Η ποιητική γενιά του «υπερκειμένου»

Αντιόχου Γιάννης

Ο Γιάννης Αντιόχου περιγράφει μερικούς από τους προβληματισμούς της ποιητικής «γενιάς του υπερκειμένου».

[…] Η χώρα αυτή επιμένει να μορφώνει φιλολόγους και παιδαγωγούς, οι οποίοι θα ζητήσουν ως άσκηση την ανάλυση ενός ποιήματος του Ελύτη, του Καβάφη, του Σεφέρη, του Κάλβου, του Εμπειρίκου, του Σολωμού, του Παλαμά, κ.λ.π., όμως διόλου δεν θα ζητήσουν την ανάπτυξη του δημιουργικού γραψίματος (creative writing) στα θρανία της δευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.

Σε μια χώρα λοιπόν που ο ήλιος της εκκολάπτει το αυγό της ποίησης, ο ποιητής γράφει πια μόνο για τους συντρόφους του ποιητές, ανάβει ένα τσιγάρο, υψώνει ένα ποτήρι αλκοόλ Vol 43% (προς τιμή του Θανάση Βένετη) και βουλιάζει στο ίδιο το κύτταρο της ανυπαρξίας του. Ο ήλιος της χώρας αυτής ανατέλλει, ο ποιητής της χώρας αυτής δύει στις ρωγμές των κλειστών δωματίων με τ’ ανοιχτά παράθυρα. Πού και πού, καθώς ξημερώνεται στην αγρύπνια του, κρυφοκοιτά μέσα απ’ τις γρίλιες και τα καλοκαίρια βλέπει το μυστηριώδες έλασσον κυανό φωτοβόλημα μιας οθόνης υπολογιστή να καταυγάζει τα μάτια του έφηβου γείτονα του.

Δεύτερος όροφος, διαμέρισμα No 3, ώρα 3η πρωινή. Διακριτός παλμός στα πλήκτρα του PC. Μιλώ με έναν νεαρό είκοσι τριών ετών από την Ταϊβάν. Είναι ηθοποιός, έτσι τουλάχιστον δηλώνει. Δεν με νοιάζει αν λέει αλήθεια ή ψέματα. Είμαι σίγουρος για ένα πράγμα, ότι αυτός ο νεαρός άνδρας βρίσκεται στο δωμάτιό μου. Μου κρατά παρέα, μου μιλά χρησιμοποιώντας μια μεικτή γλώσσα. Αγγλικά και emoticon, μια γλώσσα που αποτελείται από άνω και κάτω τελείες, θαυμαστικά, παύλες, εισαγωγικά, παρενθέσεις και τις συναρμογές αυτών. Γελάει :), στενοχωριέται :( , στέλνει φιλιά :*, μ’ αγκαλιάζει και με φιλά (()):**, κλαίει :'-(, αδειάζει το ποτήρι του \_/, ουρλιάζει :-@ και γεμίζει την οθόνη ηλεκτρονικά ιδεογράμματα για να επικοινωνήσει με έναν κώδικα που ξεπρόβαλλε μέσα από τον διακριτό παλμό των πλήκτρων του PC ή του Mac του.

