Στο θέατρο & Ένας Θεός των

Καβάφης Κ.Π.

Στα δύο αυτά ποιήματα αξίζει να παρατηρήσει κανείς πώς σκιαγραφείται, χωρίς να κατονομάζεται ρητά ως τέτοια, η εικόνα του ομοφυλόφιλου νέου με βάση την κοινωνικά αναγνωρίσιμη, στερεοτυπική απεικόνισή του: στο πρώτο ποίημα με τις φράσεις «παράξενη ομορφιά», «διεφθαρμένα νιάτα», «ντύσιμο εκλεκτικό»· στο δεύτερο με αναφορές, όπως «αρωματισμένα του μαλλιά», «πηαίνοντας προς την συνοικία που την νύχτα / μονάχα ζει, με όργια και κραιπάλη, / και κάθε είδους μέθη και λαγνεία». Ωστόσο, και στα δύο, η στερεοτυπική αυτή απεικόνιση αξιολογείται θετικά, ανατρέποντας το αρνητικό περιεχόμενο του στερεότυπου. Στο ένα ο ομιλητής δηλώνει συγκινημένος και γοητευμένος από τον νέο που παρατηρεί, ενώ στο άλλο ο νέος παρουσιάζεται ως αρχαίος θεός που επισκέπτεται τον κόσμο των θνητών για να μοιραστεί τις απολαύσεις τους, αυτές που η κοινωνία της εποχής του κατακρίνει.

Στο θέατρο

Βαρέθηκα να βλέπω την σκηνή, και σήκωσα τα μάτια μου στα θεωρεία. Και μέσα σ’ ένα θεωρείο είδα σένα με την παράξενη εμορφιά σου, και τα διεφθαρμένα νιάτα. Κι αμέσως γύρισαν στο νου μου πίσω όσα με είπανε το απόγευμα για σένα, κι η σκέψις και το σώμα μου συγκινηθήκαν. Κι ενώ εκοίταζα γοητευμένος την κουρασμένη σου εμορφιά, τα κουρασμένα νιάτα, το ντύσιμό σου το εκλεκτικό, σε φανταζόμουν και σε εικόνιζα, καθώς με είπανε το απόγευμα για σένα.

[1904]

Αναδημοσιεύεται από την Ανεμόσκαλα .

 


Ένας Θεός των

Όταν κανένας των περνούσεν απ’ της Σελευκείας την αγορά, περί την ώρα που βραδιάζει, σαν υψηλός και τέλεια ωραίος έφηβος, με την χαρά της αφθαρσίας μες στα μάτια, με τ’ αρωματισμένα μαύρα του μαλλιά, οι διαβάται τον εκοίταζαν κι ο ένας τον άλλονα ρωτούσεν αν τον γνώριζε, κι αν ήταν Έλλην της Συρίας, ή ξένος. Αλλά μερικοί, που με περισσοτέρα προσοχή παρατηρούσαν, εκαταλάμβαναν και παραμέριζαν· κι ενώ εχάνετο κάτω απ’ τες στοές, μες στες σκιές και μες στα φώτα της βραδιάς, πηαίνοντας προς την συνοικία που την νύχτα μονάχα ζει, με όργια και κραιπάλη, και κάθε είδους μέθη και λαγνεία, ερέμβαζαν ποιός τάχα ήταν εξ Αυτών, και για ποιάν ύποπτην απόλαυσί του στης Σελευκείας τους δρόμους εκατέβηκεν απ’ τα Προσκυνητά, Πάνσεπτα Δώματα.

[1917*]

Αναδημοσιεύεται από την Ανεμόσκαλα .