Περι-γράφοντας μιαν εποχή

Dickens Charles, Tolstoy Leo, Πετσάλης-Διομήδης Θανάσης, Ρούφος Ρόδης, Rushdie Salman

Κοινό σημείο των ανθολογούμενων αποσπασμάτων είναι ότι αποτελούν εναρκτήριες παραγράφους μυθιστορημάτων.

Ήταν τα καλύτερα χρόνια, ήταν τα χειρότερα χρόνια, ήταν η εποχή της σοφίας, ήταν η εποχή της ηλιθιότητας, ήταν ο καιρός της πίστης, ήταν ο καιρός της δυσπιστίας, ήταν η περίοδος του φωτός, ήταν η περίοδος του σκοταδιού, ήταν η άνοιξη της ελπίδας, ήταν ο χειμώνας της απελπισίας, είχαμε τα πάντα στη διάθεσή μας, δεν είχαμε τίποτα στη διάθεσή μας, όλοι μας πηγαίναμε κατευθείαν στον παράδεισο, όλοι μας πηγαίναμε εντελώς αντίθετα.

Τσαρλς Ντίκενς, Ιστορία Δύο Πόλεων, μτφρ. Αν. Αγαπητού & Β. Τράπαλη, Εξάντας, Αθήνα 2005, σ. 11 [από την αρχή του κλασικού ιστορικού μυθιστορήματος του Ντίκενς, με θέμα τη Γαλλική Επανάσταση· α΄ έκδοση πρωτοτύπου στα αγγλικά το 1859].

 


Eh bien, mon prince, η Τζένοβα κι η Λούκκα έχουν γίνει πια κληρονομικά τιμάρια, des apanages, της οικογένειας Μπουονοπάρτε. Σας προειδοποιώ πως αν δεν μου πείτε πως θάχουμε πόλεμο, πως αν συνεχίσετε να ψευτομπαλώνετε όλες τις ατιμίες, όλες τις φρικαλεότητες αυτού του αντίχριστου (και πιστεύω πραγματικά πως είναι αντίχριστος) δε θέλω πια να σας ξέρω, δεν είστε πια φίλος μου, δεν είστε πια ο πιστός θεράπων μου, όπως λέτε. Καλημέρα σας λοιπόν, καλημέρα.

Μ’ αυτά τα λόγια υποδέχτηκε η πασίγνωστη Άννα Παύλοβνα Σέρερ, κυρία της τιμής και του στενού κύκλου της αυτοκράτειρας Μαρίας Φεοντόροβνας, τον πρίγκηπα Βασίλη, πρόσωπο με μεγάλη θέση στην αυλή, που έφτασε πρώτος στη βραδινή της δεξίωση.

Λέων Τολστόι, Πόλεμος και Ειρήνη, μτφρ. Σίμου Σπαθάρη, λογοτεχνική θεώρηση Κοσμά Πολίτη, Χ. Μιχαλακέας & Σία, Αθήνα [1958], σ. 2 [α΄ έκδοση πρωτοτύπου στα ρωσικά το 1869· το απόσπασμα μεταγράφεται στο μονοτονικό και χωρίς τις υποσελίδιες σημειώσεις που ερμηνεύουν τις γαλλικές εκφράσεις των αριστοκρατών ομιλητών].

 


Η μεγάλη δημοσιά που πάει από το κάστρο της Μεθώνης στης Κορώνης το κάστρο διχαλωνόταν στα Καμένα Βουνά. Τον είχε ανοίξει η Βενετιά ετούτο το δρόμο στα 1425, τότε που έχτισε το Γρίζι* για ν’ ασφαλίσει από τη στεριά το πηγαινέλα ανάμεσα Κορώνη-Μεθώνη, αν τύχει κι’ έζωναν το παράλιο καράβια εχθρικά. Και το ξανάφτιαξε το λιθόστρωτο ο σουλτάν–Μπαγιαζήτ ο Β’ στα 1500, όταν επόρθησε, πολιορκώτας τα αυτοπρόσωπος, τα δυο ξακουσμένα καστρολίμενα της Βενετιάς.

Μα στα εξήντα–εβδομήντα χρόνια που πέρασαν από τότε, κανένας δεν εγνιάστηκε να τη συντηρήσει τη δημοσιά. Κι’ έτσι, εδώ τα νερά της βροχής, εκεί πέρα η μεγάλη κατηφόρα, τη χαλάσανε, τη γεμίσανε στουρνάρια, λάκκες με λάσπη ή με σκόνη και χοντρές ρίζες ωσάν φλέβες σε γέρικο πετσί.

