Οι Άλλοι των κονκισταδόρων

Las Casas Bartolomeo de

Λίγα χρόνια μετά το ταξίδι του Κολόμβου, ο Βαρθολομαίος ντε Λας Κάζας δομινικανός ιεραπόστολος συντάσσει το 1552 μιαν έκθεση που απευθύνεται στον «Υψηλότατο και Παντοδύναμο κύριο, τον πρίγκιπα της Ισπανίας, δον Φίλιππο». Πρόκειται για μιαν ακριβή αναφορά του αποικισμού των πρώτων περιοχών που κατακτήθηκαν στον Νέο Κόσμο, την Αμερική, και δίνει με ζωηρά χρώματα την καταστροφή των Ινδιάνων της Αμερικής από άξεστα πληρώματα του Κολόμβου.

[…] Το νησί Εσπανιόλ είναι το πρώτο όπου ήρθαν οι χριστιανοί και όπου άρχισαν οι μεγάλες καταστροφές και οι μεγάλοι αφανισμοί αυτών των λαών. Είναι το πρώτο που κατέστρεψαν και ερήμωσαν. Άρχισαν με το να παίρνουν από τους Ινδιάνους τις γυναίκες και τα παιδιά τους για να τους πάρουν στην υπηρεσία τους, αλλά και για να κάνουν κακή χρήση, και με το να τους τρώνε την τροφή που ερχόταν με τον ιδρώτα της εργασίας τους. Δεν έμεναν ευχαριστημένοι με τα όσα οι Ινδιάνοι τους έδιναν καλοπροαίρετα, ανάλογα ο καθένας με τις δυνατότητές του. [...] Ό,τι είναι αρκετό σε τρεις οικογένειες, με δέκα πρόσωπα η καθεμιά, για ένα μήνα, ένας χριστιανός το τρώει και το εξαφανίζει σε μια μέρα. Μετά και από άλλες βιαιότητες και καταπιέσεις οι Ινδιάνοι άρχισαν να καταλαβαίνουν ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν είχαν έρθει από τον ουρανό.

[…]

Έμπαιναν στα χωριά και δεν άφηναν ούτε παιδιά, ούτε γέρους, ούτε γυναίκες σ’ ενδιαφέρουσα κατάσταση ή ετοιμόγεννες που δεν ξεκοίλιαζαν και κατακομμάτιαζαν, σαν να είχαν να κάνουν με πρόβατα που είχαν καταφύγει στις μάντρες τους. Στοιχημάτιζαν ποιος θ’ άνοιγε έναν άντρα μ’ ένα και μόνο χτύπημα του μαχαιριού ή ποιος θα του έκοβε το κεφάλι μ’ ένα χτύπημα της λόγχης ή θα του έβγαζε τα σπλάχνα. Αρπούσαν τα νήπια από τις μανάδες τους που τα θήλαζαν, τα έπιαναν από τα πόδια και χτυπούσαν το κεφάλι τους στα βράχια. Άλλοι τα σφεντόνιζαν στα ποτάμια, με γέλια και χωρατά, και όταν τα παιδιά έπεφταν στο νερό, έλεγαν: «Τρέμεις, κατεργαράκο». Σούβλιζαν σ’ ένα σπαθί παιδιά και μανάδες, αλλά και όποιον άλλον έβρισκαν μπροστά τους. Τους κρεμούσαν, σειρές, κατά ομάδες από δεκατρείς, τα πόδια τους μόλις άγγιζαν τη γη, για να τιμήσουν και να φανερώσουν σέβας προς τον Λυτρωτή μας και τους δώδεκα Αποστόλους. Μετά έβαζαν φωτιά και τους έκαιγαν ζωντανούς. Σε άλλους και σε όλους που θέλησαν να ξεφύγουν, τους έκοβαν τα δυο χέρια, τους τα κρεμούσαν και τους έλεγαν: «Πηγαίνετε να φέρετε τα γράμματα». Κι αυτό σημαίνει, πηγαίνετε την είδηση, σε όσους θέλησαν να ξεφύγουν μέσα στα δάση. Και να πώς σκότωναν κατά κανόνα τους άρχοντες και τους ευγενείς: Έκαναν σχάρα από βέργες πάνω σε δικέλες, τους έδεναν εκεί, άναβαν σιγανή φωτιά, για να ξεψυχήσουν σιγά-σιγά, μέσα στα ουρλιαχτά που τους προκαλούσαν αυτά τα φρικτά βασανιστήρια.

