99 + 1 εκδοχές του ύφους

Queneau Raymond

Οι Ασκήσεις ύφους, ή τουλάχιστον αρκετές από αυτές, γράφτηκαν μέσα στη γερμανική Κατοχή και δημοσιεύτηκαν αρχικά στο περιοδικό Message το 1943 και σε μια πρώτη μορφή από τις εκδόσεις Gallimard το 1947. Σύμφωνα με τον ίδιον, ο Queneau εμπνεύστηκε αυτές τις υφολογικές παραλλαγές ακούγοντας το έργο του Johann Sebastian Bach Die Kunst der Fuge (Η τέχνη της φούγκας, 1740-1750), που περιλαμβάνει δεκατέσσερις φούγκες και τέσσερις κανόνες (Queneau 1963, 9).

Όπως λέει η Carol Sanders, στο συγκεκριμένο έργο «γινόμαστε μάρτυρες μιας πράξης λογοτεχνικής δημιουργίας· μέσα από διαφορετικά λογοτεχνικά είδη λόγου και ύφους, μέσα από ποικίλες αφηγηματικές φωνές και απλά γλωσσικά παιχνίδια, ένας ολόκληρος κόσμος προοπτικών και διαφορετικών προσώπων οικοδομείται μπροστά στα μάτια μας. Και καταλαβαίνουμε πολύ καλά ότι αντί για 99 ιστορίες θα μπορούσαν να υπάρχουν 999» (Sanders 1994, 91).

«Σατράπης» του Κολλεγίου Παταφυσικής και πρωτεργάτης στη συνέχεια του Εργαστηρίου Δυνητικής Λογοτεχνίας (Ouvroir de Littérature Potentielle · βλ. και Κυριακίδης 2016), ο Queneau πειραματίζεται συνεχώς με τις δεσμεύσεις, που μπορούν να είναι ιδιαιτέρως γόνιμες στη λογοτεχνία. Στο συγκεκριμένο έργο, εναλλάσσει τόνο και ύφος και έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να εξετάσει κανείς αν από τις πολύ διαφορετικές αυτές ιστορίες αναδύεται μια συνέχεια που θα μπορούσε να διακρίνει τον τόνο του κειμένου/των κειμένων από το ύφος του Queneau.

Σημειώσεις

Σ’ ένα λεωφορείο της γραμμής S. Συνωστισμός. Ένας τύπος γύρω στα είκοσι έξι, καπέλο μαλακό με μια πλεξούδα στη θέση της κορδέλας, πολύ μακρύς λαιμός σα να του τον είχανε τραβήξει. Κόσμος κατεβαίνει. Ο περί ου ο λόγος αρπάζεται μ’ ένα διπλανό του. Τον κατηγορεί πως τον σπρώχνει κάθε φορά που κάποιος θέλει να περάσει. Τόνος κλαψιάρικος με κακές διαθέσεις. Καθώς βλέπει να ελευθερώνεται ένα κάθισμα, τρέχει και κάθεται.

Δυο ώρες αργότερα, τον ξαναβλέπω στην Κουρ ντε Ρομ, μπροστά στο σταθμό Σαιν Λαζάρ. Είναι μαζί μ’ ένα φίλο του που του λέει: «Πρέπει να ράψεις άλλο ένα κουμπί στο παλτό σου». Του δείχνει πού (στο πέτο) και γιατί.

 

Η υποκειμενική άποψη

Δεν ήμουν διόλου δυσαρεστημένος με το ντύσιμό μου εκείνη τη μέρα. Πρωτοφορούσα ένα παρδαλούτσικο καπέλο κι ένα παλτό, για το οποίο πολύ καμάρωνα. Μπροστά στο σταθμό Σαιν Λαζάρ συνάντησα τον Χ που προσπάθησε να μου χαλάσει το κέφι, θέλοντας να μου αποδείξει πως το παλτό μου ήταν πολύ ανοιχτό στο πέτο και πως θα ’πρεπε να προσθέσω εκεί ένα κουμπί. Πάλι καλά που δεν τόλμησε να θίξει το καπέλο μου.

