Η Βασιλική Κοντογιάννη ξεκινώντας από το ερώτημα γιατί υποεκπροσωπούνται οι «γραφές του εγώ» στις ιστορίες της νεοελληνικής λογοτεχνίας, σκιαγραφεί τις βασικές κατευθύνσεις που θα μπορούσε να ακολουθήσει η έρευνα για τον αυτοβιογραφικό λόγο στην Ελλάδα.
Αν σίγουρα μας λείπει η βάση, δηλαδή εκδόσεις αυτοβιογραφικών κειμένων και ιστορικές μελέτες για την εξέλιξη του ελληνικού αυτοβιογραφικού λόγου, τότε τι θα προτείναμε μέσω της έρευνας που μας απασχολεί; Κυρίως την ευαισθητοποίηση όσων στοχεύουν να συγγράψουν ιστορία της λογοτεχνίας, ως προς τα συγκεκριμένα ερωτήματα που τίθενται από αυτήν την ειδική γραφή, δηλαδή την αυτοβιογραφική. Είναι απαραίτητο να κοιτάξουμε προσεκτικά την εξέλιξή της, που ακολουθεί τη γενικότερη ανάπτυξη του πολιτισμού μας, και να διακρίνουμε τις μεγάλες μορφές των συγγραφέων που εκφράζονται με αυτόν τον τρόπο. Είναι απαραίτητο ακόμα να δούμε πώς η γραφή αυτή συνομιλεί με τα αναγνωρισμένα ως «λογοτεχνικά» είδη του λόγου. Γιατί αναμφισβήτητα συνομιλεί. Είναι τέλος χρήσιμο να στρέψουμε την προσοχή μας προς τη διάσταση του βαθύτερου εγώ, ώστε να διακρίνουμε πότε επιτυγχάνεται άνοιγμα προς αυτήν, μέσα από τα ελληνικά γράμματα. Ο προσεκτικός αναγνώστης αυτής της διαδρομής θα παραξενευτεί ίσως όταν διαπιστώσει ότι ο ελληνικός αυτοβιογραφικός λόγος συμπεριλαμβάνει πρώιμα δείγματα ανάπτυξης, φαινόμενα που αναδεικνύονται ακόμα και όταν προβληθούν πάνω στον ορίζοντα του ευρύτερου ευρωπαϊκού αυτοβιογραφικού λόγου. Μπορούμε να θυμηθούμε, ως καλό παράδειγμα στο σημείο αυτό, τη συνοπτική αυτοβιογραφία Στέφανου Κουμανούδη, γραμμένη στα χρόνια γύρω στο 1868, που ακολουθεί σε μορφή λημμάτων, συνδεδεμένων με συνειρμούς, τον βίο του συγγραφέα. Η βασική σύλληψη, η ιδέα μιας παρόμοιας απόπειρας, προοιωνίζεται την αντίστοιχη, πολύ πιο αναπτυγμένη βέβαια γραφή που θα φέρει στη γαλλική παιδεία ο Μπαρτ με την αυτοβιογραφία του, που έχει τίτλο Roland Barthes par Roland Barthes (1975).
Μπορεί να συμφωνούμε ότι ο ελληνικός αυτοβιογραφικός λόγος έχει τη δική του ιστορική διαδρομή, στην οποία διαπιστώνουμε την ύπαρξη άξιων έργων, αλλά παρ’ όλα αυτά δεν βλέπουμε πώς θα εντασσόταν στις ιστορίες της λογοτεχνίας. Το καίριο ερώτημα είναι βέβαια εδώ το αυτονόητο «τι συνιστά λογοτεχνία;» ή «πώς διακρίνουμε τα λογοτεχνικά έργα από τα μη λογοτεχνικά;». Η αισθητική αξία του λόγου, όπως συνεργάζεται με την ποιότητα του περιεχομένου, μπορούν να δώσουν σαφέστατες απαντήσεις σε παρόμοια ερωτήματα.
