Στο πρώτο απόσπασμα από το έργο Είναι κάτι άνθρωποι (α΄ έκδοση: Κέδρος 1974) της Μάρως Δούκα, είναι έντονο το διαλεκτικό στοιχείο, ως στοιχείο αυθεντικότητας της ταυτότητας των προσώπων. Η κρητική διάλεκτος διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στο συγκεκριμένο έργο, η οποία διερευνά την αφηγηματική εμβέλεια της διαλέκτου, συνομιλώντας με τη Μέλπω Αξιώτη, αλλά και με την ποίηση του Διονυσίου Σολωμού. Η χρήση της διαλέκτου ορίζει τη διαλογικότητα του κειμένου της, που ζωντανεύει μια περασμένη εποχή, τη δεκαετία του 1960, σε ένα συγκεκριμένο αγροτικό περιβάλλον. Στο δεύτερο απόσπασμα, από το μεταγενέστερο μυθιστόρημα Η αρχαία σκουριά (Κέδρος 1979), παρότι η κοινωνική θεματική παραμένει, αποκτά πολιτικό πρόσημο και η γλώσσα προσαρμόζεται αναλόγως.
Το ερώτημα που τίθεται εδώ, όπως και στις Ασκήσεις ύφους του Queneau, είναι αν υπάρχει μια φωνή που διατηρεί το δικό της ύφος ασχέτως χρονότοπου, όπως τον ορίζει ο Bakhtin, ως «ουσιαστική αλληλεξάρτηση των χρονικών και χωρικών σχέσεων που εκφράζονται καλλιτεχνικά στη λογοτεχνία» (Bakhtin 1981, 84). Δηλαδή, αν η υφολογική ιδιοπροσωπία επιβάλλεται στην εκάστοτε τονικότητα και γλωσσική επιλογή του κειμένου.
Κάτι άνθρωποι
[…]
Αν ήμουνα πουλί, αλλά πουλί δεν είμαι. Να ελαφροπατήσω μόνο σε τούτη τη γη και να κρατήσω ψηλά τις ιστορίες που μ’ αναθρέψανε. Ήτονε, λέει, η αθοπετού που εφημίζετο για τη γνωστικάδα και τα κάλλη της κι ούλοι τής έλεγον: εσύ θα πάρεις το Ατζέμ Πουλί. Απ’ την Ανατολή χρυσοστόλιστος πρίγκιπας για σένα έρχεται και τον οδηγεί το άστρο σου. Μπορεί ακόμη να συνεχίζει την πορεία του ο πρίγκιπας, ο τάβλες όμως που εστρώνοντο για το ατζέμ πιλάφι εκείνα τα χρόνια, και παίζανε οι λυράδηδες τη λύρα και σέρνανε οι άντρες τον χορό κι οι άσπρες γόβες εστενεύανε τα ποδαράκια της νύφης, πάνε ούλα. Κι ούτε τα σπίθια αντέξανε, αθέμελα εχτίζοντο και βουλιάξανε στο πρώτο σείσμα. Πάνε οι φάμπρικες και οι χερόμυλοι και οι φούρνοι. Πάνε τ’ αλώνια και τα φεγγάρια. Οι μεταξοσκώληκες αρρωστήσανε και ξεραθήκανε οι μουρνιές. Πάει και η πισωβελονιά που σου εκέντα στον καθρέφτη την καλημέρα, πάει και η υπομονή που σου εκαλλιγράφει το καλώς ήλθατε. Κι η κακορίζικη η Αντωνάκαινα αναπαύτηκε.
Την αυριανή του Θεού, ούλα τελεστήκανε κατά το έθιμο. Ο γέροντας μόνο εμισέρωσε το Ευαγγέλιο, δεν ήτονε ανάγνωση αυτή, λόγω της βιάσης του να προλάβει ζεστό τον ψητό λαγό που του ξερόψηνε η παπαδιά στη σόμπα. Ήκανε και ο επίτροπος οικονομία στα κεριά, δεν επρόφταινες να τ’ ανάφτεις στον Άγιο και τσουφ, σου το έσβηνε. Ο Άγιος δεν θέλει τα κεριά σας, εμουρμούριζε, τον οβολό σας, θέλει, για την ανέγερση περικαλλούς βασιλικής παραπλησίως. Το συνήθειο, πάντως, με τα κεριά που δεν ανάβοντο πλιο, το είχανε παρμένο απ’ τη Χώρα, που να μην κινδυνεύουνε κι οι εκκλησίες να καούνε.