Λίγο νωρίτερα, έβαλα όπως έπρεπε στη θέση του ένα παλιοτόμαρο, που το ’κανε επίτηδες να με ξενυχιάζει κάθε φορά που περνούσε κόσμος, ανεβαίνοντας ή κατεβαίνοντας. Αυτό συνέβη σ’ ένα από κείνα τα βρωμερά λεωφορεία που πήζουν στη λαϊκούρα ακριβώς εκείνες τις ώρες που είμαι υποχρεωμένος να τα χρησιμοποιώ.

 

Κι άλλη υποκειμενική άποψη

Ήταν σήμερα δίπλα μου στο λεωφορείο ένα από κείνα τα μυξιάρικα που, ευτυχώς, εκλείπουν σιγά σιγά, γιατί καμιά μέρα θα σκότωνα κανένα από δαύτα. Ο λεγόμενος, ένα τσογλάνι γύρω στα είκοσι έξι, τριάντα, μου την έδινε πολύ, όχι μόνο για το μακρύ λαιμό του σαν ξεπουπουλιασμένης γαλοπούλας, αλλά και γιατί είχε στο καπέλο του αντί για κορδέλα ένα λεπτό μελιτζανί κορδόνι. Α το κάθαρμα! Πόση αηδία μου προκαλούσε! Όπως λοιπόν είχε πολύ κόσμο στο λεωφορείο εκείνη την ώρα, έβρισκα την ευκαιρία, κάθε φορά που στριμωχνόμασταν για να κατέβει ή να ανέβει ο κόσμος, να του χώνω τον αγκώνα μου στα παΐδια του. Στο τέλος μου την κοπάνησε, πάνω που ήμουν έτοιμος να του τραβήξω ένα ξεγυρισμένο ξενύχιασμα. Θα του ’λεγα ακόμα, μόνο και μόνο για να τον φτιάξω, πως το παλτό του ήταν πολύ ανοιχτό στο πέτο.

 

Διευκρινιστικό

Σ’ ένα λεωφορείο (και να μη γίνει σύγχυση με το: Εσένα λέω, φορείο!), παρατήρησα (και όχι παρατύρισα) έναν τύπο μ’ ένα (και όχι τυπωμένα) καπέλο στολισμένο με (και όχι καπέλο στολής μένομε) ένα πλεγμένο κορδόνι (και όχι κορδωμένο πλεχτό). Είχε ένα λαιμό παρατεταμένο (και όχι ένα μελό παραπεταμένο). Οι άνθρωποι ήταν συνωστισμένοι (και όχι συν όστις μένει). Με κάθε απότομη κίνηση του οχήματος (και όχι οχύρωση του κινήματος), ο παραπλήσιος τον πατούσε (και όχι ο παραπατήσας τον πλησίαζε). Ο νεαρός έγινε άνω ποταμών (και όχι ο ποταμός έγινε άνω νεαρών), μόλις όμως άδειασε μετά μια θέση (και όχι μια άδεια σε μετάθεση), πηδώντας πήγε προς τα κει (και όχι ο πηδών ας πει μια προσταγή).

Αργότερα τον πήρε το μάτι μου που λες (και όχι αργό τεράτων πυρετό, μα τι μου λες), να μιλά με το φίλο του (και όχι να μήλα με το φύλλο του) για ένα κουμπί στο πανωφόρι του (και όχι για ένα αποκούμπι στο ανηφόρι του).

