Ο Mihály Szegedy-Maszák εναντιώνεται στη θέση του Roman Jakobson όσον αφορά τη συμπερίληψη της Ποιητικής στη Γλωσσολογία, τονίζοντας ωστόσο την αναμφίβολη συνεισφορά της προσανατολισμένης στη γλώσσα υφολογίας στη φιλολογία και ενστερνιζόμενος τη μεταδομιστική θέση, σύμφωνα με την οποία η διαφορά ανάμεσα στη λογοτεχνική και τη μη λογοτεχνική γλώσσα εντοπίζεται μάλλον στο επίπεδο της αλήθειας παρά της δομής τους. Διατεινόμενος ότι «τα λογοτεχνικά κείμενα δεν μπορούν να υπάρξουν παρά μόνο μέσα από τις ερμηνείες τους, που είναι τα αποτελέσματα της συσχέτισης μιας ερμηνεύουσας και μιας ερμηνευόμενης γλώσσας» (Szegedy-Maszák 2010, σ. 299), σχολιάζει στη συνέχεια τους τρόπους και τα σχήματα λόγου, τα οποία εντοπίζει στην επιφανειακή δομή του κειμένου και συνεχίζει σε άλλα επίπεδα ανάλυσης. Εδώ παρατίθεται η ανάλυσή του των σχημάτων λόγου που αφορούν τη σημασιολογία.
Τα σημασιολογικά σχήματα
Καθώς έχω κάνει παρεμπιπτόντως πολλές παρατηρήσεις όσον αφορά μια πιθανή σχέση ανάμεσα στη λειτουργία ορισμένων ελάχιστων δομικών μονάδων και στις μακροδομές, οι οποίες είναι γενικώς γνωστές ως γένη, ήρθε η στιγμή να εξαχθούν και ορισμένα συμπεράσματα από τις παρατηρήσεις αυτές.
Το πρώτο ερώτημα που πρέπει να θέσουμε είναι κατά πόσο ισχύει ότι σε ένα μυθιστόρημα οι μεταφορές διαδραματίζουν αναγκαστικά δευτερεύοντα ρόλο, ενώ τα συνδετικά που σημειώνουν τα προϋποτιθέμενα και τις συνέπειες, όπως και οι αντωνυμίες και οι παραλείψεις που αφορούν το «θέμα», είναι πρωταρχικής σημασίας. Με άλλα λόγια, οφείλουμε να αποφασίσουμε σε ποιο βαθμό είναι αλήθεια ότι οι αφηγηματικές δομές στηρίζονται σε μετωνυμικές διεργασίες.
Άπαξ και δεχτούμε τη θέση κατά την οποία: «Ένας ορισμός της ποίησης δεν μπορεί παρά να καθορίζει το πώς αυτή θα έπρεπε να είναι και όχι το πώς είναι και πώς ήταν στην πραγματικότητα· διαφορετικά, θα περιοριζόταν στην απλούστερη διατύπωσή του: η Ποίηση είναι αυτό που καλούμε τοιουτοτρόπως σε οποιαδήποτε στιγμή και οποιονδήποτε τόπο» (Schlegel, 1980, 206), δεν μπορούμε να δώσουμε καμία απάντηση στο ερώτημα που θέσαμε. Αν η «λογοτεχνικότητα» δεν αποτελεί μια ενδιάθετη ουσία, αλλά μάλλον μια πραγματολογική έννοια, το ισχύει και για τις μακροδομές αυτές, τις οποίες έχουμε συνδέσει με τους όρους genera και species, «γένη» και «τύποι» (Frye, 1966) ή «τύποι» και «γένη» (Genette, 1979). Θα έπρεπε να τους ορίσουμε όχι μόνο στη βάση των δομικών τεχνικών, αλλά και των συνηθειών ανάγνωσης («ορίζοντες προσδοκίας»), της σχέσης που υπάρχει ανάμεσα στον κείμενο και τον δέκτη. Αν και οι συμβάσεις αποτελούν συμφωνίες —ο συγγραφέας αναμένει από τον αναγνώστη να σεβαστεί κάποιους κανόνες—, είναι συχνό το φαινόμενο οι αναγνώστες να μην αντιδρούν σύμφωνα με τις προσδοκίες. Έχει ωστόσο σημασία να υπογραμμίσουμε ότι όταν απορρίπτουν μια συμφωνία, συμμορφώνονται (συνειδητά ή ασύνειδα) προς τους κανόνες κάποια άλλης σύμβασης. Από τη σκοπιά αυτή, δεν είναι καθόλου παράλογο να ισχυριστεί κανείς ότι το ίδιο κείμενο μπορεί να ανήκει σε διαφορετικά γένη, αναλόγως με την εποχή.