Ύστερο που εξεχώσανε τον Αντωνάκη, ξεπλύνανε τα οστά του με κρασί. Άνε τα βάνανε σ’ ένα άσπρο σακουλάκι, θα ήτονε καλύτερο, αλλά οι θυγατέρες με την τυγλάγρα τους το ’χανε λησμονήσει. Κι η Νικολάκαινα το εφύσα και δεν εκρύγιωνε, πώς δεν το υπολόγισε κι αυτό, μα κι ίντα να πρωτοκοιτάξει, που ούλα αυτή τα επιστάτησε. Το άσπρο σακουλάκι οφείλανε οι θυγατέρες να το προνοήσουνε.
Σάν είδε, το λοιπός, ο κακομοίρης ο Κουζουλοπέτρος, που ήκανε χρέη νεκροθάφτη, πως θα τ’ αφήκουνε γδυμνά, τ’ απόσυρε σε μια μερέ κι απείς εκατεβάσανε τον κρέβατο της Αντωνάκαινας κι είπανε μάνι μάνι τα ύστερα.
Οι θυγατέρες, μπορεί και για τ’ αμμάθια του κόσμου, αλλά μπορεί και που εννόησαν πως εχάσανε τη μάνα τους, εσύρανε μια φωνή, κι ούλοι κάνανε τον σταυρό τους. Ύστερο, άντρες γυναίκες επήρανε ένα χαλάκι απ’ την πιατέ που ’χε αποθέσει παρακεί, στον τάφο του αντρού της, η Νικολάκαινα, να μακαρίσουνε, ήπιανε από μια τσικουδιά, και ξεκινήσανε ο καθείς για το χωριό, τα δε κοπέλια εκρεμιόντανε απ’ τα σκοινιά της καμπάνας, κι ας τα ’χε προ ολίγου κυνηγήσει ο γέροντας.
Αποσπέρου, στη σάλα της κοινότητας θε βλέπανε έργο. Όχι σαν του παλαιούς καιρούς, που δεν τους ελογάριαζε κιανείς. Σήμερο, μια βολά τον μήνα έχουνε να γελάσουνε ή να κλάψουνε με πλάκες ή με λυπητερά, που τους φέρνει ένας κακομοίρης πειρπλανώμενος με το φορτηγάκι του από τη Χώρα. Διότι πάνε εκείνοι οι καιροί, που ο ραγιάς εμάθαινε τα κολλυβογράμματα στο κρυφό σκολειό.
Αχ, φεγγαράκι μου λαμπρό, πάνε.
Δεκέμβριος 1973
Μάρω Δούκα, Η πηγάδα. Κάτι άνθρωποι. Πού ’ναι τα φτερά, Αθήνα, Κέδρος 51997 (αναθεωρημένη έκδοση), σ. 177-179.
Η αρχαία σκουριά
Έχομε πληροφορηθεί ότι άρχισαν να κινούνται τανκς με κατεύθυνση το Πολυτεχνείο, ωστόσο πιστεύομε ότι πρόκειται για εκφοβισμό και τρομοκρατία. Τ’ ασφυξιογόνα που έριξαν ήταν η απόδειξη πως έχουν χάσει την ψυχραιμία τους. Ήθελαν να πανικοβάλουν και να διαλύσουν τις χιλιάδες του κόσμου που μας παραστέκονταν. Οι διαδόσεις μάς ενθαρρύνουν ότι άρχισαν να δημιουργούνται εστίες αντιπερισπασμού. Με την έκταση που πήρε η κατάληψη, την απήχηση που έχει, θα ’ναι σαν να σκάβουν το λάκκο τους αν μας επιτεθούν. Και γενικά καθήκον μας, αυτήν τη νύχτα, να ελπίζουμε. Απόψε πεθαίνει ο φασισμός και το πιστεύομε.