 

Ομοιοτέλευτο

Ένα μεσημέρι, μέσ’ στο καλοκαίρι, μπήκα στο S για να με μεταφέρει στου Σαμπερέ τα μέρη. Δεν φυσούσε αγέρι κι όπως είχε μαζευτεί εκεί μέσα ένα ασκέρι, κινδύνευα να κολλήσω μπέρι μπέρι. Ακούω ένα μακρυχέρη, λιγνό σαν αγιοκέρι, να βρίζει κάποιον: «μαουνιέρη», για τα πλήγματα που του επιφέρει και που τον κάνουν να υποφέρει. Κι ακαρτέρει κι ακαρτέρει, καταλαβαίνοντας πως είναι χαμένος από χέρι, παρατά το νταραβέρι και, ενώ όλος ο κόσμος επιχαίρει, την κοπανά σαν περιστέρι.

Τον ξαναείδα πιο πέρι, έξω απ’ το σταθμό του Σαιν Λαζέρι, που ’χε ανοίξει κουβεντέρι για το πέτο στο παλτέρι.

 

Σονέτο

Ένας φτωχοταλαίπωρος, που θύμιζεν απάχη, μ’ ένα καπέλο παρδαλό και με λαιμό μακρύ, περίμενε — τι βάσανο! — στη στάση ένα πρωί, να ’ρθει το λεωφορείο του για να ριχτεί στη μάχη.

Σα στάθη ομπρός του τ’ όχημα, μέσα του είπε «όρμα!», τι η απαντοχή τον έλιωσ’ ώσπου νά ’ρθει εκείνο το S, και νιώθοντας πρωτόγνωρες και άγριες ηδονές, έδωσε μια και βρέθηκε στου κήτους την πλατφόρμα.

Αλίμονο όμως του ’λαχε μπροστά του ένα γομάρι, που μια, δυο, τρεις δεν άντεξε, τον έβρισε αφού σε κάθε απότομη στροφή του πάταε το ποδάρι,

μα πήε και κάθισε μακριά, να διαλυθούν τα νέφη. Αργότερα, ένας φίλος του, στην πόρτα ενός σταθμού, για ένα μικρό σκατόκουμπο του χάλασε το κέφι.

 

Ιταλισμοί

Κοντά στο μετσοτζόρνο ήρθε το λεωφορέττο. Αβάντι! είπα μέσα μου και μ’ ένα σάλτο ήμουνα τροβάτος στο γκρίζο μαρσεπιέτο του. Εκεί είδα ένα τζόβενο σαν αρλεκίνο: λούνγκος σαν κατσαβίδι και πάνω στην τέστα του φορούσε ένα καπέλο με γαρνιτούρα μία τρέσα. Ξαφνικαμέντε, τα ’βαλε με τον βιτσίνο του (ένα σινιόρε ντελικάτο, όλο φινέτσα), γιατί — λέει — του πατούσε τα ποδαρίνια του. Καπάτσος όμως καθώς ήτανε, μόλις είδε ένα καθισματίνο λίμπερο, πήγε πρέστο να ριποζάρει τον καβάλο του.

Ντόπο δυο ωρίνες, τον ξαναείδα τον κανάγια. Ήταν στην πιάτσα Σάντο Λάζαρο, κομπανία μ’ ένα αμίκο του τάλε κουάλε, που του ’δινε κονσίλιες για ένα μποτόνι στο παλτό του.

Φινάλε.

 

Αμερικανισμοί

Ένα ντέι, γύρω στο νούνι, πάνω στο μπούσι που μας πήγαινε στο Σαμπερέι, λουκάρω ένα τζούνιορ σαν κλόουν: το νέκι του ήταν δέκα ίντσες και στο χάτι του είχε αντί για ριμπόνι ένα στρίνγκο. Στα ξαφνικέισιον, ο τζούνιορ έγινε φουντούκια κι ακιουζάρισε ένα τζέντλεμαν πως του πάταγε τα φούτια. Πριν όμως ο άλλος του δώσει κάνα σουτ και τον βγάλει μπι-ελ-αρ, διάλεξε ένα άδειο τσέρι σ’ ένα κόρνερ και βγήκε άουτ.

