Στο κεφάλαιο της μελέτης του Η ποιητική της αυτοβιογραφίας ο Γρηγόρης Πασχαλίδης εισηγείται τον όρο αυτομιμητικό γένος, προκειμένου να τονιστεί με τον τρόπο αυτό το στοιχείο της αυτοαναπαράστασης που χαρακτηρίζει τις «γραφές του εγώ». Στο ακόλουθο απόσπασμα επεξηγεί τον όρο.
Η αυτοβιογραφία συχνά κατατάσσεται, μαζί με είδη όπως το προσωπικό ημερολόγιο και τα απομνημονεύματα, σε μία ενιαία λογοτεχνική κατηγορία, που έχει αποκληθεί προσωπική λογοτεχνία (littérature personelle ή intime). Ο όρος αυτός χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στα τέλη του 19ου αιώνα, για να περιγράψει το γενικό λογοτεχνικό φαινόμενο που εντοπιζόταν από τη μία, στην εντυπωσιακή διάδοση της αυτοβιογραφίας, των απομνημονευμάτων και του προσωπικού ημερολογίου, και από την άλλη, στην ολοένα αυξανόμενη τάση, τόσο στο μυθιστόρημα όσο και στην ποίηση, για υιοθέτηση εξομολογητικού και προσωπικού τόνου και ύφους.
Αν και η σύγχρονη χρήση του όρου δε διατηρεί βέβαια αυτή την αρχική κριτική σκοπιμότητα του, συντηρεί ωστόσο τον έκδηλο ψυχολογισμό του και βαρύνεται από την αδυναμία να περιγράψει με κάποιον σαφή τρόπο το συγκεκριμένο ειδολογικό χώρο. Είναι ενδεικτικό ότι διαφορετικοί κριτικοί τον χρησιμοποιούν για να περιγράψουν τελείως διαφορετικά είδη, εκτός από τα αυτοαναφορικά είδη που προανέφερα, δηλαδή τη λυρική ποίηση, τα «αυτοβιογραφικά» μυθιστορήματα κ.λπ. Η μελέτη αυτών των διαφορετικών σημασιών και χρήσεων του όρου προσωπική λογοτεχνία μπορεί, βέβαια, όπως επισημαίνει ο Ph. Lejeune, να συμβάλει τόσο στη συγχρονική όσο και στη διαχρονική διερεύνηση των τρόπων με τους οποίους η κριτική έχει, σε διαφορετικές στιγμές, προσδιορίσει και εφαρμόσει την «αυτοβιογραφική» ανάγνωση διαφόρων τύπων κειμένου. Δεν μπορεί, ωστόσο, να παράσχει μια ασφαλή αφετηρία ή βάση για τη σύγχρονη επανασύλληψη του ειδολογικού χώρου στον οποίο εντάσσεται το αυτοβιογραφικό είδος.
Η πρόσφατη, από την άλλη, αναγνώριση και μελέτη ειδών όπως η αυτοβιογραφία και το προσωπικό ημερολόγιο, δεν έχει συνοδευτεί από μια ταυτόχρονη προσπάθεια για τη συστηματική κατανόηση και οριοθέτηση της ειδολογικής του συνάφειας. Οι μελετητές τους περιορίζονται να επισημάνουν τις ειδοποιούς διαφορές τους, προϋποθέτοντας παρά καθορίζοντας την ακριβή φύση της συγγένειάς τους. Μοναδική ίσως εξαίρεση είναι ο Lejeune ο οποίος σημειώνει —αν και παρενθετικά— ότι το ειδοποιό χαρακτηριστικό της αυτοβιογραφίας, δηλαδή η ταυτότητα συγγραφέα, αφηγητή και ήρωα, ισχύει εν γένει για την προσωπική λογοτεχνία. Αυτός ο βασικός όρος προσδιορίζει πράγματι, μ’ έναν τρόπο σαφή, τη θεμελιακή οντολογική συνθήκη που χαρακτηρίζει αυτό το είδος της λογοτεχνίας. Ιδιαίτερα μάλιστα αν, παίρνοντας υπόψη το σχετικά περιθωριακό ρόλο και την περιθωριακή παρουσία του αφηγηματικού λόγου στο προσωπικό ημερολόγιο και το προσωπικό δοκίμιο και, συνεπώς, την αντίστοιχα περιορισμένη συχνότητα της διάκρισης αφηγητή/ήρωα, αναδιατυπώσουμε αυτή τη συνθήκη ως την ταυτότητα συγγραφέα, υποκειμένου της εκφώνησης και υποκειμένου του εκφωνήματος. Όσο ακριβής κι αν είναι αυτή η διατύπωση, δε μας λέει ωστόσο παρά μόνο ότι η προσωπική λογοτεχνία χαρακτηρίζεται από τη χρήση ενός αυτοαναφορικού λόγου ο εκφωνητής του οποίου είναι ένα πραγματικό, ιστορικό πρόσωπο. Με άλλα λόγια, περιορίζεται να διατυπώσει την ύπαρξη του πραγματικού αναφερόμενου των σημαινόντων για το υποκείμενο και το αντικείμενο ενός λόγου. Δε διευκρινίζει δηλαδή τη σημαίνουσα συνθήκη που χαρακτηρίζει αυτό το λόγο, ούτε την ιδιάζουσα θέση του υποκειμένου της γραφής σ’ αυτόν.
