Κάψτε τα βιβλία!

Bradbury Ray

Το 1953 ο αμερικανός συγγραφέας Ρέι Μπράντμπερι δημοσίευσε το μυθιστόρημά του Φαρενάιτ 451. Ο τίτλος αναφέρεται στη θερμοκρασία αυτοανάφλεξης του χαρτιού. Πρόκειται για δυστοπική μυθοπλασία που περιγράφει μια κοινωνία στην οποία απαγορεύονται τα βιβλία και τιμωρούνται οι αναγνώστες. Ο κεντρικός ήρωας, ο Μόνταγκ, ανήκει σε μια ομάδα «πυροσβεστών» που λειτουργούν ως αστυνομία τρόμου: εντοπίζουν τους παραβάτες και καίνε τα βιβλία. Στην κατάσταση αυτή αντιδρά μια ομάδα εξόριστων εραστών της ανάγνωσης που διασώζει τον πολιτισμό του βιβλίου με τη δύναμη της μνήμης. Ο καθένας από αυτούς είναι και ένα βιβλίο, έχει δηλαδή διασώσει στη μνήμη του ένα βιβλίο για να μην χαθεί ο ανθρώπινος πολιτισμός αλλά να περάσει στις επόμενες γενιές. Στο μυθιστόρημα αυτό βασίστηκε το ομώνυμο κλασικό φιλμ του Φρανσουά Τρυφώ (1966).

[…]

Καλώς ήρθες, Μόνταγκ!

— Δεν ανήκω σε σας, είπε ο Μόνταγκ στο τέλος σιγά. Εγώ έχω υπάρξει ηλίθιος με πολλούς τρόπους.

— Σ’ αυτά είμαστε όλοι συνηθισμένοι. Όλοι μας έχουμε κάνει τα σωστά εκείνα είδη λαθών, αλλιώς δε θα είμαστε και εδώ! Όταν είμασταν χωριστά άτομα, όλοι οργιζόμασταν. Χτύπησα έναν πυροσβέστη όταν ήρθε να κάψει τη βιβλιοθήκη μου, εδώ και αρκετά χρόνια. Από τότε με κυνηγούσαν. Θέλεις να ενωθείς μαζί μας, Μόνταγκ;

— Ναι.

— Τί έχεις να προσφέρεις;

— Τίποτα. Νόμιζα πως είχα ένα τμήμα απ’ το βιβλίο του «Εκκλησιαστή» και ίσως λίγο απ’ την «Αποκάλυψη», αλλά τώρα δεν έχω τίποτα, ούτε κι αυτά.

— Το βιβλίο του «Εκκλησιαστή» θα βρεθεί. Πού το είχες;

— Εδώ, ο Μόνταγκ άγγιξε το κεφάλι του.

—    Α! ο Γκραίιντζερ χαμογέλασε κι έγνεψε.

—    Τί συμβαίνει; Δεν είναι καλά; ρώτησε ο Μόνταγκ.

— Περισσότερο από καλά. Τέλεια! Ο Γκραίιντζερ γύρισε στον Αιδεσιμότατο: — Έχουμε κανένα βιβλίο του «Εκκλησιαστή»;

— Έχουμε ένα. Ο άνθρωπος που ονομάζεται Χάρης, στο Γιανγκστάουν.

— Μόνταγκ. — Ο Γκραίιντζερ έπιασε σταθερά τον ώμο του Μόνταγκ. — Να περπατάς προσεχτικά. Να φυλάς την υγεία σου. Αν συμβεί τίποτα στον Χάρης, εσύ θα είσαι το βιβλίο του «Εκκλησιαστή». Βλέπεις πόσο σπουδαίος έγινες το τελευταίο αυτό λεπτό!

— Αλλά σχεδόν το ’χω ξεχάσει!

— Όχι, τίποτα δε χάνεται. Έχουμε τον τρόπο να τα ξαναφέρνουμε όλα στην επιφάνεια.

— Αλλά προσπάθησα να το θυμηθώ!

— Μην προσπαθείς. Θα ξαναρθούν, όταν τα χρειαζόμαστε. Όλοι μας έχουμε φωτογραφικά μνημονικά, αλλά και ξοδέψαμε μιαν ολόκληρη ζωή για να μάθουμε πώς να «φράζουμε» τα πράγματα και να μην τα αφήνουμε να βγουν, εκείνα που πραγματικά βρίσκονται εκεί μέσα. Ο Σίμονς από δω έχει εργαστεί πάνω σ’ αυτό είκοσι χρόνια και τώρα μπορούμε να πούμε ότι κατέχουμε τη μέθοδο με την οποία μπορούμε να ανακαλούμε καθετί που κάποτε είχε διαβαστεί. Θα ήθελες, κάποια μέρα, Μόνταγκ, να διαβάσεις την «Πολιτεία» του Πλάτωνα;

— Βέβαια!

— Εγώ είμαι η «Πολιτεία» του Πλάτωνα! Σ’ αρέσει να διαβάσεις το Μάρκο Αυρήλιο; Ο Σίμονς είναι ο Μάρκος.

— Πώς είστε; Χαίρω πολύ, είπε ο κύριος Σίμονς.

— Και γω χαίρομαι, του είπε ο Μόνταγκ.

— Θα ήθελα να σου συστήσω τον Ιωνάθαν Σουΐφτ, το συγγραφέα εκείνου του κακού πολιτικού βιβλίου, των «Ταξιδιών του Γκιούλιβερ»! Και αυτός εδώ ο άλλος ανθρωπάκος είναι ο «Κάρολος Δαρβίνος» και τούτος ο «Σοπενχάουερ» και κείνος εκεί είναι ο «Αϊνστάιν» και τούτος εδώ κοντά μου είναι ο «Άλμπερτ Σβάιτσερ», ένας πραγματικά πολύ καλός φιλόσοφος. Εδώ είμαστε όλοι, Μόνταγκ. Ο «Αριστοφάνης» και ο «Μαχάτμα Γκάντι» και ο «Γαουτάμα Βούδα» και ο «Κομφούκιος» και ο «Τόμας Λαβ Πίκοκ» και ο «Τόμας Τζέφερσον» και ο «Λίνκολν», αν θέλεις. Είμαστε ακόμα με τ’ άλλα μας ονόματα, ο Μάθιου, ο Μαρκ, ο Λιουκ, και ο Τζον.

Όλοι γέλασαν ήσυχα.

— Δεν είναι δυνατό, είπε ο Μόνταγκ.

Ρ. Μπράντμπερη, Φαρενάιτ 451, μτφρ. Τζένη Βαγιάνου, Γρηγόρης, Αθήνα 1968, σ. 166-168.