Τιμή λοιπόν και δόξα στους σύγχρονους γεννήτορες της γενιάς του internet, των Windows, του Linux και του Macintosh. Ως άλλος Μεσσίας, ο Bill Gates (Ο Βασιλιάς της Πύλης κοινώς) δοξάζεται κάθε εκατοστό του δευτερολέπτου από τους απανταχού στον πλανήτη τούτο πιστούς του. Και θυμιατίζεται με τον καπνό της ανάπτυξης νέου κώδικα κι άλλου νέου κώδικα, κι ακόμα περισσότερου κώδικα... τόσες γραμμές συμβόλων και ακολουθιών που αρκούν για να επιδράσουν στα υπνωμένα μυαλά των ανθρώπων που επιμένουν να κρυφοκοιτούν από τις γρίλιες. Κι επιμένω... να μένω σιωπηλός... κι ας έχω μικρόφωνα και κάρτες ήχου με πολλαπλασιαστές. Κι επιμένω... να είμαι αόρατος... γιατί με αυτόν τον τρόπο είμαι πιο ορατός για τους ομήλικούς μου. Κι επιμένω να θυμάμαι το θέμα της έκθεσης: «Συμφωνείτε ή διαφωνείτε ότι υπάρχει χάσμα γενεών;» τσαλαπατώντας το αμερικανικό «δημιουργικό γράψιμο», τη «δημιουργική σκέψη». Μα πώς να περπατήσει μια γενιά ανυπόδητη, αφού το παπούτσι που της παρέδωσε η προηγούμενη ήταν μικρό και στενό; Είναι άραγε δυνατόν να κατανοήσουμε πως η ποιητική μας παράδοση, ακολούθησε μια μιμιδιακή πρακτική, υπό την εποπτεία πως το μιμίδιο είναι το πολιτιστικό ισοδύναμο του γονιδίου; Κληρονόμησα οτιδήποτε είχαν να μου κληροδοτήσουν... και μαζί κληρονόμησα τα οικιακά φαρμακεία των πατεράδων μου γεμάτα από βιταμίνες, αντικαρκινικά βότανα, αποστειρωμένες γάζες κι επιδέσμους για ίσχαιμη περίδεση. Κληρονόμησα παράγοντες κοινωνικοποίησης άμεσους, έμμεσους και ολοκληρωτικούς, και συνοδοιπορώ ασθμαίνοντας να προλάβω την καθυστερημένη μετάβαση της γενιάς μου, αναγκασμένος να βασιστώ στην προϋπάρχουσα φόρμα, έχοντας την υποχρέωση κιόλας, να την εξελίξω.

Μα πώς είναι δυνατόν να εξελίξει κανείς τη ροπή, τη δυναμική της φύσης; Μήπως τελικά οφείλουμε να παρατηρήσουμε αυτή τη διεργασία, την χαοτική κίνηση της φύσης και έχοντας την εμπειρία της ιστορικής γνώσης (οποιαδήποτε κι αν είναι αυτή) να παρατηρήσουμε τον ελκυστή που αναδύεται κάθε φορά ισσορροπώντας την χαοτική κίνηση αυτής της κοινωνίας, του πολιτισμού; Ποια είναι η κατάλληλη φόρμα για την τέχνη, για τη ζωή, για την ύπαρξη; Υπάρχει άραγε μία σαφής και αντικειμενική απάντηση; Ή μήπως θα πρέπει να αναγνωρίσουμε τους εαυτούς μας ως κομμάτια ενός μωσαϊκού το οποίο αποτελείται από ψηφίδες πολύχρωμες που αν τις κοιτάξουμε από ψηλά σχηματίζουν μία εικόνα θαυμαστή;

Άραγε αν ολοκληρωθεί η γεωπλασία του πλανήτη Άρη ή έστω αν εγκαθιδρυθεί μια σεληνιακή αποικία στη διαδρομή του αιώνα και σ’ αυτή μετοικήσει ένας ποιητής, για πόσο καιρό θα αναμιμνήσκεται και θα γράφει με άξονα το γήινο περιβάλλον αυτοαναφοράς του; Θα είναι προτιμότερο να γραφεί η λογοτεχνική παράδοση του ανθρώπου στον παγκόσμιο ιστό ως υπερκείμενο ή να παραμείνει τυπωμένη σε ελκυστικούς τόμους μέσα στις βιβλιοθήκες; Θα μπορέσει στα επόμενα πενήντα χρόνια το υπερκείμενο να περάσει σε κάποιο είδος εικονικής πραγματικότητας, έτσι ώστε να ζωντανέψει το σύμπαν του Ελύτη, η συστολή του Καβάφη, η Σολωμική άνοιξη, η μεταφυσική «Έρημη Χώρα» του Έλιοτ; Κι όμως και σε αυτή την περίπτωση, η ανάγνωση ή η βίωση της ποίησης θα μπορεί να είναι αντικειμενική, αφού οι ενδογενείς κατεχολαμίνες που εκκρίνονται κατά την ανάγνωση ενός ποιήματος διαφέρουν ως προς την ποσότητα και ως προς την ποιότητα στο ανθρώπινο δημιούργημα.

[…]

Γιάννης Αντιόχου, «Μια ιστορία για την ποιητική γενιά του “υπερκειμένου” όπως καταγράφηκε στο σκληρό δίσκο HITACHI_DK23DA 40 GB». Αναδημοσιεύεται από την πρωτοσωπική σελίδα του συγγραφέα .