Οι φωτογραφίες του Γιώργου Σεφέρη

Χιώτης Θεόδωρος

Ο μελετητής του Σεφέρη Θεόδωρος Χιώτης συζητά τη φωτογραφική δραστηριότητά του. Κεντρικό συστατικό στοιχείο της είναι η απάλειψη της υποκειμενικότητας του ποιητή και η εμπλοκή του με την υλικότητα όσων αναπαρίστανται, είτε αυτά είναι πρόσωπα, είτε είναι τοπία ή αρχαία μνημεία. Η σχέση του ποιητή με τη φωτογραφία δίνει το κλειδί ερμηνείας του τρόπου με τον οποίο ο Σεφέρης αντιλαμβάνεται το ζήτημα της χρονικότητας.

Ανεξάρτητα από το αν είναι αυστηρές εικόνες τοπίων, κτιρίων ή ανθρώπων, οι φωτογραφίες του Σεφέρη προοιωνίζονται τη συνείδηση του φωτογράφου καθώς έρχεται σε επαφή με το υλικό. Η Sarah Kofman μας θυμίζει τον υπαινιγμό του Descartes ότι «δεν υπάρχει ομοιότητα ανάμεσα στο αντικείμενο και την εικόνα του. Ο νους είναι αυτός που βλέπει, όχι το μάτι, και ο νους είναι συνείδηση χωρίς θέση προοπτικής» […]. Το αντικείμενο χάνεται στην επίπεδη επιφάνεια της εικόνας.

Οι φωτογραφίες του Σεφέρη απεκδύονται στρώματα πραγματικότητας προκειμένου να αποκαλύψουν πώς η φωτογραφία μπορεί να επιστρέφει αντιληπτικά γεγονότα πίσω στον θεατή. Η εμπειρία του χρόνου υπογραμμίζεται περαιτέρω από την αντανάκλαση του χρόνου στα φωτογραφικά θέματα του Σεφέρη. Οι εικόνες στο φωτογραφικό έργο του Σεφέρη αποκαλύπτουν πώς συλλαμβάνεται η σχέση του παρόντος με το παρελθόν […]. O Bergson παρατηρεί ότι «το να αντιλαμβάνεσαι σημαίνει να ακινητοποιείς» […]. Η φωτογραφία ως προσθετικό εργαλείο της μνήμης ακινητοποιεί την αντίληψη και βοηθά την ανάκληση του παρελθόντος, ακόμα και αν οι στιγμές που ανακαλούνται είναι χαρακτηριστικά κατακερματισμένες. Ο ίδιος ο Σεφέρης είχε κάνει την εξής παρατήρηση: «Η θύμηση καταβρόχθισε τη μνήμη μου» […]. Τα λόγια του Σεφέρη υπονοούν ότι η ανάκληση, δηλαδή «η αναγκαία φτώχεια» της αναπαράστασης, αναδημιουργεί τον κόσμο και την υποκειμενικότητα μέσα από μια πράξη διάκρισης […]. Ο ποιητής φέρνει στο προσκήνιο τους μηχανισμούς μνήμης και υπαινίσσεται μια ρήξη με την παραδοσιακή χρονικότητα: η πράξη της ανάκλησης, με τη συνεπαγόμενη πολυφωνία και ποικιλότητα, έχει διαβρώσει τις εικόνες που έχουν αποθηκευτεί στη μνήμη. Η αντίληψή μας δηλαδή αγκιστρώνεται εκ νέου στο πραγματικό.

[...]

Επομένως, ποια σχέση θα μπορούσε να έχει ο ποιητής Σεφέρης με τη φωτογραφία αν δεν είναι ο ίδιος επαγγελματίας φωτογράφος; Αν η ποίηση είναι για τον Σεφέρη ένας τρόπος να ανακαλύψει μια προσωπική φωνή για να αρθρώσει άποψη για τον κόσμο, τότε η φωτογραφία μπορεί να γίνει αντιληπτή ως μέσο για να αναδιαμορφώσει τον τρόπο που βλέπει τον κόσμο. Αναφερόμενος στην αυτοβιογραφία με εικόνες του N. Scott Momaday, Το όνομα, ο Paul Jay παρατηρεί σχετικά με τις επιδράσεις των οπτικών βοηθητικών εργαλείων μνήμης στη φαντασία: «η μνήμη αρχίζει να ευεργετεί τη φαντασία, να τη διαμορφώνει αλλιώς, με τρόπο που προσιδεάζει στον εαυτό […]. Ο Jay αναφέρεται στη διαπλαστική (και ίσως μεταμορφωτική) επίδραση της φωτογραφίας στον φωτογράφο. Αν ευσταθεί η θέση του Flusser ότι μια «φωτογραφία είναι εικόνα εννοιών» […], τότε το να παίρνεις τη φωτογραφία στα σοβαρά και με τόση επιμέλεια όσο ο Σεφέρης συνιστά έναν νέο τρόπο αντίληψης του κόσμου. Ίσως να είμαστε σε θέση να υποστηρίξουμε ότι η φωτογραφία συνεισέφερε στην ποιητική παραγωγή του Σεφέρη, καθώς μπορούμε να θεωρήσουμε τη φωτογραφία μια απόπειρα για έναν νέο τρόπο σκέψης […].

Θεόδωρος Χιώτης, «Archaeology of Refraction: Temporality and Subject in George Seferis’s Photographs». Camera Graeca: Photographs, Narratives, Materialities, επιμ. Philip Carabott, Yannis Hamilakis & Eleni Papargyriou, Ashgate, Farnham 2015, σ. 171-172. Μτφρ. για τους Σελιδοδείκτες: Ελένη Παπαργυρίου.