Η μαθήτρια όμως δεν έλεγε να ηρεμήσει. Ανησυχούσε για τους γονιούς της. Κι έχει ο πατέρας της την καρδιά του, είναι τρομερό. Ειρωνεύτηκα μέσα μου ότι συνήθως οι μανάδες πάσχουν από καρδιά, αλλά το κορίτσι έκλαιγε γοερά και μαζεύτηκα. Πώς να προβλέψει ότι θα την απόκλειαν εδώ μέσα· για όλα όμως φταίει η Πούλια, η οποία έχει πατέρα μακρονησιώτη και παρασέρνει όλα τα κορίτσια στο σχολείο, τους λέει όλο για ήρωες και κατορθώματα και για πολλά άλλα, θέλει αρετήν και τόλμην η ελευθερία τους λέει και τα ζαλίζει κι έτσι τα ξετρελαίνει τα κορίτσια, γι’ αυτό πέρσι λίγο έλειψε να την αποβάλουν, αν δεν ήταν η φιλόλογος που απειλούσε με σκάνδαλο, μη μου πειράξετε την καλύτερή μου μαθήτρια, κι υποχώρησε ο γυμνασιάρχης, επειδή, βλέπεις, αυτή η φιλόλογος έχει σπουδαία φήμη ως εκπαιδευτικός σπουδαία, ειδαλλιώς η Πούλια έπρεπε ν’ αποβληθεί διά παντός που όλο τους έλεγε για μοιρασιές δίκαιες κι έξυνε στο θρανίο της σφυριά και δρεπάνια.
Εκείνη τη στιγμή έπεσε κι άλλος χτυπημένος πάνω στην τσιμέντινη νησίδα του δρόμου. Τον βλέπει η μικρή και κόβει τη λογοδιάρροια, έσφιγγε τα κάγκελα μ’ απόγνωση. Κοιτάζω το ρολόι μου, ώρα 11.30′, αυτήν την ώρα που οι ποιητές λουφάζουν και μετά, όταν θα βγαίνουν και θ’ αερίζουν τα στιχάκια τους, θα επιμένουν κιόλας ότι το Πολυτεχνείο ανήκει στη σιωπή. Μα το Πολυτεχνείο δεν τους ανήκει. Και δεν μπορούσα ώρα 11.30′ να φανταστώ το τέλος αυτής της νύχτας. Ψάλλουν τον Εθνικό Ύμνο. Τ’ αυτοκίνητα του Ερυθρού Σταυρού δυσκολεύονται απ’ τους πυροβολισμούς να σταματήσουν μπροστά στην πόρτα. Ψηλά, στο ταρατσάκι του θυρωρείου υπάρχουν ακόμη παιδιά.
Συλλογίζομαι πως αν όλες οι πολυκατοικίες στη Στουρνάρα και στην οδόν Πολυτεχνείου άνοιγαν διάπλατα τις πόρτες και τα παράθυρα, αν φώτιζαν όλα τα δωμάτια και τα μπαλκόνια, ετούτα τα μεσάνυχτα δε θα μπορούσαν να μας μακελέψουν. Κι ήξερα πως ό,τι γίνει απόψε εδώ, θα γίνει με την ανοχή των πολυκατοικιών — της σιωπηλής πλειοψηφίας. Κι αυτό που λέει ο Φράντς Φανόν για τους δειλούς και τους προδότες, ήταν εδώ ακριβώς που εφάρμοζε απόλυτα. Αναρωτιόμουν τι να κάνουν στα σπιτάκια τους. Θα κοιμούνταν άραγε; Σκέφτηκα τον πατέρα μου — την προηγούμενη είχε έρθει και μ’ έψαχνε, μ’ είχε κατασυγκινήσει όταν σε μια στιγμή με πήρε στην αγκαλιά του τραυλίζοντας τα μάτια μου δεν είδαν τόπον ενδοξότερον από τούτο το αλωνάκι, και με φίλησε στα μαλλιά κι εγώ το καταλάβαινα μια για πάντα πως θα τον αδικώ και θα τον κρίνω, αλλ’ όμως αυτός είναι ο πατέρας μου, κι εγώ σ’ ευχαριστώ, του ψιθύρισα, που μ’ έμαθες να διαβάζω Σολωμό. […]
Το απόσπασμα συνεχίζεται εδώ .