Η ανθρωποθυσία των Ιουδαίων επί σκηνής

Μηχανίδου Μαρία

Η δοξασία της «συκοφαντίας αίματος» ξαναζωντάνεψε στα τέλη του 19ου αιώνα, μετά την ίδρυση των εθνικών κρατών και την προσπάθεια πολιτισμικής και θρησκευτικής ομοιογένειάς τους. Πολυάριθμα επεισόδια έχουμε στη Ρωσία και στις χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης (Αμπατζοπούλου 2005). Μια «συκοφαντία αίματος» στην Αλεξάνδρεια ενέπνευσε το 1891 στη μυθιστοριογράφο Μαρία Μηχανίδου το θεατρικό έργο της, από το οποίο δημοσιεύουμε μικρό απόσπασμα. Η Μηχανίδου δείχνει έναν έξαλλο αντισημιτισμό και λαϊκισμό, υποστηρίζοντας στο έργο αυτό ότι οι ύποπτοι για το έγκλημα Εβραίοι αθωώθηκαν λόγω συμπαιγνίας τους με πλούσιους Έλληνες της παροικίας.

[Στην ΠΡΑΞΗ Α΄ ο μικρός Μιχαήλ, παιδί μιας ελληνικής οικογένειας στην Αλεξάνδρεια, είναι μικρός ήρωας. Είχε ανέβει σε ένα ελληνικό πλοίο και όταν είδε έναν Άραβα να κατεβάζει την ελληνική σημαία προσπάθησε να τον εμποδίσει φωνάζοντας «Ζήτω ο Βασιλεύς Γεώργιος». Όμως στη συνέχεια εξαφανίζεται και οι δικοί του τον ψάχνουν].

 

ΠΡΑΞΙΣ Β΄

Μετασκευή της σκηνής. Πρόσοψις της συναγωγής· καθ’ οδόν και προ των παραθύρων και της θύρας της Συναγωγής ίστανται οι Σταματούλα, Βασίλειος, Χρήστος, Νικόλας, Ιωάννης συνδιαλεγόμενοι.

ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ: Αφού γυρίσαμε παντού και δεν τον ηύραμε, εδώ μέσα στη Χάβρα θα τό ’χουνε κλεισμένο οι Εβραίοι· (άπαντες κτυπώσι την θύραν, κραυγάζοντες).

[…]

ΣΤΑΜΑΤΟΥΛΑ (οδυρόμενη): Πω! Πω! Τρομάρα μου, το παιδί μου σκοτώνουνε. Αχ! Τί να κάνω; Πώς να το γλιτώσω; δυστυχία μου! (Αι φωναί των Ιουδαίων εξακολουθούν δυνατότεραι).

ΙΩΑΝΝΗΣ: Ναι, ναι, εγώ σας λέγω ότι το παιδί τώρα το θυσιάζουν. Τί καρτερούμε; Δεν ακούτε τους Εβραίους που φωνάζουν σαν δαιμονισμένοι; Αι, μην περιμένομε, δεν θα μας ανοίγουν. Διά να το σώσομεν πρέπει να σπάσομεν την πόρταν. (Λακτίζων την θύραν κραυγάζει).

ΝΙΚΟΛΑΟΣ (διακόπτων αυτόν): Σώπα αδελφέ και κοντεύεις να τρελλάνεις την δυστυχισμένη την μητέρα: πάντα δεν φωνάζουν οι Εβραίοι ‘ς την Χάβρα; Δεν ξεύρεις και την παροιμία που λέει «φωνάζεις σαν τους Εβραίους στη Χάβρα;» (Αποτεινόμενος προς άπαντας). Άντε πάμε και περνά η ώρα, το παιδί θα είνε σε κανένα πλοίο πατριωτικό, εκεί θα το κρατήσανε· είμαι βέβαιος. Είναι πολύ έξυπνο και το αγαπούνε όλοι και πατριώτες και ξένοι.

