Το 1987, στο Καρλόβασι της Σάμου, ο Γιάννης Ρίτσος γράφει το ποίημα «Μετά την Τροία», που θα συμπεριληφθεί στη συλλογή Τα αρνητικά της σιωπής της ίδιας χρονιάς:
Κλειστές οι πόρτες πια στη γενναιοδωρία των άστρων. Τα παιδιά έχουν μεγαλώσει. Οι άλλοι έχουν φύγει. Το ξύλινο αλογάκι του Νεοπτόλεμου έχει μείνει στον σκοτεινό διάδρομο με τ’ άσπρα και μαύρα πλακάκια. Κανένας δεν το καβαλικεύει πια. Και τ’ άλλο, το μεγάλο το κούφιο, το κατοικούν κατσαρίδες κι αράχνες, δεν ξεγελάει ούτε εχθρούς ούτε φίλους. Οι αλλοτινές σημαίες στο μπαούλο μαζί με τ’ αποκριάτικα ρούχα, χωρίς ναφθαλίνη, θα τα φάει ο σκόρος. Τί ωραία που τό ’πε εκείνος ο τρελός φιλόσοφος μιαν άγρια νύχτα «ανέβασα τη στάχτη μου στο βουνό» και σώπασε για πάντα…
Καρλόβασι, 12.VII.87
Παρενθετικά αλλά ακριβόλογα έχει επισημανθεί ότι «(ο υπονοούμενος τρελός φιλόσοφος είναι ο Ζαρατούστρα του Νίτσε )» (Μαρωνίτης 2013). Στο λογοτεχνικά υποβλητικό και φιλοσοφικά ελαυνόμενο Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα (1885) και ειδικότερα στο κεφάλαιο «Για τους κήρυκες του άλλου κόσμου» (Νίτσε 2010, 45-49), η αφηγηματική φωνή μιλά και για τον θεό που δημιούργησε:
Άνθρωπος ήταν, και απλώς ένα φτωχό κομμάτι από άνθρωπο και από εμένα: από την ίδια μου τη στάχτη και από την ίδια μου την ανθρακιά βγήκε το φάντασμα αυτό και αλήθεια! δεν μου ήρθε από το επέκεινα! […] Υπερνίκησα τον εαυτό μου, τον εαυτό μου που υπέφερε, κουβάλησα τη στάχτη μου στο βουνό, επινόησα μια πιο φωτεινή φλόγα. Και, για δες! Το φάντασμα εξαφανίστηκε από μπροστά μου!
Η διαχεόμενη στο έργο του Νίτσε ιδέα για τον «θάνατο του θεού» διαποτίζει τους στίχους του Ρίτσου στο ποίημα «Μετά την Τροία», στο αναφορικό επίπεδο του οποίου δεσπόζει ο μυθικός Νεοπτόλεμος , γιος του Αχιλλέα και της Δηιδάμειας, που κατά τη μυθική παράδοση ανατράφηκε στην Σκύρο από τον πατέρα της μητέρας του Λυκομήδη. Μια βασική εκδοχή του μύθου θέλει τον Νεοπτόλεμο να συγκαταλέγεται στους άντρες, που κρύφτηκαν στον Δούρειο Ίππο και εκπόρθησαν την Τροία (βλ. ενδεικτικά το λήμμα «Νεοπτόλεμος» στο Grimal 1991). Οι δύο εκδοχές ξύλινου αλόγου θεμελιώνουν στο ποίημα του Ρίτσου ένα δραστικό δίπολο: το ξύλινο αλογάκι ως παιχνίδι-αντικείμενο εκπροσωπεί την αθώα παιδική ηλικία, το ξύλινο άλογο («το μεγάλο το κούφιο»), διαμέσου του οποίου αλώθηκε η Τροία, καθρεφτίζει την πανουργία και την αιματοβαμμένη θηριωδία της ενήλικης ζωής, ζωής περιπεπλεγμένης στο δίχτυ των θεϊκών εντολών και των επιβεβλημένων ηθικών υποχρεώσεων. Ο Ρίτσος προσπαθεί με το πέπλο μιας αισθητικά δικαιωμένης φιλοσοφικής συνεισφοράς («τί ωραία που τό ’πε / εκείνος ο τρελός φιλόσοφος»), να καλύψει την υπαρξιακή θλίψη της διάψευσης των οραμάτων, αξιοποιώντας με νεωτερικά λειτουργικό τρόπο τη μυθική μέθοδο.
Το ποιητικό πρόσωπο του Γιάννη Ρίτσου είναι σύνθετο. Το «Μετά την Τροία» εκπροσωπεί τη φιλοσοφικά χρωματισμένη και υπαρξιακά οικοδομημένη πλευρά της ποίησης του Ρίτσου, μιας ποίησης που ακόμη και όταν δεν υπογραμμίζει το ιστορικό-κοινωνικό της πλαίσιο, το φωτίζει διακριτικά: η γνωστοποίηση από τον δημιουργό της ημερομηνίας και του τόπου συγγραφής κάθε ποιήματος αποτελεί οργανικό στοιχείο του, από το οποίο αναδύονται ποικίλοι συνειρμοί. Τελικά, η γόνιμη συνύπαρξη (σε αρκετές, βέβαια, διαβαθμίσεις) των κοινωνικοπολιτικών διακυβευμάτων και των υπαρξιακών αναζητήσεων είναι το βασικότερο θεματικό χαρακτηριστικό του ποιητικού προσώπου του Ρίτσου.