Τα σύντομα αυτά κείμενα του Ε.Χ. Γονατά, ανάμεσα στην πρόζα και την ποίηση, ενοποιούνται από την εικονοποιία τους, η οποία φανερώνει και τη σύνδεσή τους σε ένα βαθύτερο επίπεδο, αφηγηματικό, θεματικό αλλά και μεταφυσικό. Συνδυάζοντας την ομοούσια μεταφορά και παρομοίωση, ο Γονατάς χτίζει ανάλαφρα με τις έντεχνα κατασκευασμένες εικόνες και τα διακείμενά του (το σπαθί, τη λίμνη, την κυρά, τον ερημίτη, που παραπέμπουν στον Λάνσελοτ) τη θεματική της αναζήτησης του ιερού με τους δικούς του όρους συναίρεσης του φυσικού με το υπερφυσικό: η εικονοποιία αυτή αποτελεί ιδιαίτερο στοιχείο του ύφους και της ιδιοπροσωπίας του.
Ικεσία
Μπροστά μου υψωνόταν αγέρωχο, το πανάρχαιο δέντρο με τη χαλκοπράσινη φυλλωσιά. Μια βραχνή φωνή αντήχησε μες στην ψυχή μου.
Έπεσα στα γόνατα. Καθώς προσευχόμουν, είδα τα χέρια μου τ’ απλωμένα ικετευτικά, να φεύγουν απ’ τους ώμους μου και σαν περιστέρια να περνούν ψηλά φτερουγίζοντας και να χάνονται μέσα στα φουντωμένα κλαδιά που σκιρτούσαν.
Ο ερημίτης
Η ξύλινη πόρτα έτριξε ανοίγοντας, και μια μακριά πάλλευκη γενειάδα στρώθηκε στα πόδια μας κι έφεξε τις μορφές μας, αστράφτοντας μες στο σκοτάδι. Περπατώντας επάνω της, μπήκαμε στην καλύβα. Δυο κορμοί δέντρων ήταν γερμένοι, για καθίσματα, καταγής. Αφού φιλήσαμε πρώτα το χέρι του γέροντα, αρχίσαμε να γδυνόμαστε. Εκείνος είχε τραβηχτεί σε μια γωνιά και, δίχως να μας προσέχει, κούρντιζε ήσυχα το πανάρχαιο βιολί του, απ’ όπου έσταζαν κάθε τόσο χοντρά δάκρυα κερί.
Το σπαθί
Σύρθηκα στα στενά μουχλιασμένα λαγούμια, βαθιά μες στη γη. Το σπαθί αυλακώνοντας τα σκοτάδια, προχωρούσε κατά πάνω μου απειλητικό. Έκλεισα τα μάτια κι είπα μια μικρή προσευχή, όλη-όλη δυο λόγια. Πού περίσσευε τόπος να κάνω το σταυρό μου, έτσι που ήμουν σφηνωμένος σαν την ψίχα μέσα στο ξύλο του κλώνου.
Περάσανε στιγμές τραγικής αγωνίας· το λαγούμι αντηχούσε ώς πέρα τους χτύπους της καρδιάς μου. Δειλά-δειλά ξανάνοιξα τα βλέφαρα.
Δεν μπορούσα να πιστέψω τα μάτια μου. Μια στραφτερή δέσμη φωτός, ολόιδια με το σπαθί που είδα, χυνόταν απ’ την τρύπα στο βάθος. Γύρω στο άνοιγμα θροΐζανε λουλούδια.
Άρχισα να γελώ και να κλαίω, βγάζοντας άναρθρες κραυγές όπως τ’ αγρίμια.