Τα γένη είναι επίσης κοινωνικοί θεσμοί και έτσι εξαρτώνται από άλλους κοινωνικούς θεσμούς. Όταν λαμβάνουμε θέση υπέρ μιας ή της άλλης προσέγγισης ενός κειμένου, υφιστάμεθα την επίδραση κάποιων παραγόντων, όπως η εκπαίδευση, η δευτερογενής βιβλιογραφία και η εκδοτική βιομηχανία. Αν θέλουμε τα ορίσουμε τα γένη, πρέπει να αποφύγουμε την «ψευδαίσθηση της αιωνιότητας», «την ψευδαίσθηση της γέννησης του γένους», ακόμα και εκείνη ενός κλειστού σώματος κειμένων (Lejeune, 1975, 313, 317, 325) και σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να ξεχνάμε τους εγγενείς περιορισμούς της ίδιας της ιστορικής μας προοπτικής.
Με τις επιφυλάξεις αυτές, τις οποίες λαμβάνω υπόψη, το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι στα τέλη του 20ού αιώνα η λυρική ποίηση, η μυθοπλασία στην πεζογραφία και το δράμα είναι τα γένη που οι περισσότεροι άνθρωποι αποδέχονται ως λογοτεχνία. Στην συνοπτική αυτή ανάλυση των δομικών στοιχείων του κειμένου, δεν μπορώ να πω σπουδαία πράγματα όσον αφορά στο τρίτο γένος, διότι καμία πραγμάτευση του δράματος δεν είναι σε θέση να αγνοήσει την σχέση του με το θέατρο, το οποίο χρησιμοποιεί σημειακά συστήματα που διαφέρουν από αυτά της γλώσσα. Όσο για τη σχέση ανάμεσα στα άλλα δύο γένη, είναι γεγονός ότι αν η λογοτεχνικότητα είναι, εν μέρει τουλάχιστον, υπόθεση σύμβασης, το ίδιο ισχύει λογικά και για τη διάκριση μεταξύ του λυρικού και αφηγηματικού στοιχείου. Κάποιες ερμηνευτικές κοινότητες αποφασίζουν αν ένα κείμενο ανήκει στο ένα ή το άλλο γένος. Ως εκ τούτου δεν είναι καθόλου εύκολο να πει κανείς ποια η σχέση της δομικής ανάλυσης ενός λυρικού έργου με εκείνη της αφήγησης.
