Ο Οιδίπους

Καβάφης Κ.Π.

Το ποίημα αφορά σε απόπειρα του Καβάφη να συνομιλήσει με τον ρητορικό τύπο της «έκφρασης».

Εγράφη έπειτα από ανάγνωσιν περιγραφής της ζωγραφιάς«Ο Οιδίπους και η Σφιγξ» του Γουστάβου Μορό.

Επάνω του η Σφιγξ είναι πεσμένη με δόντια και με νύχια τεντωμένα και μ’ όλην της ζωής την αγριάδα. Ο Οιδίπους έπεσε στην πρώτη ορμή της, τον τρόμαξεν η πρώτη εμφάνισί της — τέτοια μορφή και τέτοιαν ομιλία δεν είχε φαντασθεί ποτέ έως τότε. Μα μόλο που ακουμπά τα δυο του πόδια το τέρας στου Οιδίποδος το στήθος, συνήλθε εκείνος γρήγορα — και διόλου τώρα δεν την φοβάται πια, γιατί έχει την λύσιν έτοιμη και θα νικήσει. Κι όμως δεν χαίρεται γι’ αυτήν την νίκη. Το βλέμμα του μελαγχολία γεμάτο την Σφίγγα δεν κοιτάζει, βλέπει πέρα τον δρόμο τον στενό που πάει στας Θήβας και που στον Κολωνό θ’ αποτελειώσει. Και καθαρά προαισθάνεται η ψυχή του που η Σφιγξ εκεί θα τον μιλήσει πάλι με δυσκολότερα και πιο μεγάλα αινίγματα που απάντησι δεν έχουν.

[1895, 1896*]

Αναδημοσιεύεται από την Ανεμόσκαλα .

Λογοτεχνικά κείμενα
Κριτικά κείμενα