Η μαρτυρία: ένα νέο λογοτεχνικό είδος

Levi Primo

Η μαρτυρία του Primo Levi από το Άουσβιτς, πρωτοδημοσιεύτηκε το 1947, όμως δεν είχε απήχηση σε έναν κόσμο που ζούσε ακόμη στο πένθος και στα συντρίμμια του πολέμου. Σε αυτό το βιβλίο του Levi, που θεωρείται πλέον παγκοσμίως κλασικό στη λογοτεχνία για το Ολοκαύτωμα, η προσωπική αφήγηση προσλαμβάνει τη μορφή ενός βαθιά στοχαστικού κειμένου για τον άνθρωπο, το κακό, την απανθρωπία και τη μνήμη.

Τη στιγμή της άφιξής μου στο στρατόπεδο, στα τέλη του Ιανουαρίου 1944, οι Ιταλοί Εβραίοι ήταν περίπου εκατόν πενήντα, αλλά μέσα σε λίγες εβδομάδες ξεπέρασαν τους εξακόσιους. Στην πλειονότητά τους ήταν ολόκληρες οικογένειες που είχαν συλληφθεί απ’ τους φασίστες ή τους ναζί είτε γιατί δεν είχαν φανεί προνοητικοί είτε γιατί τους είχαν καταδώσει. Λίγοι είχαν παρουσιαστεί αυθόρμητα, απελπισμένοι από την πλάνητα ζωή τους, ή γιατί δεν είχαν πια τα μέσα για να ζήσουν, ή για να μην αποχωριστούν κάποιο κρατούμενο συγγενή τους, ή εντελώς παράλογα «για να είναι εντάξει με το νόμο». Υπήρχαν επίσης και εκατό Γιουγκοσλάβοι στρατιωτικοί, καθώς και μερικοί ξένοι, πολιτικά ύποπτοι.

[…]

Για τους καταδικασμένους σε θάνατο, η παράδοση ορίζει ένα αυστηρό τελετουργικό που δεν θέλει να εκφράσει την οργή και το πάθος, αλλά να δείξει ότι η καταδικαστική πράξη δεν αντιπροσωπεύει τίποτ’ άλλο παρά ένα θλιβερό καθήκον απέναντι στην κοινωνία, τέτοιο που να συνοδεύεται από τον οίκτο του ίδιου του δικαστή προς τον καταδικασμένο. Γι’ αυτό, ο καταδικασμένος απαλλάσσεται από κάθε είδους φροντίδα, του προσφέρεται η μοναξιά και η πνευματική παρηγορία εάν το θελήσει, ούτως ώστε να μην αισθάνεται γύρω του το μίσος ή την αυθαιρεσία, αλλά την αναγκαιότητα της δικαιοσύνης, και ότι μαζί με την τιμωρία του δίνεται και η συγχώρεση.

Αλλά σ’ εμάς δεν δόθηκε τίποτα, γιατί ήμασταν πολλοί και ο χρόνος λίγος, και εξάλλου για ποιο πράγμα θα έπρεπε να μετανοήσουμε, για ποιο αμάρτημα να μας συγχωρέσουν; Ο Ιταλός διοικητής διέταξε να συνεχίσουν να λειτουργούν όλα κανονικά μέχρι ν’ ανακοινωθεί η αναχώρηση· κι έτσι η κουζίνα παρέμεινε ανοιχτή, οι ομάδες καθαριότητας δούλεψαν ως συνήθως, μέχρι και οι δάσκαλοι του μικρού σχολείου έκαναν μάθημα το βράδυ, όπως πάντα. Αλλά τούτο το βράδυ δεν δόθηκε στα παιδιά εργασία για την επομένη.

Και έφτασε η νύχτα, μια νύχτα που ανθρώπινα μάτια δεν θα έπρεπε ποτέ να δουν. Όλοι μας αισθανθήκαμε ότι κανείς από τους φρουρούς, ούτε Ιταλός ούτε Γερμανός, δεν είχε το κουράγιο να δει τι κάνουν οι άνθρωποι όταν ξέρουν ότι πρόκειται να πεθάνουν.

Ο καθένας αποχαιρέτησε τη ζωή με τον δικό του τρόπο. Μερικοί προσευχήθηκαν, άλλοι μέθυσαν και άλλοι βυθίστηκαν για τελευταία φορά σ’ ένα ακατονόμαστο πάθος. Αλλά οι μητέρες ξενύχτησαν για να ετοιμάσουν το φαγητό για το ταξίδι, για να πλύνουν τα παιδιά και να φροντίσουν τις αποσκευές, και την άλλη μέρα το πρωί άπλωσαν στα συρματοπλέγματα τα ρούχα των παιδιών για να στεγνώσουν· δεν ξέχασαν τις φασκιές, τα παιγνίδια, τα μαξιλάρια και τα χιλιάδες μικροπράγματα που χρειάζονται πάντα τα παιδιά. Κι εσείς δεν θα κάνατε το ίδιο; Ακόμα κι αν ξέρατε ότι αύριο θα σας σκοτώσουν μαζί με το παιδί σας, σήμερα δεν θα του δίνατε να φάει;

[…]

Σε όλο το ταξίδι, στριμωγμένη δίπλα μου ήταν μια γυναίκα που τη γνώριζα εδώ και πολλά χρόνια. Δεν ξέραμε καλά ο ένας τον άλλον, αλλά μας ένωνε η κοινή δυστυχία. Τότε λοιπόν, στην ώρα της απόφασης, είπαμε πράγματα που οι ζωντανοί δεν λένε ποτέ. Αποχαιρετήσαμε ο ένας τον άλλο σαν να αποχαιρετούσαμε την ίδια τη ζωή. Δεν φοβόμασταν πια.