Τι κάνουν αντίστοιχα οι γάλλοι ιστορικοί της λογοτεχνίας; Μια πρώτη απάντηση στο ερώτημα αυτό την οφείλω στον Philippe Lejeune, γνωστό μελετητή του αυτοβιογραφικού λόγου της Γαλλίας. Μεταφέρω τμήμα του σχετικού κειμένου: «στη Γαλλία το αυτοβιογραφικό είδος εντάσσεται στις ιστορίες της λογοτεχνίας ήδη από το τέλος της δεκαετίας του 1960 με πρώτο έργο το εγχειρίδιο La littérature en France depuis 1945, με επιμέλεια Jacques Bersani, που δημοσιεύτηκε από τις εκδόσεις Bordas το 1969. Ένα ακόμα σημείο της αναγνώρισης του είδους ως καθαρά λογοτεχνικού είναι το γεγονός ότι αυτοβιογραφικά κείμενα αλλά και το ίδιο το είδος εντάχθηκαν στο πρόγραμμα διδασκαλίας της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, πράγμα που οδήγησε στη δημοσίευση σειράς εκλαϊκευτικών εγχειριδίων με προορισμό τους εκπαιδευτικούς και τους μαθητές της δευτεροβάθμιας, και γέννησε επίσης μια ολόκληρη συλλογιστική πάνω στην ειδική παιδαγωγική που αρμόζει για το είδος αυτό, το οποίο προϋποθέτει την ειδική σχέση ενεργοποίησης του αναγνώστη». «Στις μέρες μας ο αυτοβιογραφικός λόγος βρίσκεται στο πρόγραμμα όλων των γυμνασίων, καθώς και στο πρόγραμμα του λυκείου για τη “θεωρητική” κατεύθυνση».
Αξίζει όμως αντίστοιχη προσοχή ο ελληνικός αυτοβιογραφικός λόγος; Και πώς θα μπορούσε να συμβάλει η παρουσία του στην ενίσχυση της λογοτεχνικής ιστορίας; Μολονότι αναφέραμε στα προηγούμενα ότι μεγάλος αριθμός κειμένων βρίσκονται σε χειρόγραφη μορφή και περιμένουν τους μελλοντικούς ερευνητές, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι διαθέτουμε στα γράμματά μας πολλά και σημαντικά, ήδη εκδεδομένα έργα, στα οποία μπορεί να στηριχτεί μια απόπειρα συγγραφής πληρέστερης ιστορίας. Ο 20ός αιώνας γνώρισε άλλωστε εξαιρετική ανάπτυξη του είδους, την οποία ο 21ος φαίνεται πως συνεχίζει, με ρυθμό κάποτε καταιγιστικό. Το πιο πρόσφατο παράδειγμα που θα μπορούσαμε να θυμηθούμε είναι το ημερολόγιο της Μαργαρίτας Καραπάνου Η ζωή είναι αγρίως απίθανη.
Διαθέτουμε ένα συνεκτικό σώμα αυτοβιογραφικών κειμένων στην ελληνική λογοτεχνία, το οποίο, στις περισσότερες περιπτώσεις, επιλέγουμε να παραγνωρίζουμε ή να περιθωριοποιούμε. Εξηγούμε συνήθως τη στάση μας, όταν το κάνουμε, με τις αμφιβολίες ως προς τον αμιγώς λογοτεχνικό του χαρακτήρα. Λειτουργώντας μέσα από τις δικές του συμβάσεις, ο αυτοβιογραφικός λόγος θα πρέπει και να κρίνεται με γνώση των ορίων του. Οφείλουμε όμως να τον εξετάζουμε.
Βασιλική Κοντογιάννη, «Και ο ελληνικός αυτοβιογραφικός λόγος;». Στο Αγγέλα Καστρινάκη κ.ά. (επιμ.). Για μια ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας του εικοστού αιώνα. Προτάσεις ανασυγκρότησης, θέματα και ρεύματα. Πρακτικά συνεδρίου στη μνήμη του Αλέξανδρου Αργυρίου, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης & Μουσείο Μπενάκη, Ηράκλειο 2012, σ. 509-511.