[...]

Όταν οι πόλεμοι τελείωσαν και όλοι οι άνθρωποι είχαν πεθάνει, δεν είχαν απομείνει, όπως γενικά συμβαίνει, παρά τα νεαρά αγόρια, οι γυναίκες και τα κοριτσάκια. Οι χριστιανοί τα μοιράστηκαν. Ο ένας έπαιρνε τριάντα, ο άλλος σαράντα, ο άλλος διακόσια ή εκατό πρόσωπα, ανάλογα με την εύνοια που του είχε ο ανώτατος τύραννος, ο ονομαζόμενος κυβερνήτης. Έτσι, έδωσαν Ινδιάνους σε κάθε χριστιανό, με το πρόσχημα ότι θα τους δίδασκε τα της καθολικής πίστης. Αυτοί οι άντρες που ήταν γενικά σκληροί, ηλίθιοι, πολύ φιλάργυροι και κακοήθεις βάραιναν έτσι την ψυχή τους. Η φροντίδα τους για τους Ινδιάνους ήταν να τους στείλουν στα ορυχεία για να βγάζουν χρυσάφι, κι αυτή η εργασία είναι αφόρητη. Όσο για τις γυναίκες τις ρίξανε στα χωράφια για να οργώνουν και να καλλιεργούν τη γη, ενώ αυτή είναι εργασία για άντρες δυνατούς και γερούς. Δεν έδιναν να φάνε και σ’ αυτούς και σ’ εκείνες, παρά χόρτα και τροφές μη θρεπτικές. Το γάλα ξεραινόταν στα στήθη των γυναικών που είχαν γεννήσει και όλα τα νήπια χάθηκαν πολύ γρήγορα. Μια και οι σύζυγοι βρίσκονταν μακριά και δεν έβλεπαν ποτέ τις γυναίκες τους, σταμάτησε η τεκνοποιία. Οι άντρες πέθαναν στα ορυχεία από την εξάντληση και την πείνα, και οι γυναίκες στις φάρμες, από την ίδια αιτία. Έτσι είναι που χάθηκαν τόσοι και τόσοι κάτοικοι του νησιού, και έτσι θα μπορούσαν να χαθούν όλοι οι κάτοικοι του κόσμου. Να σκεφτεί μονάχα κανείς το φορτίο που οι χριστιανοί τους έβαζαν να σηκώνουν!

[...]

Πρέπει εδώ να αναφερθεί με ποια ιδιότητα οι Ισπανοί έμπαιναν σ’ αυτές τις χώρες και άρχιζαν να καταστρέφουν τόσους αθώους, να ερημώνουν τη γη, που με το να έχει τόσον πληθυσμό, θα μπορούσε να φέρει χαρά και ευχαρίστηση σε αληθινούς χριστιανούς. Παράγγελναν στους Ινδιάνους να έρθουν να υποταχθούν και να υπακούσουν στο βασιλιά της Ισπανίας, ειδάλλως θα τους σκότωναν και θα τους έσερναν στη σκλαβιά. Αυτούς που δεν έσπευδαν να υπακούσουν στις διαταγές τις τόσο παράλογες και ηλίθιες για να πέσουν στα χέρια ανθρώπων που ήταν τόσο παράνομοι, σκληροί, και άγριοι, τους χαρακτήριζαν ανυπάκοους και ξεσηκωμένους ενάντια στη διάθεση της Μεγαλειότητάς του. Έτσι έγραφαν στο βασιλιά της Ισπανίας, τον κύριό μας. Και ο παραλογισμός αυτών που διαχειρίζονταν τις Ινδίες τους εμπόδιζαν να νοιώσουν μία από τις κυριότερες αρχές που εκφράζονται στους νόμους τους πιο καθαρά από άλλες, δηλαδή ότι δεν μπορεί κανείς να χαρακτηριστεί επαναστάτης, αν πρώτα δεν γίνει υπήκοος.

Bartolomeo de Las Casas, Η Καταστροφή των Ινδιάνων. Σύντομη ανασκόπηση της καταστροφής των Ινδιών 1552, εισαγ.-μτφρ. Πηνελόπη Μαξίμου, Εκδόσεις Στοχαστής, Αθήνα 1982, σ. 26, 27, 33 & 55.