνα;
Πουλί μου, εσύ που μου ’φερνες νεράκι στην παλάμη πώς δε θωρείς που δέρνουμαι και τρέμω σαν καλάμι;
Στη στράτα εδώ καταμεσίς τ’ άσπρα μαλλιά μου λύνω και σου σκεπάζω της μορφής το μαραμένο κρίνο.
Φιλώ το παγωμένο σου χειλάκι που σωπαίνει κ’ είναι σα να μου θύμωσε και σφαλιγμένο μένει.
Δε μου μιλείς κ’ η δόλια εγώ τον κόρφο, δες, ανοίγω και στα βυζιά που βύζαξες τα νύχια, γιε μου, μπήγω.
[...]
III
Μαλλιά σγουρά που πάνω τους τα δάχτυλα περνούσα τις νύχτες που κοιμόσουνα και πλάι σου ξαγρυπνούσα,
Φρύδι μου, γαϊτανόφρυδο και κοντυλογραμμένο, —καμάρα που το βλέμμα μου κούρνιαζε αναπαμένο,
Μάτια γλαρά που μέσα τους αντίφεγγαν τα μάκρη πρωινού ουρανού, και πάσκιζα μην τα θαμπώσει δάκρυ,
Χείλι μου μοσκομύριστο που ως λάλαγες ανθίζαν λιθάρια και ξερόδεντρα κι αηδόνια φτερουγίζαν,
Στήθεια πλατιά σαν τα στρωτά φτερούγια της τρυγόνας που πάνωθέ τους κόπαζε κ’ η πίκρα μου κι ο αγώνας,
Μπούτια γερά σαν πέρδικες κλειστές στα παντελόνια που οι κόρες τα καμάρωναν το δείλι απ’ τα μπαλκόνια,
Και γω, μη μου βασκάνουνε, λεβέντη μου, τέτοιο άντρα, σου κρέμαγα το φυλαχτό με τη γαλάζια χάντρα,
Μυριόρριζο, μυριόφυλλο κ’ ευωδιαστό μου δάσο, πώς να πιστέψω η άμοιρη πως μπόραε να σε χάσω;
Αναδημοσιεύεται από το Φωτόδεντρο .
Χρυσόθεμις
(Ήσυχο απομεσήμερο στα τέλη του καλοκαιριού. Λιακάδα. Αραιά σύννεφα. Κάτι σαν πρώτη πνοή φθινοπώρου. Μια νεαρή δημοσιογράφος, σταλμένη από ’να μεγάλο συγκρότημα εφημερίδων, ανηφορίζει τον αρχαίο, μυθικό λόφο, περνάει τα αφρούρητα τώρα προπύλαια, ανεβαίνει τα πέτρινα σκαλιά και χτυπάει το ρόπτρο του μισοερειπωμένου αρχοντικού. Στην παλάμη της ένιωσε τη ζέστη του μετάλλου. Η ίδια η γηραιή Δέσποινα κατέβηκε να της ανοίξει. Την οδήγησε σ’ ένα μεγάλο σαλόνι που μύριζε σκόνη, μαραμένα τριαντάφυλλα, μουχλιασμένο βελούδο και μετάξι. Η νέα της μιλάει με πολύ σεβασμό. Της εξηγεί το σκοπό της επίσκεψής της, — κάποια συνέντευξη, λέει. Κάτι είπε ακόμα για την «καθάρια, σιωπηλή, μοναχική της ελευθερία». Η Δέσποινα, φανερά συγκινημένη, μ’ ένα παιδιάστικο ρόδισμα ρυτιδωμένο πρόσωπό της, στριφογυρίζει με τον αντίχειρα και τον μεσαίο του δεξιού χεριού, ένα παράξενο δαχτυλίδι που φοράει στον παράμεσο του αριστερού. Την ακούει μ’ ευγενική προσοχή, όπου μόλις διαφαίνεται κάποια αφαίρεση, κάποια αμηχανία και κάποια αόριστη προετοιμασία. Σιωπή. Τα σκονισμένα κρύσταλλα του πολυελαίου αστράφτουν πότε πότε. Έξω, στον κήπο, ακούστηκε ήμερη η φωνή του γερο-κηπουρού, — ίσως μιλούσε μ’ ένα πουλί, μ’ ένα σκυλί ή μ’ ένα λουλούδι. Αμέσως ύστερα ακούστηκαν τα τζιτζίκια σε άξαφνη παραφορά. Τότε, η γηραιή Δέσποινα, σαν ενθαρρυμένη και προστατευμένη απ’ αυτόν τον συγκεχυμένο θόρυβο, άρχισε να μιλάει σ’ έναν τόνο μετρημένο που, ωστόσο, δεν καλύπτει κάποια απόχρωση μακρινής, ανεξήγητης ευδαιμονίας. Ένα πουλί στάθηκε στο περβάζι του παράθυρου. Συγκατάνευσε. Έφυγε).
Πώς έγινε και με θυμήθηκαν; Εμένα κανένας ποτέ δε με θυμάται. Κανένας ποτέ δε με πρόσεξε. Παράπονο δεν έχω. Καλά μου ήταν όλα, κι ίσως καλύτερα έτσι. Ξέρετε, στο πέρασμα του χρόνου, τα πάντα, όσο πικρά ή και τρομερά, μας φαίνονται σαν απαραίτητα, σαν χρήσιμα κι όμορφα μάλιστα. Και τούτο το τραχύ βουνό από πάνω μου ήταν μια συντροφιά —μια προστασία σχεδόν,— ντυνόμουν τον ίσκιο του.
Λοιπόν, μέσ’ από την αφάνειά μου, χαιρόμουν να βλέπω και ν’ ακούω. Μπορούσα να ονειρεύομαι ελεύθερα. Ήταν όμορφα, αλήθεια — σα να ’ζησα έξω απ’ την ιστορία, σ’ έναν δικό μου ανέγγιχτο, απόλυτο χώρο, προφυλαγμένη, και παρούσα ωστόσο. Ώρες ολόκληρες παρατηρούσα το αποκλεισμένο νερό μες στο ποτήρι με τους σάπιους μίσχους από λουλούδια ξεχασμένα εκεί· — κάτι βελούδινο και γλοιώδες έμενε στο ποτήρι, απλωνόταν στην κάμαρα, σ’ όλο το σπίτι —
Κι εκείνη η κούραση κι η αναβολή —γεμάτη ευγένεια— να μην μπορείς να πάρεις τα λουλούδια να τα ρίξεις έξω απ’ το παράθυρο, στον κήπο, να πλύνεις το ποτήρι· —γιατί τάχα;— Το σάπιο στεφάνι θα ’μενε πάλι μυστικά μες στο ποτήρι, μες στο σπίτι, ολόγυρα στα μέτωπά μας — κάτι βαθύ και τρομερό, που δεν του ’λειπε ωστόσο κάποια χάρη.
Προς τί, λοιπόν, η επέμβασή μας; Πολύ νωρίς διδάχτηκα πως τίποτε κανένας δεν μπορεί να αποτρέψει. Τα βράδια το ζεστό χνότο απ’ τους τοίχους των σπιτιών ξεχύνεται στο δρόμο· η σκιά ενός πελώριου αλόγου ατμίζεται στο φεγγαρόφωτο. Αν τούτο δεν είναι απάντηση σε τίποτε, θαρρώ πως δεν υπάρχει απάντηση.
Μεγάλα φέρετρα περάσαν από τούτη την πύλη — μεγάλα σαν καράβια· [...]
Συνεχίζεται στον Νόστο .