Ο σχολιασμός του ορισμού του ύφους από τον Roland Barthes ενδιαφέρει για δύο λόγους. Κατά πρώτον, αναδεικνύει τις δυσκολίες που η θεωρία θέτει στην πρακτική αντιμετώπιση του ύφους· κατά δεύτερον, ενδιαφέρει ως προς το αν και κατά πόσον υπάρχει ένα ουδέτερο ύφος, χωρίς διακριτικά γνωρίσματα, ένα μηδενικό ύφος (Null-Stil). Το ερώτημα αυτό, που έχει πολλαπλό πεδίο αναφοράς, από τον Albert Camus ώς ολόκληρη τη σύγχρονη νεοελληνική παραγωγή, ειδικά της δεκαετίας 1990-2000, παραμένει ανοιχτό. Αφενός, η απουσία ύφους αποτελεί κι αυτή μια επιλογή και επομένως συνιστά ύφος. Αφετέρου, η απουσία ύφους μπορεί να μην ερμηνευτεί ως επιλογή αλλά ως αδυναμία αποαυτοματισμού και επομένως ως απουσία λογοτεχνικότητας. Στο σημείο αυτό, ο ρόλος της κριτικής καθίσταται πιο σημαντικός παρά ποτέ.
Στο αριστοτεχνικό δοκίμιό του Ο βαθμός μηδέν της γραφής, στο οποίο καταγγέλλει την απάτη της λογοτεχνίας, ο Barthes […] παρουσιάζει ένα πρωτότυπο ορισμό του ύφους (style) σε αντιπαράθεση με τη γραφή (écriture):
Το ύφος είναι μια γλώσσα (langage) αυταρχική που βυθίζεται στην προσωπική και μυστική μυθολογία του συγγραφέα, μέσα στην υπο-φυσική (hypo-physique) της ομιλίας (parole), όπου σχηματίζεται το πρώτο ζευγάρι λέξεων και πραγμάτων, και όπου εγκαθίστανται μια για πάντα τα μεγάλα λεκτικά θέματα της ύπαρξής του […]. Το ύφος είναι κυρίως ένα φαινόμενο βλαστικής τάξης (d’ordre germinatif), είναι η μετουσίωση ενός χυμού.
Ορισμοί αυτού του είδους παρουσιάζουν μεγάλες δυσκολίες κατανόησης και έτσι περιορίζεται, αν δεν καθίσταται ανέφικτη, η κριτική τους αντιμετώπιση. Σ’ αυτό το αναγκαίο ύφος, ο Barthes αντιπαραθέτει τη γραφή, η οποία είναι το αποτέλεσμα μιας προθετικότητας και μιας επιλογής. Διακρίνει τρεις βασικούς τύπους γραφής […]: 1. Ως “σήμα” (signal) πάνω στο οποίο βασίζονται όλες οι λογοτεχνικές μορφές. Το τελετουργικό της είναι τόσο ψυχρό που ο συγγραφέας είναι χωρίς υπευθυνότητα καθώς έχει στερηθεί την ελευθερία του. 2. Ως αξία (valeur), στην αυταρχική γλώσσα του κατεστημένου, της ιδεολογίας και των κομμάτων. 3. Ως στράτευση (engagement). Πρόκειται για μια μαχόμενη (militante) γραφή ολοκληρωτικά απαλλαγμένη από το στιλ, η οποία προέρχεται κατ’ ευθείαν από τη γραφή ως αξία, είναι όμως πιο εύσχημη για να είναι λιγότερο εγωιστική.
Αυτές οι γραφές επανέρχονται στα διάφορα είδη που περιέγραψε ο Barthes όπως οι πολιτικές γραφές, η γραφή του μυθιστορήματος, η ποιητική γραφή κ.ά. Η γραφή, όπως οριοθετείται εδώ, δεν είναι παρά μια πλευρά του ύφους με τη συνηθισμένη σημασία του όρου. Ο Guiraud […] παρατήρησε ότι το «ύφος» διατηρεί το κύρος μιας ευγενικής λέξης, ενώ η «γραφή» περιέχει κάτι το μειωτικό για να δηλώσει, σε αντιπαράθεση με την παραδοσιακή χρήση της λέξης, μια γενιά ζωγράφων χωρίς σχέδιο, ποιητών χωρίς ομοιοκαταληξία, τραγουδιστών χωρίς φωνή, που όλοι τους επιδιώκουν τον εξοστρακισμό της γραφής, η οποία όμως επανέρχεται με καλπάζοντα ρυθμό με τη μορφή ενός νέου μανιερισμού, της απουσίας γραφής.
Χριστόφορος Χαραλαμπάκης, Οι απόψεις του Roland Barthes για το ύφος. Νεοελληνικός Λόγος. Μελέτες για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και το ύφος, Κ. Τσιβεριώτης, Αθήνα 31999, σ. 60-61. Από το απόσπασμα έχουν παραλειφθεί οι βιβλιογραφικές παραπομπές.