Ούλοι μαζί κι ο έρωτας

Σκαρίμπας Γιάννης

Στο αφήγημα του Σκαρίμπα «Ούλοι μαζί κι ο έρωτας» απαντά ένα από τα πιο ιδιότυπα και πρωτοποριακά ειρωνικά προσωπεία της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Ανατρέποντας τη συνήθη αφηγηματική συνθήκη σύμφωνα με την οποία η απόκλιση (π.χ. ένας ανάπηρος) είναι το σημείο εστίασης της νόρμας (ενός κανονικού ανθρώπου) και παρουσιάζοντας τη νόρμα μέσα από την οπτική της απόκλισης, ενός κωφάλαλου, ο συγγραφέας ανατρέπει την κυρίαρχη ιδεολογία περί νόρμας και υπονομεύει τις βεβαιότητες του αναγνώστη. Βλ. Κωστίου 2013.

Ούλοι μαζί κι ο έρωτας ήσαν πράγματα πολύ αμφίβολα, απίθανα. Παραλίγο να μην ήσαν καθόλου.

Ενώ αυτός ήταν ένας άνθρωπος καλότατος, μιά ψυχή προζύμι. Είναι βέβαιο.

Έβλεπε όνειρα κωμικά και ωραία-ήσυχα σαν στη γυάλα νεράκι, ενώ αυτούνου, πάντα η σκέψη του εγελούσε...

Κουφός —και μουγκός— καθώς ήταν, έβλεπε ούλα τα πράγματα —τους ανθρώπους, τ' αντικείμενα— σαν στο βάθος μιας σκηνής τοποθετημένα, να παίζουν το καθένα το ρόλο του, κάτι ρόλους κωμικούς φασουλήστικους, έτσι να κάνουν το καθένα τις δουλειές του, κάτι δουλειές δίχως νόημα —δίχως φωνή— και χωρίς σκέψη.

Ούλα τα πράγματα (στην ίδια σειρά) δίχως όνομα —οι ανθρώποι, τα ζώα, τα πράγματα— δίχως άλλο γνώρισμα πάρεξ μόνο το σχήμα και (προς απόκου) το βάρος τους, ήσαν τόσο κοινά και γελοία μπροστά του —τόσο κατώτερα— που έφτανε ως και να τα λυπάται στην ψυχή του, ως και να παίζει ακόμα, έφτανε, με την ακυβερνησία τους, με την ευπιστία που είχανε, μ’ αυτήν την κυριαρχία που αυτός μπορούσε και εξασκούσε απάνω τους, κάνοντας από μακριά να σταματάνε οι άνθρωποι (ή τα ζώα) χωρίς αυτός διόλου να τ’ αγγίξει μπορώντας να τους αλλάξει ακόμα και το δρόμο τους —δεξιά αριστερά όπως ήθελε— να τους κάνει νάρχονται απάνω του.

Τί μαγική δύναμη που στην είχε! Και τόξερε. Τόξερε ότι της φύσης ήταν αυτός προνομιούχος κ' ευνοούμενος, ο «άνθρωπος-θαύμα!» — κατά που λέμε...

Έκρουε τα χέρια του ή φύσαε με τη μύτη κ' οι άλλοι ταράζονταν, ανησυχούσαν, κοίταζαν ξωπίσω τους, στέκονταν.

Τα μάτια τους, τα χείλη τους κινιώσαν. Χειρονομούσαν μπροστά του, μη μπορώντας να μαντέψουν τη σκέψη του, μη ξέροντας τί έπρεπε να κάμουν, έτσι αμήχανοι, κουτοί, αξιολύπητοι κι αστείοι.

Χα, χα, τί ωραία!...

Τα τραίνα, τα κάρρα τούς τάραζαν, τους έκαναν να σκεπάζουν με τις απαλάμες τους τ' αφτιά τους. Η αστραπή τούς χαντάκωνε —ενώ γι’ αυτόν ούλα αυτά— ήσαν όμορφα και διάβαιναν σαν ζουγραφιές λαφριά κι ανάηχα, χωρίς κακία, χωρίς θορύβους, χωρίς βάρος.

