Το κοτσύφι του Ταρκόφσκι

Κοσμόπουλος Δημήτρης

Στο ποίημα του Δημήτρη Κοσμόπουλου, ο αφηγητής, που λειτουργεί ως προσωπείο του ποιητή, απευθύνεται ευλαβικά στον ρώσο σκηνοθέτη, καθώς ο βαθύτερος δεσμός που τον συνδέει μαζί του είναι εκείνος της χριστιανικής πίστης, υλοποιημένος σε καλλιτεχνικό έργο στις ταινίες του Ταρκόφσκι. Το ποίημα αξιοποιεί στοιχεία της βιογραφίας του σκηνοθέτη, αλλά και ανακαλεί σκηνές από ταινίες του, όπως Τα παιδικά χρόνια του Ιβάν (1962).

Πολύδροσο, Χαλάνδρι και Μαρούσι, δεν με ξεχάσατε κοτσύφια. Με πυροβολισμούς φωνητικών πιδάκων, από τους κάλυκες του πιο αθώου χρόνου. Σε κυπαρίσσια λιγοστά, σ’ εληές, ξεμεινεμένα πεύκα. Σε μπαζωμένα ρέματα. Αλλά και στην βελανιδιά, μέσα στον ίσκιο, μέσα στον ύπνο μου αόρατα σαλεύουσα. Παρισινό φθινόπωρο, Jardin du Luxembourg, λουζόμουνα στο συντριβάνι του αυγινού σας ψάλματος. Σαν το σκυλί, που ’χει απολέσει αφεντικά και σπίτι μα βρήκε στην φωνή σας της πατρίδας του νερά.

Ξέρω, μου τα ’στειλες να μου γλυκαίνουνε τον δρόμο. Το μαύρο τίναγμά τους να μου δείχνει ότι είμαι πένθιμης αγάπης υποτακτικός. Καλογέρια του δικού μου ουράνιου δάσους. Αγγελικά πουλιά, στο τίποτέ μου κρεμασμένα, καρποί χερουβικοί που το γυρίζουνε σε δέντρο του παντός, σκιρτητικό.

Ωστόσο απόψε βρέχει και, πέφτοντας η νύχτα, ψάχνω να βρω τον τρόπο για το ευχαριστώ. Το στήθος μου έγινε Μονή Βαθέος Ρύακος. Όσο κι αν πόθησα, είκοσι χρόνια μια σπασμένη προσευχή σού μουρμουρίζω. Ωστόσο να· δροσολογιέται ο κότσυφας μες στο κυπαρισσάκι, απέναντι. Είναι μια μαύρη σαϊτιά, κι όλο χορεύοντας, μούσκεμα, ανεβοκατεβαίνει στα μυρωμένα σπλάχνα του δέντρου. Κι όπως ξεπλέκει τα νυχτερινά ασυλλάβιστα σ’ έναν κελαηδισμό, τρέχει το αθώο νερό, βροχή μες στην βροχή κι οι τοίχοι πλημμυρίζουν δάκρυα.

«Νερό μου, μητρική σινδόνη, νόστε υγρέ, αμνιακό της γης υγρό, καύσιμο της αγάπης», τραγουδούσε σιωπηλά ο γιος της στέπας, της σημύδας ο βλαστός, ο Αντρέι Ταρκόφσκι. Ένα κοτσύφι τον εγνώρισε. Μπήκε απ’ το παράθυρο του νοσοκομείου, ν’ απαγκιάσει στην παλάμη του. Κοιτάχτηκαν ώρα πολλή. Κι αυτό γινόταν κάθε μέρα, ώς το τέλος.

Ο πόνος έκαιγε τα σπλάχνα του και τα ’κανε νερό. Στα μάτια του, είχε αρχίσει κι εκεί να βρέχει. Ένα κατάλευκο άλογο έβοσκε στο κυματισμό χορτάρι του μυαλού του. Έτρεχε να το φτάσει, έτρεχε ο μικρός Ιβάν. Είναι από τούτο που στην τελευταία φωτογραφία φαίνεται βουλιαγμένος στο απογευματινό φως, και το κοτσύφι μες στη χούφτα του χρυσόμαυρο κερί, λυχνάρι.

Όταν ο πόνος πια τον μαύρισε κι έφεξε φεύγοντας σαν ρώσικου ύμνου ποταμός, την ώρα που στον Βόλγα και στο Νιέβα σήκωναν οι βάρκες τα πανιά – το κοτσύφι γύριζε τραγουδώντας μεθυσμένα το φως της βροχής. Ώσπου το βρήκανε με το κεφάλι μέσα στο φτερό, πάνω στο φρέσκο επιτάφιο χώμα.

Τι μου λέει το κοτσύφι απέναντι, μαύρη αστραπή στο μουσκεμένο κυπαρίσσι, με την λαλιά του βροχερή; Ποιαν άνοιξη, Μητέρα, ευαγγελίζεται; Μην είναι μαύρο σήμαντρο ο άγγελος του Ταρκόφσκι; Γιατί βρέχει, όπως στις παλιές ρωσικές ταινίες, Μητέρα.

Τι τραγουδάει ο κότσυφας;

Σπασμένος άνθρωπος, σάπιο τσιγάρο ανάσα, Θε μου· πώς να με πάρεις δίχως να έχω μάθει την γλώσσα, ενός, έστω, πουλιού;

Δημήτρης Κοσμόπουλος, Πουλιά της νύχτας, Κέδρος, Αθήνα 2005, σ. 35-36.