Ο Mihály Szegedy-Maszák εναντιώνεται στη θέση του Roman Jakobson όσον αφορά τη συμπερίληψη της Ποιητικής στη Γλωσσολογία, τονίζοντας ωστόσο την αναμφίβολη συνεισφορά της προσανατολισμένης στη γλώσσα υφολογίας στη φιλολογία και ενστερνιζόμενος τη μεταδομιστική θέση, σύμφωνα με την οποία η διαφορά ανάμεσα στη λογοτεχνική και τη μη λογοτεχνική γλώσσα εντοπίζεται μάλλον στο επίπεδο της αλήθειας παρά της δομής τους. Διατεινόμενος ότι «τα λογοτεχνικά κείμενα δεν μπορούν να υπάρξουν παρά μόνο μέσα από τις ερμηνείες τους, που είναι τα αποτελέσματα της συσχέτισης μιας ερμηνεύουσας και μιας ερμηνευόμενης γλώσσας» (Szegedy-Maszák 2010, σ. 299), σχολιάζει στη συνέχεια τους τρόπους και τα σχήματα λόγου, τα οποία εντοπίζει στην επιφανειακή δομή του κειμένου και συνεχίζει σε άλλα επίπεδα ανάλυσης. Εδώ παρατίθεται η ανάλυσή του των σχημάτων λόγου που αφορούν τη μορφολογία και τη σύνταξη.
Μορφολογικά και συντακτικά σχήματα
Το απροσδόκητο προκύπτει από έναν εκ των τριών παραγόντων: προσθήκη (επεξεργασία), αφαίρεση (παράλειψη, απάλειψη ή κατακερματισμός) και αντιμετάθεση (μετατόπιση). Και οι τρεις μπορούν να οριστούν σε επίπεδο μορφολογικό, συντακτικό και σημασιολογικό.
Τα μορφολογικά σχήματα λόγου, επειδή δεν είναι ιδιαιτέρως πολύπλοκα, δεν απαιτούν διεξοδική ανάλυση. Τα περισσότερα αποτελούν μια παραλλαγή της προσθήκης. Η ακροστιχίδα, η ομοιοκαταληξία, ο νεολογισμός, το ετυμολογικό σχήμα, ένα ξενόγλωσσο παράθεμα, η ομωνυμία, η αντιμετάθεση στοιχείων του σημαίνοντος («παρονομασία») και οι περισσότεροι άλλοι τύποι αστείου ή λογοπαιγνίου μπορούν να αναφερθούν ως πολύ γνωστά παραδείγματα. Επισύροντας την προσοχή σε μια κρυμμένη ή εν πάση περιπτώσει όχι εντελώς προφανή σύναψη μεταξύ δύο ή περισσότερων σημαινόμενων στοιχείων δημιουργούν μια σημασιολογική ένταση. Στον τίτλο του μυθιστορήματος του Robbe-Grillet La jalousie [Η ζήλια], λόγου χάρη, ένα σημαίνον αναφέρεται σε δύο σημαινόμενα στοιχεία και όποιος γνωρίζει καλά το βιβλίο ξέρει ότι η ομωνυμία αυτή («αντονομασία»), διαπλοκή δύο σημασιών, διαδραματίζει πολύ σημαντικό ρόλο μέσα στο κείμενο.
Τα σχήματα λόγου που μελετούν οι θεωρητικοί της ρητορικής είναι κάποιοι κανόνες τους οποίους θα μπορούσαμε να ορίσουμε, υποθετικά, ως καθολικά, και κάθε δεδομένη ιστορική περίοδος δίνει έμφαση σε κάποια από αυτά. Τα περισσότερα λογοτεχνικά κινήματα θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν με βάση την προτίμησή τους προς ορισμένες από τις δυνατότητες αυτές. Στον κλασικισμό κατά τον 17ο και τον 18ο αιώνα κυριαρχούσε η συντακτική επεξεργασία, ενώ η κατάργηση της στίξης («παράταξη»), η οποία μπορεί να αποτελεί την απλούστερη μορφή συντακτικής παράλειψης, αποτέλεσε διακριτικό γνώρισμα της πρωτοποριακής γραφής. Θα ήταν ωστόσο σοβαρό σφάλμα να αποδώσουμε όλες τις προτιμήσεις για συγκεκριμένους τύπους σχημάτων λόγου σε ιστορικές αλλαγές. Η δομή τής κάθε γλώσσας διαδραματίζει εξίσου κάποιο ρόλο στην επιλογή αυτή. Ως εκ τούτου, οι νόμοι που ορίζουν οι θεωρητικοί της ρητορικής δεν μπορούν να εφαρμοστούν σε κείμενα γραμμένα σε γλώσσες που δεν ανήκουν στην ινδοευρωπαϊκή οικογένεια.
Η προβλεψιμότητα είναι ιδιαιτέρως ευαίσθητη στις ιστορικές αλλαγές. Μπορεί να έχουμε την εντύπωση ότι η έλλειψη αποτελεί διακριτικό στοιχείο της ρομαντικής και της πρωτοποριακής ποίησης, αλλά θα πρέπει να έχουμε συνείδηση της ιστορικής μας επιλογής: η σύνταξη των παλαιότερων κειμένων μοιάζει από την άποψη αυτή πιο συνεχής, διότι ο κατακερματισμός τους έχει χάσει τη δύναμή του, με τον ίδιο τρόπο που πολλές μεταφορές σήμερα είναι νεκρές. Αυτό ισχύει για όλους τους τύπους των συντακτικών ανωμαλιών.