Αυτοί, τί διάλο επάθαιναν και λάκαγαν; Τί κάθε τόσο ανοιγόκλειναν το στόμα;

Τα χέρια τους, τα χέρια αυτά τα πολύτιμα, τα δάχτυλα που με δαύτα αυτός θα μπόραε να παραστήσει ούλα τα πράγματα, το πιο μικρό ως το πιο μεγάλο, το πιο σκληρό ως το πιο τρυφερότερο, απ’ το χνούδι του δαμάσκηνου ως του βάτραχου το μούδιασμα, τα λουλούδια και τη θάλασσα, τ’ άστρα και το φεγγάρι, αυτοί —ώ αυτοί— τ’ άφιναν να κρέμονται άπραγα σαν ξύλα.

Σαν ξύλα ορέ τα δάχτυλα, ενώ απ’ την άλλη μεριά σκοτώνονταν να συνεννοηθούνε μεταξύ τους, να μπουν στην έννοια των πραγμάτων, να μεταδώσουν τις γνώμες τους στους άλλους.

Υπολείπονταν τόσο, που λιγάκι ακόμα και θα τους έπαιρνε αντάμα του το τίποτα. Δεν θάσαν — δε θα ύπαρχαν.

Δούλευαν τα χείλη τους —επί ώρες ολόκληρες— σαν νάταν δυνατό να παραστήσουν μ’ αυτά το δαχτυλίδι, το ψάρι, το άρωμα, να δώσουν την ιδέα του σωστού ή του λειψού, του καλού ή του κακού, του πόθου ή του έρωτα, την ίδια την υφή προσώπων, των αντικείμενων, το σχήμα, ή την καρικατούρα του Προέδρου.

Ως φαίνεσται κάποιο ελάττωμα θάχε το κακόμοιρο μυαλό τους και δεν ένιωθαν τ’ ήταν μπορούμενο και πρέπο, πώς να βρουν το ντόρο της σωτηρίας τους, πώς να μπουν στο απλούστατο νόημα του βίου.

Μα ήσαν για γέλια.

Έχοντας χωρίς άλλο μεγάλη ατέλεια του νου έκαναν κάτι πράματα κωμικά και ακατανόητα.

Γρατσουνάγαν κάτι κούφια ξύλα με χορδές, ξεμαγουλιάζονταν φυσώντας σε χωνιά με κάτι τρύπες! Παίζανε τα δάχτυλα, κρούανε τα χέρια. Θεέ μου, κάτι πράματα! Σιγά σιγά τρεμολυγιόντουσαν στις θέσεις τους. Σπασμοί και γκριμάτσες τους παραμόρφωναν τα μούτρα τους!

Τότες —Θεέ μου τί αστένεια— κάποια τρέλλα, σαν μανία τους ασήκωνε. Πιάνονταν ούλοι μαζί χέρι με χέρι και γυρνόφερναν στον τόπο. Ξέφρενοι γίνονταν και μάνιαζαν. Ανοιγόκλειναν —σα να ξεψύχαγαν— τα στόματα και γλάρωναν τα μάτια. Πήδαγαν σαν να πατούσαν ξυπόλυτοι στα κάρβουνα, χτύπαγαν με το χέρι τους τις φτέρνες. Τί λύπη! Τί λύπη!

Μη έχοντας όμως άλλον όμοιον του, είχε κι αυτός έναν φίλο από δαύτους.

Κι αυτόν —όπως όλους τους— τον τρώγανε τ’ αφτιά του.

Έσγουβαν στ’ αυτί του και κουνούσαν πα σε δαύτο τις χειλάρες τους. Τον έβλεπες τότε να θωρεί ομπρός του, να γελάει. Τί να γίνονταν μέσα του; Κρίμα!