Πιστεύοντας ότι είναι ακριβώς αυτά τα δύο κεντρικά ζητήματα που θα πρέπει να τεθούν και να απαντηθούν για τον προσδιορισμό της προσωπικής λογοτεχνίας ως μίας ιδιαίτερης σημαίνουσας πρακτικής και επίσης, ότι, όπως έδειξα προηγουμένως, ο ίδιος ο όρος «προσωπική λογοτεχνία» είναι αρκετά ατελής και προβληματικός ώστε να περιγράψει αποτελεσματικά τον ιδιαίτερο ειδολογικό χώρο που μας απασχολεί, προτείνω να επανορίσουμε τον τελευταίο ως αυτομιμητικό γένος, εννοώντας εκείνο το σύνολο των πεζών κειμένων, διαφορετικής απεύθυνσης, έκτασης και μορφής, στα οποία ο συγγραφέας αναλαμβάνει, άμεσα ή έμμεσα, την εκφωνητική λειτουργία (function énonciatif) και τα οποία διέπονται από την κυρίαρχη σκοπιμότητα και λειτουργία της αυτοαναπαράστασης. Με άλλα λόγια, το αυτομιμητικό γένος προσδιορίζεται από την ταυτόχρονη χρήση του αυτομιμητικού λόγου —δηλαδή το «εγώ» του εκφωνητή και ο λόγος του τίθενται ως ομοιώματα του γράφοντος υποκειμένου και του λόγου του αντίστοιχα— και την κυριαρχία της αυτοαναπαραστατικής διάστασης, όπου κάθε είδους εκφώνημα είναι συναρτημένο με το ίδιο γράφον υποκείμενο και αντανακλά άμεσα σ’ αυτό. Το συνδυασμένο αποτέλεσμα αυτών των δύο συνιστωσών του είναι η παραγωγή μιας πολυσύνθετης μίμησης εαυτού.
Μ’ αυτούς τους όρους, το αυτομιμητικό γένος αποτελεί ένα ιδιαίτερο ειδολογικό πεδίο που απαρτίζεται από τα είδη της αυτοβιογραφίας, της αυτοπροσωπογραφίας, του προσωπικού ημερολογίου, του προσωπικού δοκιμίου, καθώς και γενικά, από κάθε άλλη κατηγορία κειμένου που πληρεί τις παραπάνω προϋποθέσεις, λ.χ., σύντομα αυτοβιογραφικά σημειώματα συγγραφέων στον πρόλογο ή το οπισθόφυλλο των βιβλίων τους, προσωπικές επιστολές. Είναι σαφές λοιπόν ότι είδη όπως τα διαφόρων τύπων «εξωστρεφή» απομνημονεύματα —ιστορικά, φιλολογικά, καλλιτεχνικά, διπλωματικά, πολιτικά κ.ά.— που παραδοσιακά συμπεριλαμβάνονται στην «προσωπική» λογοτεχνία, αποκλείονται από το αυτομιμητικό γένος, καθώς, ενώ μεν χαρακτηρίζονται από τη χρήση του αυτομιμητικού λόγου, ωστόσο δεν διέπονται από την αυτοαναπαραστατική σκοπιμότητα. Τα κείμενα αυτά ανήκουν στην ειδολογική κατηγορία των Μαρτυριών, η οποία, ως ένα είδος προσωπικής και ad hoc ιστοριογραφίας, καταθέτει την ιδιωτική μνήμη και εμπειρία στη χρονικογράφηση διαφόρων, κοινού ενδιαφέροντος, ιστορικών περιόδων ή γεγονότων. Τέτοιου είδους «μαρτυρικές» αφηγήσεις είναι βέβαια προσφιλείς και σε πολλούς αυτοβιογράφους —όπως, λ.χ., στον B. Franklin ή στον Γ.Θ. Βαφόπουλο—, είναι φανερό ωστόσο ότι η επικράτησή τους είναι ασύμβατη με το θεμελιακό σκοπό και τη λειτουργία της αυτοβιογραφίας. Αντίστροφα, θα πρέπει να αποκλείσουμε είδη όπως το «αυτοβιογραφικό» μυθιστόρημα καθώς, ενώ μεν θεωρείται δεδομένη η αυτοαναπαστατική σκοπιμότητά του, ωστόσο απουσιάζει απ’ αυτό ο αυτομιμητικός λόγος. Παρόμοια, αποκλείεται εξ ορισμού κάθε κείμενο το οποίο απλώς υποκρίνεται ότι είναι αυτομιμητικό, όπως η μυθοπλαστική αυτοβιογραφία ή το μυθοπλαστικό ημερολόγιο. Στο David Copperfield ή στη Ναυτία, κυριαρχεί ο αυτομιμητικός λόγος και η αυτοαναπαραστική πρόθεση ενός πλασματικού συγγραφέα. [...]
Γρηγόρης Πασχαλίδης, Η ποιητική της αυτοβιογραφίας, Σμίλη, Αθήνα 1993, σ. 39-42.