Επικρατεί γενικά η άποψη ότι ένα λυρικό ποίημα έχει συνήθως μικρότερη έκταση από ένα αφηγηματικό έργο και ως εκ τούτου στο λυρικό ποίημα θα μπορούσαν να έχουν πρωταρχική σημασία κάποιες μικρότερες δομικές μονάδες, ενώ αντίθετα στο αφήγημα κάποιες ευρύτερες δομικές μονάδες. Εντούτοις, το να διακηρύσσει κανείς ότι «η αφήγηση καθαυτή είναι μια βαθεία δομή ανεξάρτητη από τον φορέα της» (Chatman, 1981, a, 117) ή, με άλλα λόγια, ότι υπάρχει «σε κάθε αφήγημα, όποιο και αν είναι το αναπαραστατικό του μέσο, ένα τμήμα που δομικά είναι αμιγώς αφηγηματικό, ασχέτως του εκάστοτε μέσου επικοινωνίας» (Chatman, 1981, b, 260) είναι ένα συμπέρασμα υπερβολικό. Μπορούμε να κάνουμε μια διάκριση ανάμεσα σο αφήγημα και την αφηγηματική γλωσσική πράξη, αν θεωρήσουμε ότι πρόκειται για αφαιρέσεις με ευρετική αξία, αλλά δεν θα μπορούσα να αποδεχτώ τη θέση σύμφωνα με την οποία, στην ανάλυση της αφήγησης, «οφείλουμε να διακρίνουμε μεταξύ του λόγου και της υλικής του εκδήλωσης — με τις λέξεις, τα σχέδια και ό,τι άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς» (Chatman, 1978, 23-24), διότι η έννοια με την οποία χρησιμοποιώ τον όρο αφήγηση περιλαμβάνει τη λεκτική επικοινωνία.
Στις σελίδες που ακολουθούν, η αφήγηση θεωρείται μια μακροδομή στενά συνδεδεμένη με την έννοια του αφηγητή μιας ιστορίας, του οποίου μέσο επικοινωνίας είναι η γλώσσα. Με άλλα λόγια, χρησιμοποιώ τον όρο με μια περιορισμένη έννοια και θεωρώ ότι δεν μπορούν να υπάρξουν αφηγηματικές ταινίες, μουσικές, αφηγηματικοί πίνακες ή αφηγηματικά μπαλέτα. Όπως η σημασία δύο διαφορετικών μεταφορών δεν μπορεί να είναι ταυτόσημη, έτσι δεν μπορεί να αφηγηθεί κανείς την ίδια ιστορία με πολλούς διαφορετικούς τρόπους. Η μεταφορά και η πλοκή είναι και οι δύο μυθοπλασιακές κατασκευές και αυτό μπορεί να χρησιμεύσει ως βάση για μια σύγκριση ανάμεσα στη λυρική ποίηση και την αφηγημένη μυθοπλασία. «Με τη μεταφορά, η σημασιολογική καινοτομία έγκειται στο εξής, παράγεται μια νέα αποδεκτή σημασία μιας μη-αποδεκτής σύναψης […]. Όσον αφορά το αφήγημα, η σημασιολογική καινοτομία συνίσταται στην επινόηση μιας πλοκής που είναι και αυτή έργο συνθετικό: δυνάμει της πλοκής, κάποιοι σκοποί, κάποιες αιτίες, κάποιες συγκυρίες συγκεντρώνονται στο πλαίσιο της χρονικής ενότητας μιας ολικής και ολοκληρωμένης δράσης. Αυτή η σύνθεση του ετερογενούς φέρνει το αφήγημα κοντά στη μεταφορά» (Ricœur, 1983, 11). Εν ολίγοις, οι αξιώσεις αληθείας της πλοκής και της μεταφοράς είναι συγκρίσιμες και η αναλογία αυτή μπορεί να μας βοηθήσει να διαπιστώσουμε τη σχέση ανάμεσα στα δύο γένη.
Η μετωνυμία και η συνεκδοχή δεν απουσιάζουν καθόλου από τη λυρική ποίηση, αλλά ο ρόλος τους είναι δευτερεύων. Αντιθέτως, η αφήγηση δεν θα μπορούσε να υπάρχει χωρίς τις μετωνυμικές διεργασίες, αφού η προσδοκία και η μνήμη είναι πολύ πιο σημαντικές στην ερμηνεία της αφήγησης παρά σε εκείνη του λυρικού έργου. Πράγμα που καθόλου δεν σημαίνει ότι οι άλλοι δύο κύριοι τρόποι δεν μπορούν να επιτελέσουν μια δευτερεύουσα λειτουργία στην αφήγηση. Έχει επισημανθεί ότι στον Michelet η ρομαντική γραφή της Ιστορίας αποκαλύπτει μια τάση προς τη μεταφορά, ενώ ο Ranke, πιο θετικιστής, προτιμάει περισσότερο τις συνεκδοχές (White, 1973, 160, 177).
