Αφού παρουσιάσει τη σχέση ρητορικής και ποιητικής, ο Kibédi-Varga καταλήγει ότι η προσφυγή στη ρητορική κατά την ανάλυση της λογοτεχνίας σημαίνει ότι: «Ο ερμηνευτής, που θέλει να βοηθηθεί στην κειμενική του ανάλυση από τη ρητορική, δεν μπορεί να κάνει τίποτα άλλο από το να ακολουθήσει την ίδια διαδρομή με τον συγγραφέα: αρχίζει με την εύρεση και επανέρχεται σε αυτή κάθε φορά που διαπιστώνει, μέσα από μεταγενέστερες επαληθεύσεις σε επίπεδο τόπων και σχημάτων, ότι έχει πλανηθεί, για να διορθώσει και να αποσαφηνίσει την αρχική του θέση. Υπό την έννοια αυτή, η ρητορική ανάλυση είναι μια ερμηνεία εμπνευσμένη από τις (εκπεφρασμένες) προθέσεις του συγγραφέα» (Kibédi-Varga 2010, 368). Στη συνέχεια, δίνει συγκεκριμένα παραδείγματα ανάλυσης κειμένου με βάση τη ρητορική.
Η γνώση της ρητορικής θα έπρεπε καταρχήν να διευκολύνει την ανάλυση των κειμένων. Ειδικά για τα αρχαία κείμενα, μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι συγγραφείς τους έχουν χρησιμοποιήσει απολύτως συνειδητά τους κανόνες που διδάσκονταν στο σχολείο. Η ερμηνεία μπορεί, λοιπόν, σε μεγάλο βαθμό, να εμπνευστεί από τις αρχές της παραγωγής και να διατρέξει τα στάδια της ρητορικής εργασίας. Υπό ποία έννοια όμως; Εδώ, τίθεται ένα μεθοδολογικό πρόβλημα. Αφετηρία μας θα έπρεπε να αποτελεί το ολοκληρωμένο κείμενο, το οποίο είναι ένα ασφαλές τεκμήριο· ο ερμηνευτής θα έπρεπε να κάνει αντίστροφα τη διαδρομή του συγγραφέα — να περάσει, λόγου χάρη, από τα σχήματα στα αισθήματα, στην πρωταρχική πρόθεση. Αλλά μια τέτοια επαγωγική εργασία ενέχει πολλούς κινδύνους· δεν υπάρχει μονοσήμαντη και αναγκαία σχέση ανάμεσα στα υφολογικά φαινόμενα της επιφάνειας, τα ορθολογικά και θυμικά μέσα στα οποία υποτίθεται ότι παραπέμπουν τα φαινόμενα αυτά, και στο μήνυμα που τα μέσα αυτά υποτίθεται ότι υπηρετούν. Το αίσθημα το υποστηρίζει ένα πολύπλοκο και μονίμως μεταβλητό δίκτυο σχημάτων κι ένα πολύπλοκο δίκτυο αλληλεπιδραστικών αισθημάτων είναι φορέας του «μηνύματος» και το αποκαλύπτει. Κανένα σχήμα λόγου δεν παραπέμπει σε κάποιο μήνυμα, αλλά ένα μήνυμα μπορεί να προκαλέσει (ή να ερμηνεύσει) τη χρήση του ενός ή του άλλου σχήματος. Προφανώς, αν υιοθετήσουμε την παραγωγική μέθοδο, οι κίνδυνοι είναι σχεδόν εξίσου μεγάλοι, ειδικά όταν έχουμε να κάνουμε με λογοτεχνικά κείμενα. Βεβαίως, άπαξ και προσδιοριστεί η αρχική πρόθεση του συγγραφέα, ο ερμηνευτής θα επαληθεύσει εάν τα ρητορικά μέσα και οι τεχνικές που χρησιμοποιούνται είναι τα αρμόζοντα. Χαρακτηριστικό της λογοτεχνίας όμως, σε αντίθεση με πιο χρηστικά κείμενα όπως η διδαχή ή η συνηγορία, είναι ότι το μήνυμά της είναι «κρυμμένο», επειδή ακριβώς θέλει να κατευθύνει τον αναγνώστη εν αγνοία του. Ο συγγραφέας έχει κάνει τα πάντα για να αποκρύψει αυτό που αναζητά ο ερμηνευτής. Η σύγκρουση ανάμεσα στην «κρυμμένη αλήθεια» της ποιητικής και την εκπεφρασμένη προθετικότητα της ρητορικής δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί παρά με επαναλαμβανόμενες απόπειρες εύρεσης του καλυμμένου στόχου του κειμένου. Ο ερμηνευτής, που θέλει να βοηθηθεί στην κειμενική του ανάλυση από τη ρητορική, δεν μπορεί να κάνει τίποτα άλλο από το να ακολουθήσει την ίδια διαδρομή με τον συγγραφέα: αρχίζει με την εύρεση και επανέρχεται σε αυτή κάθε φορά που διαπιστώνει, μέσα από μεταγενέστερες επαληθεύσεις σε επίπεδο τόπων και σχημάτων, ότι έχει πλανηθεί, για να διορθώσει και να αποσαφηνίσει την αρχική του θέση. Υπό την έννοια αυτή, η ρητορική ανάλυση είναι μια ερμηνεία εμπνευσμένη από τις (εκπεφρασμένες) προθέσεις του συγγραφέα.