Όπως επεσήμανα παραπάνω, όταν ταξινομεί κανείς τις μικρότερες σε μέγεθος κειμενικές μονάδες, μπαίνει πραγματικά σε πειρασμό να περιφρονήσει την Ιστορία. Έτσι, εύκολα μιλά κανείς για τριών ειδών συντακτική επεξεργασία: α) τον παραλληλισμό, δηλαδή την επανάληψη της σχέσης ανάμεσα σε διαφορετικά συστατικά στοιχεία· β) τον εγκιβωτισμό («παρένθεση» ή «εγκλεισμός»), που είναι η ένθεση ενός χρόνου και ενός χώρου («χρονότοπος») μέσα σε άλλους· γ) κάποιες λογικές δομές θεμελιωμένες σε μια αντίθεση. Οι δυσκολίες αρχίζουν μόλις αυτός που ταξινομεί επιχειρήσει να λάβει υπό ψη του την αντίδραση του αναγνώστη. Μολονότι είναι αλήθεια ότι οι επαναλήψεις στον περίφημο στίχο του Μάκβεθ «Αύριο, και αύριο, και αύριο» επιμηκύνουν τη φράση και την καθιστούν πιο πολύπλοκη, δημιουργούν ωστόσο εξίσου την εντύπωση ενός εκφωνήματος κατακερματισμένου, στο οποίο πολλά πράγματα δεν εκφράζονται.
Μπαίνει κανείς στον πειρασμό να επιλύσει την αντίφαση αυτή διατεινόμενος ότι μια τέτοια αμφισημία προκύπτει από τον συνδυασμό της συντακτικής επεξεργασίας και της μορφολογικής επανάληψης, όπως η χρήση των ίδιων συνδέσμων («πολυσύνδετο»), αλλά αυτό θα αποτελούσε απλούστευση. Ο παραλληλισμός και η πολυπλοκότητα μπορούν να συνυπάρξουν, μπορεί όμως να έχουν ως αποτέλεσμα και μια εντύπωση ότι η φράση είναι κατακερματισμένη, ειδικά αν οι μονάδες είναι σύντομες, όπως στις ενότητες των καταλόγων στα μεγάλα επικά ποιήματα· ή και όταν έχουμε μια ακολουθία συνωνύμων, τα οποία αποτελούν ένα σχήμα λόγου που ο Fontanier το ονομάζει «μεταβολή». Σημασία έχει μάλλον η διάδραση μεταξύ σχημάτων λόγου παρά τα σχήματα καθαυτά. Ένας παραλληλισμός δεν μπορεί να είναι αυτάρκης, ακόμα και όταν οι ενότητες είναι εκτεταμένες, αφού ενέχει μια ανοιχτή δομή. Στις περισσότερες περιπτώσεις συνδέεται με την αποσιώπηση, μορφή μετατόπισης, και το αποτέλεσμα μπορεί να είναι ένα κλιμακωτό, ένα από τα πλέον χρησιμοποιούμενα μέσα της ρητορικής. Σε μία μόνο περίπτωση μπορεί μια συσσώρευση, ένας κατάλογος ή μια απαρίθμηση να μείνουν ανοιχτοί, όταν πρόκειται για ένα σχόλιο αυξητικό, που παρεντίθεται σε ένα απόσπασμα με το οποίο θα μπορούσε, σε γραμματικό επίπεδο, να μην συνδέεται. Τέτοιες παρενθέσεις δείχνουν επίσης τη σύγκρουση δύο διαφορετικών σχημάτων, πράγμα που σημαίνει τη μετάβαση του πρώτου στη δεύτερη ομάδα συντακτικής επεξεργασίας και την πλήρωση του κενού ανάμεσα στον παραλληλισμό και τον εγκιβωτισμό.
Στις παρεκβάσεις η διαβάθμιση είναι η ίδια με τις παράλληλες δομές και εξαρτάται από την έκταση των μονάδων. Σε έναν επιθετικό προσδιορισμό δεν έχουμε πάνω από μια πρόσθετη λέξη· η παράθεση είναι μια μεγαλύτερη προσδιοριστική φράση. Μια σύγκριση μπορεί να εκτείνεται σε μια ολόκληρη περίοδο, όπως και μια περίφραση ή μια παράφραση, μια ακόμη πιο αναπτυγμένη παράθεση, για την οποία έχει λεχθεί ότι συγκαταλεγόταν στις αγαπημένες τεχνικές των νεοκλασικών ποιητών του 17ου και του 18ου αιώνα.
Πολύ εύκολα θα μπορούσαμε να ταξινομήσουμε τις παρεκβάσεις σύμφωνα με την έκταση των παρένθετων στοιχείων, για άλλη μια φορά όμως κάποιες ιστορικές θεωρήσεις καθιστούν τρωτές τις σαφώς καθορισμένες διακρίσεις. Η αντίθεση ανάμεσα στο θεωρούμενο ως κύριο κείμενο και τη θεωρούμενη ως παρέκβαση εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από πολιτισμικούς παράγοντες.
[…]
Mihály Szegedy-Maszák, Το κείμενο ως δομή και κατασκευή. Θεωρία της λογοτεχνίας, επιμ. Marc Angenot, Jean Bessière, Douwe Fokkema & Eva Kushner, μτφρ. Τιτίκα Δημητρούλια, Gutenberg, Αθήνα 2010, σ. 304-307.