Και ξαφνικά γράφτηκε ο επίλογος. Οι πόρτες άνοιξαν με πάταγο, το σκοτάδι αντήχησε από ξενικές διαταγές, από τα βάρβαρα ουρλιαχτά των Γερμανών όταν διατάζουν, που μοιάζουν με ξέσπασμα ενός πανάρχαιου θυμού. Είδαμε μια μεγάλη αποβάθρα, φωτισμένη από προβολείς. Λίγο πιο κει μια σειρά από φορτηγά αυτοκίνητα. Και μετά έγινε σιωπή. Κάποιος μετάφρασε: έπρεπε να κατεβούμε με τις αποσκευές και να τις αφήσουμε κατά μήκος του τρένου. Αμέσως η αποβάθρα γέμισε σκιές: αλλά φοβόμασταν μη σπάσουμε τη σιωπή, και τακτοποιούσαμε τα πράγματα, ψάχναμε και φωνάζαμε ο ένας τον άλλον διστακτικά, χαμηλόφωνα.

Δέκα Ες Ες στέκονταν παράμερα, στητοί, με πρόσωπα σκληρά σαν πέτρα, με ύφος αδιάφορο. Διασκορπίστηκαν ανάμεσά μας και με σιγανή φωνή άρχισαν να μας ανακρίνουν έναν έναν σε άσχημα ιταλικά. «Πόσων ετών; Υγιής ή άρρωστος;» και ανάλογα με την απάντηση μάς υποδείκνυαν δύο διαφορετικές κατευθύνσεις.

Όλα ήταν σιωπηλά σαν σε ενυδρείο, ή όπως σε μερικά όνειρα. Περιμέναμε κάτι πιο τρομακτικό, σαν την Αποκάλυψη: αυτοί έμοιαζαν με απλούς φρουρούς. Ήταν αφοπλιστικοί και καθησυχαστικοί. Κάποιος τόλμησε να ρωτήσει για τις αποσκευές: απάντησαν «αποσκευές μετά»· κάποιος άλλος δεν ήθελε να αποχωριστεί τη γυναίκα του: είπαν «ξανά μαζί, μετά»· πολλές μητέρες δεν ήθελαν να χωριστούν απ’ τα παιδιά τους: είπαν «καλά, μείνε με παιδί». Πάντα με την ήρεμη σιγουριά του ανθρώπου που απλώς εκτελεί το καθημερινό του καθήκον· αλλά τον Ρέντζο που καθυστέρησε λίγο αποχαιρετώντας την Φραντσέσκα, την αρραβωνιαστικιά του, τον έριξαν κάτω με μια γροθιά καταπρόσωπο· ήταν το καθημερινό τους καθήκον.

Σε λιγότερο από δέκα λεπτά όλοι οι ικανοί άντρες είχαμε συγκεντρωθεί σε μια ομάδα. Τι συνέβη στους άλλους, στις γυναίκες, τα παιδιά και τους γέρους δεν το μάθαμε ποτέ: απλώς τους κατάπιε η νύχτα. Σήμερα όμως ξέρουμε ότι το κριτήριο σ’ εκείνη την ταχύτατη και συνοπτική επιλογή ήταν η ικανότητα του καθενός να δουλέψει για το Ράιχ· ξέρουμε ότι στα στρατόπεδα της Μπούνα-Μόνοβιτς και του Μπίρκεναου οδηγήθηκαν, αντίστοιχα, ενενηνταέξι άντρες και εικοσιεννέα γυναίκες από το δικό μας τρένο, και ότι κανείς απ’ τους υπόλοιπους (αριθμούσαν πάνω από πεντακόσια άτομα) δεν επέζησε. Ξέρουμε ότι αυτό το διάφανο κατά τα άλλα κριτήριο διαχωρισμού σε ικανούς και μη ικανούς δεν εφαρμοζόταν πάντα και ότι στη συνέχεια υιοθετήθηκε το πολύ απλό σύστημα του ν’ ανοίγουν οι πόρτες των βαγονιών και από τις δύο πλευρές, χωρίς καμία προειδοποίηση ή οδηγία προς τους νεοφερμένους. Αυτοί που έπεφταν με το άνοιγμα οδηγούνταν στο στρατόπεδο· όλοι οι υπόλοιποι οδηγούνταν στους θαλάμους αερίων.

Έτσι πέθανε η Εμίλια, μόλις τριών χρόνων· επειδή για τους Γερμανούς ήταν προφανής η ιστορική ανάγκη να εξοντώσουν τα παιδιά των Εβραίων. Η Εμίλια, κόρη του μηχανικού Άλντο Λέβι από το Μιλάνο, ένα παιδί γεμάτο περιέργεια, έξυπνη και χαρούμενη· η Εμίλια που έκανε το τελευταίο της μπάνιο μέσα στο κατάμεστο βαγόνι, σ’ ένα τσίγκινο κουβά με χλιαρό νερό, που ο «εκφυλισμένος» Γερμανός μηχανοδηγός επέτρεψε να πάρουμε απ’ την ατμομηχανή που μας πήγαινε όλους στο θάνατο.

Έτσι, ξαφνικά και απροσδόκητα, χάθηκαν οι γυναίκες μας, οι γονείς μας, τα παιδιά μας. Κανείς δεν μπόρεσε να τους αποχαιρετήσει. Τους είδαμε για λίγο στην άλλη άκρη της αποβάθρας, σαν μια σκοτεινή μάζα, και μετά δεν τους ξανάδαμε πια.

Primo Levi, Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος, μτφρ. Χαρά Σαρλικιώτη, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 1998, σ. 13-23 [α΄ έκδοση στα ιταλικά: 1947].