*Μεσόγειο κάστρο ανάμεσα Κορώνη – Μεθώνη [Σ.τ.σ.]

Θ. Πετσάλης-Διομήδης, Οι Μαυρόλυκοι. Το χρονικό της Τουρκοκρατίας 1565-1799, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 1944, σ. 35.

 


Μια λοξή ηλιαχτίδα γλίστρησε αργά από τη θύρα μέσα στο δωμάτιο, χαϊδεύοντας το πολύχρωμο ψηφιδωτό του δαπέδου και θερμαίνοντας διαδοχικά τις κοκκινωπές σάρκες του σκοτεινού τραγίσιου θεού, τις λευκότερες κνήμες της κοντινής νύμφης και τα πράσινα διακοσμητικά μοτίβα που τους τριγύριζαν. Σε λίγο σκαρφάλωσε το σκαλιστό πόδι του τραπεζιού και πλαγιοδρόμησε κατά τους ώμους του άντρα που καθόταν και διάβαζε ανέμελος, με τη ράχη γυρισμένη στη θύρα και το φως της. Από κει προχώρησε κι άγγιξε το σωρό παπύρους που γέμιζαν ακατάστατα το τραπέζι, καθώς ο μελετητής τούς συμβουλευόταν κάθε τόσο κρατώντας σημειώσεις. Τέλος η αχτίδα πήδηξε αντίκρυ, σ’ ένα αγαλματάκι της Αφροδίτης μισοξαπλωμένης στη ράχη ενός δελφινιού, μ’ ένα μικρό παιχνιδιάρη Έρωτα που, καβάλα στην ουρά του ψαριού, της πρόσφερε έναν καθρέφτη. Πίσω απ’ αυτά ο τοίχος σκεπαζόταν από μια πλατιά σύνθεση: το συναπάντημα της Ναυσικάς και του Οδυσσέα. Η αχτίδα έφτασε ώς το φιλόξενα απλωμένο χέρι της βασιλοπούλας, κι εκεί τη βρήκαν τα μάτια του Δίωνα όταν τα σήκωσε μια στιγμή από τους παπύρους.

Ρόδης Ρούφος, Οι Γραικύλοι, Ίκαρος, Αθήνα 1967, σ. 11 [το απόσπασμα μεταγράφεται στο μονοτονικό].

 


Γεννήθηκα στη Βομβάη… μια φορά κι έναν καιρό. Όχι, δε γίνεται, δεν μπορώ να αποφύγω την ημερομηνία· γεννήθηκα στο Μαιευτήριο Ναρλικάρ στις 15 Αυγούστου του 1947. Και τί ώρα; Γιατί και η ώρα επίσης παίζει ρόλο. Εντάξει λοιπόν: τη νύχτα. Όχι, έχει σημασία να είμαι πιο… ακριβώς τα μεσάνυχτα, εδώ που τα λέμε. Οι δείκτες του ρολογιού ενώθηκαν σαν χέρια σε έναν ευλαβικό χαιρετισμό για να με υποδεχτούν. Ω, εντάξει, θα το πω καθαρά: κατρακύλησα στον κόσμο ακριβώς τη στιγμή που η Ινδία αποκτούσε την ανεξαρτησία της. Άναρθρες κραυγές· και, έξω από το παράθυρο, βεγγαλικά και πλήθη. Μερικά δευτερόλεπτα αργότερα ο πατέρας μου έσπασε το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού του· αλλά το ατύχημά του ήταν εντελώς ασήμαντο σε σχέση με όσα έπαθα εγώ εκείνη τη στιγμή. Γιατί, χάρη στην κρυφή τυραννία των ρολογιών εκείνων που τόσο αβρά με καλωσόρισαν, αλυσοδέθηκα μυστηριωδώς στην ιστορία, και το πεπρωμένο μου ενώθηκε άρρηκτα με το πεπρωμένο της χώρας μου. Στις τρεις δεκαετίες που ακολούθησαν δεν κατάφερα να ξεφύγω.

Σάλμαν Ρούσντι, Τα παιδιά του μεσονυχτίου, μτφρ. Ρένα Χατχούτ, Ψυχογιός, Αθήνα 2005, σ. 19 [α΄ έκδοση πρωτοτύπου στα αγγλικά το 1995].