Τέτοιον μουρλόν, σκαρταδιασμένον κι αυτόν, αξιολύπητον, τον έκανε παρέα. Κι ας τ' άρεσε να τον πειράζει. Ποιός; Ένας μουρλός!

Πάντα και την ίδια ιστορία τ’ αρχινούσε.

Κούναε τα χείλη του, ίδρωνε να του παραστήσει τις ιδέες. Έπαιρνε το μολύβι και όλο του τάγραφε. Πάνω στο στράτσο τού τα σκέδιαζε, με χαρακιές και παραστάσες... Βλέπεις τα δάχτυλα τάχε για ομορφιά! Και δόστου νάχει:

Έκανε ένα σπιτάκι πρώτα, με μπαλκονάκι και σκαλίτσα. Μιά πορτίτσα πάνω, μιά πορτίτσα κάτω. Έπειτα από δυό παραθυράκια δεξά κι αριστερά στην κάθε μιά. Έκανε ένα δεντράκι, κι απ' όξω έκανε μιά κόρη —τόση δα— τάχα πως στέκει στην πορτίτσα.

Έτσι αυτός το γνώριζε ευτύς. Ήταν το σπίτι τού παπά και η κόρη του —τάχατες— στην πόρτα.

Τότες αυτός καταλάβαινε κ’ έφευγε. Γρήγορα γρήγορα πάγαινε. Και καθώς πάγαινε σκεφτόταν.

Σκέφτονταν ούλη μέρα ως που νύχτωνε κι ως που έπεφτε για ύπνο· σκέφτονταν ακόμα.

Με τα μάτια ανοιχτά στο σκοτάδι, τάβλεπε ούλα ομπρός του, το σπιτάκι, την σκαλίτσα, την κόρη.

Έτσι μικροσκοπικά όπως του τα παράσταινε στο χαρτί με το μολύβι ο φίλος του, έτσι τοσαδούτσικα ούλα, μικρουλάκια, νινίστικα, κουκλίσια.

Τάβλεπε!

Δίχως άλλη αποδείξη της ύπαρξης τους εξόν απ' την ανάμνηση, χωρίς φωνή, μ’ ελαττωμένο —στην συνείδησή του— το βάρος των πραγμάτων, ήσαν αυτά ούλα βουβά κι αλαφρά κ' επίπεδα, σαν οι φωτογραφίες και το ψέμα. Σχεδόν σαν ένα τίποτα...

Η σκέψη του φαιδρή —δίχως την αίστηση του κρότου— ανύποπτη, παιγνιδιάρα και απλή, ενεργούσε ελεύτερα μέσα σε κόσμον άφωνο, πολύ ευχάριστον να πούμε.

Και σκέφτονταν.

Νάταν κι αυτός ελαττωματικός —μουρλός— σαν τον άλλον, τον φίλο του, τί καλά που θα 'ρχόντουσαν. Άχ τί καλά.

Να θ' ανέβαινε.

Πατώντας κι αυτός στα νύχια (!) —όπως έκανε κι ο φίλος του— σκαλί το σκαλί θ' ανέβαινε τη σκαλίτσα, σκαλάκι το σκαλάκι θα κατέβαινε και κείνη. Ώ εκείνη!

Κι όταν θα φτάναν ο ένας απέναντι στον άλλον, πρόσωπο με πρόσωπο —ψυχή μου!— έχοντας κι αυτός τα χέρια του χωμένα μες στις τσέπες του, θάνοιγε και θάκλεινε το στόμα του.

Τρεις φορές, χάμ χάμ χάμ ίσον: σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ. Κ’ ευτύς άλλες τρεις, χάμ χάμ χάμ. Κι άλλες τρεις κι άλλες τρεις. Όποιος καθήσει με γκαβούς θα γκαβίσει. Μπορεί νάταν μάγια. Όμως αυτός θα μπόραε το «σ' αγαπώ, σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ», να της τόδινε, με τη μαεστρία των δακτυλώ του θεία φχιαγμένο... Αχ, τί νάκανε; Να πήγαινε;

Ποιός ξέρει.