Η ρητορική ανάλυση ενός ολόκληρου κειμένου θα ήταν εξαιρετικά εκτενής, γι’ αυτό θα αρκεστούμε σε κάποια αποσπασματικά παραδείγματα. Ας πάρουμε την πρώτη στροφή της παράφρασης ενός ψαλμού, ενός πολύ γνωστού κειμένου του Malherbe, που περιλαμβάνεται σε πολλές ανθολογίες:
Ελπίδα ας μην έχουμε, ψυχή μου, στου κόσμου τις υποσχέσεις: το φως του είναι ένα γυαλί και η εύνοιά του κύμα, που πάντα κάποιος άνεμος να πέσει δεν το αφήνει· ας αφήσουμε τις ματαιότητες αυτές, μην τις ακολουθούμε: Ο Θεός μάς δίνει τη ζωή, Τον Θεό οφείλουμε να αγαπούμε.
N’espérons plus, mon âme, aux promesses du monde; Sa lumière est un verre, et sa faveur une onde, Que toujours quelque vent empêche de calmer; Quittons ces vanités, lesson-nous de les suivre: C’est Dieu qui nous fait vivre, C’est Dieu qu’il faut aimer.
Ως προς την εύρεση, θα σημειώσουμε ότι έχουμε στην προκειμένη περίπτωση να κάνουμε με μια συναισθηματική επιχειρηματολογία που χρησιμοποιεί, στους στίχους 2 και 3, τον τόπο της παρομοίωσης για να οδηγήσει τον δέκτη («ψυχή μου») να αποδεχτεί τη συμβουλή που διατυπώνεται στο στίχο 1. Ο στίχος 4 έχει τη μορφή μιας εντολής, οι δύο τελευταίοι στίχοι αποτελούν ένα συμπέρασμα (ας τις αφήσουμε διότι πρέπει να ακολουθήσουμε το Θεό). Η άνω και κάτω τελεία στο τέλος των στίχων 1 και 4 επέχει θέση επιχειρήματος. Ο στίχος 5 μπορεί να θεωρηθεί ως τόπος της αιτίας σε σχέση με το στίχο 6: καθώς ο Θεός είναι η πηγή της ζωής μας, οφείλουμε να Τον αγαπάμε.
Δεν μπορούμε να πούμε σημαντικά πράγματα για το συγκεκριμένο κείμενο σε επίπεδο τάξης επειδή είναι πολύ σύντομο και η τάξη αφορά κατά κύριο λόγο τη διευθέτηση των διαφορετικών μερών ενός ολοκληρωμένου κειμένου. Το περισσότερο που μπορούμε είναι να επισημάνουμε ότι η δεύτερη μεταφορά είναι πιο εκτεταμένη και γι’ αυτό έπεται, ώστε να επενεργήσει πιο έντονα στη φαντασία μας.
Όσο για τη λέξη, ακόμα και αυτοί οι λίγοι στίχοι μάς επιτρέπουν πολλές παρατηρήσεις. Τα σχήματα της επανάληψης είναι πολλά: έχουμε τρία ρήματα στην προστακτική, δύο μεταφορές με κοινή φραστική δομή (με έλλειψη του ρήματος στο «η εύνοιά του κύμα») και το ίδιο ισχύει και για τους στίχους 5 και 6. Ο πρώτος στίχος εμπεριέχει το σήμα της αποστροφής και οι ακόλουθοι στίχοι περιλαμβάνουν δύο μεταφορές, εκ των οποίων η δεύτερη, πιο σαφής, τείνει να μετατραπεί σε αλληγορία. Τέλος, ο στίχος 5 οικοδομείται με βάση μια αντίθεση («αφήσουμε» – «ακολουθούμε»). Τα σχήματα αυτά απευθύνονται —για να χρησιμοποιήσουμε την ορολογία του Adelung— στις διαφορετικές συγκινησιακές κατηγορίες της προσοχής (αντίθεση, επανάληψη), της φαντασίας (μεταφορά) και των παθών (αποστροφή).
Το δεύτερο παράδειγμά μας είναι το τελευταίο μέρος από ένα δημώδες τραγούδι.