Δυο ώρες αργότερα, πήρα ένα νέο σοκ: είδα ξανά τον σταρ του σκετς έξω απ’ το μπαρ της Κουρ ντε Ρόουμ. Ήταν μ’ ένα φρέντι του του ίδιου σεξ, που του ’δινε οπίνιες για το κολάρο της ρεντιγκότας του.

 

Χωριάτικο

Ελόου μας, ματάκια μ’, διν ίχαμ’ αυτούνα τα χαρτάκια με τσ’ αριθιμοί απού παν’, αλλά στου καρ’ ανιβίκαμ’ που να μην έσωνε. Μουόλις πατήσαμ’ του πόδι μας (τι πατήσαμ’ δηλαδή, που λέει ο λόγος — πιτάμεν’ ήμασταν), τι ζούληγμα ήταν δαύτου γιόκα μ’, τι στριμουξίδ’! Δουόσαμ’ τα χριέματ’ δόξα να ’χει ου Κύριους μη μας πουν και τιέπουτ’, κάναμ’ μια γυρουβουλιά μι τ’ ματ’ και τι βλέπουμ’ μαθές: ίνα ντ’ρεκ’ ίσαμ’ κει παν’ μι κατ’ λαιμά κι ίνα καπέλου Βαγγελίστρα μ’! Του καπέλ’ είχε τριγύρ’ μια πλιεξούδ’! Και τι τούνα τσίμπησε κει που καθόντανε, γυρνάει μαθές κι λέει κατ’ λόγια στουν κύριου που ’ταν σμα ’τ κι μια κι δυο ιπίγ’ κι καθ’σ.

Τι βλέπουν τα ματάκια μας στην πολ’! Αμ δι σ’ είπ’! Που τουν ματάδαμ’ το ντ’ρεκ! Μπρουστά σ’ ίνα μεγάααλου σπιτ’ που κι ιγώ διν ξέρου τι ’ντουνα, να τους πάλ’ πάαινε κι ιρχούντανε μ’ ιν’ άλλου ντ’ρεκ ίδιου μπόι κι αμ τι θαρρείς που του ’κρέεν τ’ άλλου ντ’ρεκ ίδιου μπόι; Του ’κρεν «αυτούν’ τ’ κουμπί πριέπ’ να τ’ ράψ’ λίγου πιου παν’ να σ’ χαρώ». Σ’ αρσ’; Αυτά του ’κρεν’ του ντ’ρεκ τ’ άλλου ντ’ρεκ ίδιου μπόι.

 

Μάγκικο

Νταν μεσημέρι καβαλάω το ες. Σκάω τα λεφτά ως είναι φυσικόν και προχωράω στα παραμέσα. Να σου που λες κι ο δικός σου, ένας φιόγκος μ’ ένα σβέρκο σα τηλεσκόπιο κι ένα σπάγκο στην καπελαδούρα. Εγώ το κόβω το παιδί να πούμε γιατί έχει χάζι, όταν όλως αιφνιδίως γυρνά στον παραδίπλα και του τη βγαίνει ούτω πως: Λίγη προσοχή δε βλάφτει, πάτα και λίγο λεωφορείο, πώς μου ξηγιέσαι έτσι, κοντεύεις να μου δώσεις τα νύχια μου στο χέρι, και ούτω καθεξής. Πάνω που αδειάζει όμως μια θέση, γίνεται μπουχός και μην τον είδατε.

Διελθών αργότερα της Κουρ ντε Ρομ, τον ξαναπαίρνει ο οφθαλμός μου να ’χει πιάσει λακριντί μ’ έναν άλλο φιόγκο, σουλούπι τάλε κουάλε. Και τι γυρνάει ο δικός του και του λέει! Να ράψει κι άλλο ένα κουμπί άμα λάχει στο μπαρντεσού του!

μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης

Αναδημοσιεύεται από το Ψηφιακό Σχολείο .