Μπορεί, ανοιγοκλείνοντας το στόμα του να πείθονταν αυτή — ώωω ήταν βέβαιο! Έτσι κι ο φίλος του δε θάκανε;

Μηγάρις τα μωρά δεν ξεγελιούνται με κουμπιά και με γυαλάκια; Μηδά με μιά φούσκα αηβασιλιάτικη δεν κάνεις τους πιτσιρίκους να πηδάνε;

Αυτό θάκανε. Κι ας με τα δάχτυλα του αυτός θα μπόραε να της διατυπώσει σαν μπούρμπουλας τους πόθους του να τους της κάμει αραχνοΰφαντους σαν κείνους της Ίσιδας τους πέπλους. Μόνο;

Να της παραστήσει τις γαρδένιες, τους ανέμους και την πάχνη. Τις πεταλούδες που ασηκώθηκαν ούλες μαζί ένα βράδυ απ’ τα γεράνια. Την ψιχάλα που λάμπει στον αέρα όταν σκάζει το κύμα. Την χρυσόσκονη που αφήνει η πεταλούδα πα στα τζάμια. Τις τριχούλες που κατσαρώνουν στ' αφάλι του ροϊδιού.

Μα τί, αυτή έτσι, δεν θα πείθονταν. Τόξερε.

Θα τον φασκέλωνε —όπως πάντα— και θα τον έφτυνε κι απέ θάφευγε λιγωμένη στα γελάκια...

Ενώ έτσι, χάμ χάμ χάμ, τί θα μπόραε να κάμει; Ορίστε; Τίποτα.

Ελκυσμένη, μαγεμένη, ανάστατη θαρχόταν καταπάνω του.

Θα της βάφονταν κόκκινα τα μαγουλά της, θα λάμπαν και τα μάτια της σαν άστρα.

Ένα ένα τα σκαλάκια θα κατέβαινε, δυό-δυό θα τ’ ανέβαινε και δαύτος.

Κι όταν θα φτάναν —πρόσωπο με πρόσωπο— θ’ ανοιγόκλεινε κι αυτή το στόμα της — ποιός ξέρει τί θέλοντας ακριβώς να παραστήσει. Ακριβώς, όπως ίσως, έκανε στον φίλο του. Χάμ χάμ χάμ, τρεις φορές. Κ’ ευτύς άλλες τρεις. Κι άλλες τρεις.

Τότε αυτός θα την αγκάλιαζε! Θα την έσφιγγε περίποθα στα μπράτσα του. Θάχωνε το χέρι του στον κόρφο της. Στο σβέρκο θα τη δάγκωνε ! Χα, χα τί ωραία!...

*

* *

Κ’ έτσι έκαμε!

Μα —παράξενο πράμα— αυτή δεν πείστηκε.

Τον φασκέλωσε —όπως έκανε πάντα— και τον έφτυσε κι απέ έφυγε λιγωμένη μες στα γέλια!

Κι αυτός τότε κατάλαβε.

Γρήγορα γρήγορα πάγαινε. Και καθώς πάγαινε σκεφτόταν.

Σκεφτόταν ούλη μέρα ως που νύχτωσε κι ως που έπεσε για ύπνο. Μα πού ύπνος.

Με τα μάτια ανοιχτά στο σκοτάδι τάβλεπε ούλα ομπρός του, το σπιτάκι, την σκαλίτσα και την κόρη.

Έτσι μικροσκοπικά, ως του τα σκέδιασε, σε κείνο το χαρτάκι, ο χάμ χάμ χάμας. Τοσαδούτσικα, ούλα μικρουλάκια, κουκλίστικα. Κ’ επίπεδα, σαν φωτογραφίες και σαν ψέματα. Σκεδόν σαν ένα τίποτα...

Γιάννης Σκαρίμπας, Καϋμοί στο Γριπονήσι, επιμ. Κατερίνα Κωστίου, Νεφέλη, Αθήνα 1994, σ. 82-89 (α΄ έκδ. 1930).