Η αναφορά στους ιστορικούς είναι απολύτως σκόπιμη, αφού οι αφηγηματικές δομές χαρακτηρίζουν τόσο τα έργα της ιστοριογραφίας όσο και τα έργα της μυθοπλασιακής αφήγησης. Η αντίθεση την οποία έχουν θεσπίσει κάποιοι θεωρητικοί ανάμεσα στα δύο γένη θεμελιώνεται στην ατεκμηρίωτη υπόθεση ότι «η μυθοπλασία κατασκευάζεται και το γεγονός ανευρίσκεται» (Goodman, 1978, 91). Μπορούμε να εντοπίσουμε την προέλευση αυτής της ψευδούς πρότασης αν αναχθούμε στον καθ’ υπερβολήν ορθολογισμό ορισμένων φιλοσόφων της ιστορίας στον αιώνα του Διαφωτισμού (τον Bayle ή τον Voltaire, λόγου χάρη) και σε ορισμένους θετικιστές, μολονότι εντοπίζεται και σε κάποιες θεωρίες του 20ού αιώνα, στο πλαίσιο της αντίθεσης μεταξύ μορφών «λόγου» και «παράστασης», για παράδειγμα (Langer, 1971, 79-102).
Τα γενικά χαρακτηριστικά των έργων με αφηγηματική δομή καθιστούν τις αντιθέσεις αυτές αμφισβητήσιμες. Όλα τα κείμενα που αφηγούνται μια ιστορία διαθέτουν μια συνταγματική επιφανειακή δομή, ένα δίκτυο χρονικών και αιτιακών σχέσεων, όπως και μια παραδειγματική δομή που συνίσταται σε λογικές σχέσεις, όπως η αντίθεση. Εν ολίγοις, η συνεκτικότητα της πλοκής βασίζεται σε αρχές χρονικές και μαζί λογικές.
Ο Αριστοτέλης θεωρούσε ότι η αφήγηση μιας ιστορίας είναι αξιόπιστη («αληθοφανής»), αν η πλοκή δεν είναι οργανωμένη σε επεισόδια, αλλά τα αφηγημένα γεγονότα ακολουθούν το ένα το άλλο σύμφωνα με μια σχέση αιτίας και αποτελέσματος (Αριστοτέλης, 1963, 41). Αυτό το κριτήριο μπορεί να εφαρμοστεί τόσο στην ιστοριογραφία όσο και στην αφηγηματική μυθοπλασία. Η ερμηνεία της αιτιότητας δεν είναι, φυσικά, σταθερή: εξαρτάται από τις νόρμες που αποδέχεται μια συγκεκριμένη κοινότητα. Συνεπώς, το ίδιο κείμενο μπορεί να θεωρηθεί λιγότερο ή περισσότερο αξιόπιστο σε διαφορετικές περιόδους και σε διαφορετικές κουλτούρες. Η αιτιότητα εξαρτάται από την επιλογή και συνεπάγεται έτσι την αξιολόγηση και τη γενίκευση. Ως εκ τούτου, η συνεκδοχή μπορεί να διαδραματίζει έναν σημαντικό δευτερεύοντα ρόλο στην αφήγηση.
Mihály Szegedy-Maszák, Το κείμενο ως δομή και κατασκευή. Θεωρία της λογοτεχνίας, επιμ. Marc Angenot, Jean Bessière, Douwe Fokkema & Eva Kushner, μτφρ. Τιτίκα Δημητρούλια, Gutenberg, Αθήνα 2010, σ. 315-318.