Επιστολογραφία

Η επιστολογραφία συγκαταλέγεται συνήθως στις «γραφές του εγώ», αλλά η ένταξή της στα είδη του αυτοβιογραφικού λόγου δεν αφορά τόσο την ιστορία της επιστολογραφίας, όσο την εξέλιξή της κατά τους τελευταίους αιώνες. Ο 18ος αιώνας έχει θεωρηθεί ο χρυσός αιώνας της επιστολογραφίας για την Ευρώπη (Hewitt 2016, 1). Όπως παρατηρεί η Françoise Simonet-Tenant για τη γαλλική γραμματεία (2009, 30), κατά τον 18ο αιώνα καταγράφεται η βούληση των επιστολογράφων να αποτυπώσουν τη μοναδικότητά τους. Έτσι, ξεκινούν να εκφράζουν στις επιστολές το συναίσθημα και τη σκέψη τους με έναν τρόπο που, έως τότε, έβρισκε διέξοδο μόνο στη μυθοπλασία.

Το βασικό χαρακτηριστικό της επιστολής είναι βέβαια το γεγονός πως απευθύνεται σε κάποιον άλλον, ξεκινά υποχρεωτικά με την προσφώνηση του προσώπου αυτού και δεν μπορεί να ολοκληρωθεί, αν δεν υπάρξει κάποιος αποχαιρετισμός προς το ίδιο αυτό πρόσωπο. Όπως επισημαίνει Liz Stanley (2005, 94-95), στην επιστολογραφία εναλλάσσονται οι ρόλοι του συγγραφέα και του αναγνώστη αλλά κάθε επιστολή είναι το αποτέλεσμα μιας πρόθεσης, έχει έναν σκοπό, που μπορεί βέβαια να ποικίλλει: από την πληρωμή ενός λογαριασμού έως τη διατήρηση μιας σχέσης που χωρίζει η –γεωγραφική, συνήθως– απόσταση. Το βέβαιο είναι πως οι επιστολές αναφέρονται στην πραγματικότητα και συνδέονται, έστω και έμμεσα, με τον φυσικό κόσμο. Με άλλα λόγια, αν μια επιστολή έχανε τη σύνδεσή της με την πραγματικότητα, δεν θα μπορούσε να διαβαστεί πια ως «επιστολή» από τον παραλήπτη της.

Έχουν δημοσιευτεί αρκετές επιστολές που γράφτηκαν στα ελληνικά κατά τον 17ο αιώνα. Ακόμα, έχουν εκδοθεί σημαντικές επιστολές των εκπροσώπων του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, όπως του Κοραή και του Καΐρη, όπως και αρκετά γράμματα από τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια. Μέσα στον 20ό αιώνα τυπώθηκαν τόμοι με επιστολές κυρίως λογοτεχνών προκαλώντας συχνά έντονες, αλλά και ενδιαφέρουσες, συζητήσεις για τα όρια της δημόσιας έκθεσης του ιδιωτικού λόγου.

Λογοτεχνικά κείμενα
Κριτικά κείμενα