Να ήθελες ωραία μου
Ma belle si tu voulais
Να ήθελες ωραία μου
Ma belle si tu voulais
Να ήθελες ωραία μου
Ma belle si tu voulais
αντάμα να πλαγιάζαμε λαλά
nous dormirions ensemble lonla
αντάμα να πλαγιάζαμε
nous dormirions ensemble
Σε κλίνη μεγάλη και τετράγωνη
Dans un grand lit carré
λευκά προσκέφαλα γεμάτη·
couvert de taies blanches;
Στης κλίνης τις τέσσερις γωνιές,
Aux quatre coins du lit
μπουκέτα από βίγκες.
un bouquet de pervenches.
Καταμεσής στην κλίνη
Dans le mitain du lit
είναι βαθύς ο ποταμός·
la rivière est profonde;
του ρήγα όλα τα άλογα
Tous les chevaux du roi
πίνουν και ξεδιψούνε.
y viennet boire ensemble.
Κι εκεί θε να κοιμόμαστε
Et là nous dormirions
ως να τελειώσει ο κόσμος.
jusqu’ à la fin du monde.
Αυτό το τραγούδι είναι φημισμένο για τη μυστηριακή ομορφιά των ερωτικών μεταφορών του, που μοιάζουν να ανοίγονται σε μεταφυσικούς ορίζοντες και χρήζουν προφανώς ψυχαναλυτικής ερμηνείας. Ωστόσο, από πλευράς ρητορικής μπορούμε να θεωρήσουμε το συγκεκριμένο τραγούδι ως μια απόπειρα αποπλάνησης, στην οποία ο ρόλος της μουσικής θα πρέπει να ήταν ιδιαιτέρως σημαντικός. Θα έπρεπε ως εκ τούτου να το συμπεριλάβουμε, όπως και τη στροφή του Malherbe, στα συμβουλευτικά κείμενα: ο δημιουργός επιζητεί να πείσει κάποιον άλλον ή τον εαυτό του (ωραία μου, ψυχή μου) να κάνει κάτι. Για την εύρεση, θα σημειώσουμε ότι η επιχειρηματολογία δεν περιλαμβάνει λογικές αποδείξεις, αλλά αφορά αποκλειστικά τα ήθη του δημιουργού και τα αισθήματα που πρέπει να προκληθούν στην καρδιά του ακροατή. Η πρώτη στροφή περιλαμβάνει μια πρόταση, αλλά μαζί και ενδείξεις που δείχνουν την σεμνότητα του τραγουδιστή και θα έπρεπε να εμπνεύσουν στην ωραία εμπιστοσύνη: η προσφώνηση «ωραία μου» και κυρίως η δυνητική οριστική της ευγένειας αποτελούν βέβαια σημεία του ρητορικού ήθους (αν ήθελες, θα πλαγιάζαμε). Οι τέσσερις στροφές που ακολουθούν είναι τόποι των περιστάσεων: αποδεικνύουν κάτι επιμένοντας στην αγαθότητα, τη χρησιμότητα, την ωραιότητα των περί αυτό λεπτομερειών. Τέλος, η τελευταία στροφή μπορεί να θεωρηθεί ως τόπος αποτελέσματος, που την ίδια στιγμή είναι μια υπόσχεση (επομένως μια επιστροφή στο ήθος): αν η ωραία δεχτεί να πλαγιάσουν μαζί, θα είναι για πάντα. Η τάξη είναι σαφής: τα προσωπικά και συναισθηματικά στοιχεία βρίσκονται στο κέντρο και στο τέλος, οι τέσσερις κεντρικές στροφές αποτελούν την επιχειρηματολογία. Θα μπορούσαν να αποτελούν αφεαυτές μια εγκωμιαστική αύξηση και ο τόπος του επαίνου χαρακτηρίζει τον επιδεικτικό λόγο: η συμβουλευτική φύση του τραγουδιού είναι ωστόσο πρόδηλη, οφείλεται στις στροφές της αρχής και του τέλους που μετατρέπουν τους επιδεικτικούς τρόπους του επαίνου στο μέσον σε συμβουλευτικούς τόπους των συνθηκών. Σε επίπεδο λέξης, για άλλη μια φορά θα επισημάνουμε τις ποικίλες μορφές της επανάληψης, που υποστηρίζονται από τη μουσική, και τις μεταφορές.
[…]
Η ρητορική ανάλυση ενός αφηγηματικού κειμένου καθίσταται πιο δυσχερής όταν δεν υπάρχει σαφές μήνυμα: […].