Τα μήλα
Περπατώ στο χωριό με τα παλιά μισογκρεμισμένα του σπίτια. Τα πιο πολλά, για παραθυρόφυλλα έχουνε κόκκινους μπερντέδες και καθώς ο άνεμος τούς σηκώνει κάθε τόσο, φανερώνονται από μέσα καπνισμένα δοκάρια. Σ’ ένα μπαλκόνι με ωραία σκαλισμένα κάγκελα, στέκεται μια γυναίκα με άσπρα μαλλιά και μακρύ φόρεμα· το χρώμα του θυμίζει βατόμουρα. Στο λαιμό της για μαντήλι φοράει ένα ολοκαίνουργιο πράσινο χαρτονόμισμα, πιασμένο με μια καρφίτσα που το ρουμπίνι της λάμπει σαν χοντρός κόμπος αίμα. Είναι σκυμμένη στη γλάστρα της και την ποτίζει τραγουδώντας. Έχει γλυκιά κι απαλή φωνή· κάθομαι δακρυσμένος και την ακούω. Για μια στιγμή οι ματιές μας συναντιούνται και μου γνέφει πως θέλει κάτι να μου δώσει. Απλώνω τα χέρια μου —όπως μου δείχνει— αγκαλιά. Κι αρχίζει να μου ρίχνει, βγάζοντας μέσ’ απ’ το φουστάνι της που τα είχε κρυμμένα, μήλα ζεστά, όπως αυτά που πουλάνε στα πανηγύρια, ψημένα σε μικρούς χωματένιους φούρνους, πασπαλισμένα με άχνη ζάχαρη και καρφωμένα ύστερα, σαν κεφαλάκια μωρών, πάνω σε μακριά ξύλα με πολλά παρακλάδια.
Φυλακισμένος
Φυλακισμένος μες στο γυαλί, δεν έβλεπα παρά τα παχουλά χέρια της μητέρας μου που ξαναβούλωνε σφιχτά το καπάκι. Ύστερα κόλλησε μια ετικέτα στο μπουκάλι, και μ’ απόθεσε ψηλά, σ’ ένα ράφι της κουζίνας ανάμεσα στα άλλα βάζα με τις μαρμελάδες της.
Η συκιά
Έσκυψα και τη φίλησα.
«Είμαι ο άνεμος», της ψιθύρισα απαλά στ’ αυτί. «Πάμε πίσω από κείνη τη συκιά. Θα φυσήξω, και θα πέφτουν τα φύλλα της γύρω μας, σιγά-σιγά· έτσι κανένα αδιάκριτο μάτι δε θα μπορεί να μας δει όταν θα σ’ αγκαλιάζω».
Εκείνη, βγάζοντας απ’ τα μαλλιά της ένα μικρό νόμισμα, μου το ’δειξε, κι ύστερα κοιτάζοντας πέρα, κατά τη μεριά που υψωνόταν μοναχική η συκιά, άρχισε να το παίζει στη φούχτα της.
«Η απάντηση είναι γραμμένη εδώ», είπε και πέταξε ψηλά το νόμισμα που λοξοδρομώντας έπεσε μέσα στη λίμνη, πλάι μας.
Χωρίς να διστάσω βούτηξα στο νερό. Έφτασα γλήγορα στο βυθό. Έψαχνα, έψαχνα, παραμερίζοντας τα ψηλά χορτάρια, όμως το νόμισμα δε φαινόταν πουθενά. Λυπημένος, αποφάσισα ν’ ανέβω, αφού πρώτα ξέχωσα μέσα απ’ το βούρκο ένα ασημένιο κουταλάκι να της το φέρω. Βαστώντας το σφιχτά στο χέρι, βγήκα στην επιφάνεια.
«Μ’ αυτό έτρωγα, μικρός», ετοιμαζόμουν να της πω, μα είχε γίνει άφαντη· και το νόμισμα που γύρευα τόσην ώρα γυάλιζε στις πέτρες της όχθης.
Κατάλαβα πως ήταν άσκοπο να τη φωνάξω· εξάλλου δεν ήξερα τ’ όνομά της.
Μάζεψα από χάμω το νόμισμα και τράβηξα για τη συκιά. Πλησιάζοντας, παρατήρησα με φρίκη πως δεν είχε φύλλα. Ήταν κατάξερη, κι απ’ τις κουφάλες της μπαινόβγαιναν στρατιές μυρμήγκια.
Ε.Χ. Γονατάς, Το βάραθρο, Στιγμή, Αθήνα 1984, σ. 16-17, 28, 38-39 & 61-63.