[…]

ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ (ακροόμενος· ενώ ο αλαλαγμός των Ιουδαίων εξακολουθεί φρενητιωδώς, εν τω μέσω δε του αλαλαγμού διακρίνεται ασθενής η φωνή του Μιχαήλ. Προς όλους): Για σταθείτε λιγάκι ν’ ακούσομε καλά, εδώ νομίζω ότι διακρίνω την φωνήν του παιδιού. (Όλοι ακροώνται μετά προσοχής).

[…]

ΧΡΗΣΤΟΣ: Αν θέλομεν να τους συλλάβομεν επ’ αυτοφόρω πρέπει να φέρομεν την αρχήν αμέσως· μόνοι μας τίποτε δεν θα κάμομεν, γιατί αυτοί δεν έχουν σκοπόν να ανοίξουν. Άντε πάμε, μη χάνομεν καιρόν.

ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ: Ναι, τώρα το πέτυχες! Περίμενε από Αράπικη αρχή να βρεις δικαιοσύνη, θα φάνε κάμποσες λίρες και έπειτα αντί να τιμωρήσουν τους Εβραίους, θα καθήσουν εμάς εις την φυλακήν. Άν ήτουν κανένα αρχοντόπουλο… τότε μάλιστα, κάτι θα εγένετο.

ΝΙΚΟΛΑΟΣ: Ναι, γιατί οι δικοί μας οι φαγάδες είναι καλύτεροι. Αν εύρουν την περίστασιν δεν χαύτουν ταις χιλιάδαις και δεν μας καθίζουν εις την φυλακήν νομίζεις, και φώναζε όσο θέλεις να βρεις το δίκιο σου.

[…]

 

ΣΚΗΝΗ Β

Η σκηνή παριστά Συναγωγήν κατάφωτον. […] Όπισθεν των παραπετασμάτων και εν τω ιερώ της Συναγωγής ίστανται προσευχόμενοι είς Αρχιραββίνος και τέσσαρες Ραββίνοι. Προς το βόρειον μέρος της συναγωγής τράπεζα εφ’ ής εισί τεθημένα δύο θυμιαματοδόχα καπνίζοντα, δύο δε δίσκοι επί του ενός των οποίων ευρίσκονται άζυμα, επί δε του ετέρου θυμίαμα. Εν τω μέσω της συναγωγής άλλη τράπεζα. Εν τω μέσω δ’ αυτής δύο λεκάναι μεταξύ των οποίων κείται μάχαιρα απαστράπτουσα. Πλήθος Ιουδαίων προσεύχονται εν αλλαλαγμώ· ενώ έξωθεν της Συναγωγής ακούεται η ασθενής και βραγχνώδης φωνή του Μιχαήλ.

ΜΙΧΑΗΛ: Πού με πάτε βρε; Τί με θέλετε μέσ’ τη χάβρα; Ανθίσταται γενναίως προς τους σύροντας αυτόν· εν τούτω όμως έρχονται έτεροι δύο εις βοήθειαν των πρώτων και σύρουσιν αυτόν εντός της Συναγωγής, ενώ ο Αρχιραββίνος και οι τέσσαρες Ραββίνοι πλησιάσαντες τον παίδα, θέτουσι τας χείρας αυτού επί της κεφαλής του, ψιθυρίζοντας προσευχάς τινάς. Μετά το πέρας της προσευχής ο είς Ραββίνος (ο θύτης) διά νεύματος διατάττει τους κρατούντας τον παίδα Ιουδαίους να θέσωσι τούτον πρηνή επί της εν τω μέσω της Συναγωγής τραπέζης, συνάμα δε ανασύρων τας χειρίδας, λαμβάνει την μάχαιραν […].

Μαρία Π. Mηχανίδου, H ανθρωποθυσία παρά τοις Iουδαίοις, δράμα πρωτότυπον. Aπολήγον εις κωμωδίαν ελληνοεβραϊκόν συμπόσιον, εις πράξεις πέντε, Τύποις Γεωργίου N. Nαντάκη, Αθήνα 1891, σ. 67 & 10-11.