Ως προς αυτό μπορούμε να κάνουμε μια ενδιαφέρουσα δοκιμή με τα παραμύθια. Δεν είναι βέβαιο ότι όλα τα παραμύθια εξιστορούνταν παλιά με ένα συγκεκριμένο σκοπό που εύκολα μπορεί να διατυπωθεί· για πολλά από αυτά όμως μπορούμε να δώσουμε μια ηθική ερμηνεία — οπότε αυτομάτως, πλάι στην αφηγηματολογική ανάλυση, πρέπει να υπάρχει και ανάλυση των τεχνικών πειθούς. Έτσι, η μακρά, περίεργη και αναληθοφανής συνομιλία ανάμεσα στην Κοκκινοσκουφίτσα και τον λύκο που έχει μεταμφιεστεί σε γιαγιά γίνεται εξαιρετικά εύληπτη, αν ο αναγνώστης ερμηνεύσει το παραμύθι αυτό ως προειδοποίηση προς τα κορίτσια για τους κινδύνους (του εξωτερικού περιβάλλοντος, της σεξουαλικότητας κ.λπ.): η κλιμάκωση των επαναλήψεων έχει φόβο να εντυπωσιάσει ένα νεανικό ακροατήριο, να του προκαλέσει φόβο.
Το ερώτημα κατά πόσον όλα ανεξαιρέτως τα αφηγηματικά κείμενα μπορούν να αναλυθούν υπό μια ρητορική οπτική είναι ένα δύσκολο ερώτημα. Υπάρχουν πολύ πολύπλοκα αφηγήματα, επικού ή μυθιστορηματικού χαρακτήρα, στα οποία είναι αδύνατον να προσδώσει κανείς ένα και μοναδικό νόημα και τα οποία μοιάζουν να μην έχουν σχεδιαστεί για να μεταφέρουν ένα μήνυμα λιγότερο ή περισσότερο πρακτικό: υπάρχει μια απόλαυση της αφήγησης που είναι ψυχικής φύσεως και δεν σχετίζεται άμεσα με την ηθική συμπεριφορά. Η ρητορική περιλαμβάνει ένα σύνολο εργαλείων που στόχο έχουν να παράγουν και να αναλύουν όχι ιδιαίτερα εκτεταμένα κείμενα πρακτικής χρησιμότητας: θα έπρεπε να βελτιώσουμε πάρα πολύ τα εργαλεία αυτά προκειμένου να μην εκφεύγει το παραμικρό της ρητορικής: ούτε ο Cervantès, ούτε ο Ντοστογιέφσκι, ούτε ο Proust…
Να σημειώσουμε τέλος ότι η ρητορική ανάλυση μπορεί να επεκταθεί όχι μόνο σε κείμενα μη επιχειρηματολογικά, αλλά και εκτός του πεδίου των κειμένων ακόμα. Η ρητορική ανάλυση των εικόνων συνιστά ένα τεράστιο πεδίο, που παραμένει σχεδόν ανεξερεύνητο (παρά τον Barthes): η οπτική σημειωτική, την οποία συμπαθούν περισσότερο οι σύγχρονοι ερευνητές, θα είχε πολλά να κερδίσει αν χρησιμοποιούσε εκ παραλλήλου ορισμένα εργαλεία που η παραδοσιακή ρητορική μπορεί να θέσει στην υπηρεσία της. Έτσι, οι εικόνες των αγίων που βλέπουμε στις εκκλησίες (βλ. εικόνα) είναι και παραινέσεις για λατρεία των αγίων. Αποτελούνται εν γένει από δύο μέρη: η εικόνα του αγίου, που βρίσκεται στο κέντρο και μας κοιτάζει καταπρόσωπο, περιβάλλεται από στοιχεία της ιστορίας του. Το κεντρικό πρόσωπο μας απευθύνει μια συγκινητική έκκληση που σε ένα κείμενο θα τοποθετούνταν στην αρχή και στο τέλος, στο προοίμιο και στον επίλογο. Αντιθέτως, οι περιβάλλουσες αφηγηματικές σκηνές αποτελούν την απόδειξη: είναι οιονεί τόποι παραδείγματος — μας λένε ότι αυτός που κοιτάζει την εικόνα ορθώς λατρεύει τον συγκεκριμένο άγιο, επειδή έζησε κατ’ αυτόν τον τρόπο και έκανε αυτά τα έργα. Η εικόνα βρίσκεται συχνά στην ίδια επικοινωνιακή περίσταση με το κείμενο και έτσι η ρητορική ανάλυση της εικόνας δεν αποτελεί μια ωραία, αναλογική υπόθεση: είναι θεωρητικά εφικτή.
Aron Kibédi-Varga, Ρητορική και παραγωγή του κειμένου. Θεωρία της λογοτεχνίας, επιμ. Marc Angenot, Jean Bessière, Douwe Fokkema & Eva Kushner, μτφρ. Τιτίκα Δημητρούλια, Gutenberg, Αθήνα 2010, σ. 367-371 & 373-374.