Απομνημονεύματα

Μακρυγιάννης

Στο απόσπασμα αυτό, από το τρίτο κεφάλαιο του δεύτερου βιβλίου των Απομνημονευμάτων του, ο Μακρυγιάννης αφηγείται με γοργό ρυθμό, αλλά και με αρκετές λεπτομέρειες σε ορισμένα σημεία, τα συμβάντα του Μαρτίου και του Απριλίου του 1832. Η καταγραφή των γεγονότων διανθίζεται από σχόλια για την προσωπικότητα, τα κίνητρα και τις επιδιώξεις των ανθρώπων που διαμόρφωσαν τις εξελίξεις.

Σας είπα την αγαθότη αυτεινών των ανθρώπων. Θα σας ειπώ και τ’ απάνθρωπα κινήματα αλλουνών. Όμως δεν πρέπει ο άνθρωπος να πειράζεται, ότι τέτοια είναι η ανθρωπότη — ο Θεός ας τους συχωρέση εκείνους οπού αδίκησαν· και να μας φωτίζει εις το καλό. Όταν ήμαστε ακόμα εις Άργος, ένας προκομμένος άνθρωπος και πλούσιος, με πολλές αντίκες, ήρθε από την Ευρώπη εις Άργος, Έλληνας· εγνωρίστη συγγενής με τους Γριβαίους και κάθεταν μ’ αυτούς. Άντεσε σ’ αυτείνη την εποχή και τον πήραν μαζί τους εις τα Μέγαρα και τον είχαν εις το κονάκι τους. Μίαν νύχτα τον πήραν και τον πήγαν σ’ ένα μέρος και του κόψαν το λαιμό του σαν πρόβατο· και του πήραν το βιον του και το μέρασαν τ’ αδέλφια. Άλλους τρεις τέσσερους σκότωσαν εκεί· γυναίκες και παιδιά διατιμούσαν και χιλιάδες κατάχρησες έκαναν. Κι από αυτό δεν θα κάμομεν ποτέ προκοπή, μήτε θα ιδούμεν Θεού πρόσωπον, ότι είμαστε θερία, ανθρωποφάγοι, άτιμοι άνθρωποι. Είμαστε τοιούτοι όλοι, ανάξιοι της λευτεριάς.

Σε ολίγες ημέρες ήρθαν αποστελμένοι από τους Αντιπρέσβες, από ένας του κάθε ενού, και μας είπαν ότι τον Αγουστίνο τον αναγνωρίσανε Κυβερνήτη της Ελλάδος και να πάμε να τον αναγνωρίσομεν κι εμείς, ειδέ θα μας χτυπήσουνε. Τους είπαμεν· «Βαρείτε όσο θέλετε! Είναι το μόνον αδύνατον πλέον από αυτείνη την φάρα να ιδούμε εις την πατρίδα μας· και κοπιάστε και βαρείτε· κι αν δεν κοπιάσετε εσείς με τον νέον Κυβερνήτη οπού αναγνωρίσετε, τότε θα ’ρθούμεν εμείς να πεθάνομεν εκεί. Ο βρεμένος την βροχή δεν την φοβάται — και κοπιάστε εις την δουλειάν σας. Δεν έχομεν άλλη ομιλία». Και σηκώθηκαν και φύγαν κι οι τρεις ο Ρούσος, ο Άγγλος, ο Γάλλος. Αφού πήγαν εις τους ανωτέρους τους και τους ανάφεραν τι τους είπαμεν, ότι θέλαν με φοβέρες να μας γυρίσουν στα θελήματά τους, αφού τους είπαν αυτό οι αποστελμένοι τους, μας καταδίκασαν εις θάνατο ο Αγουστίνος, ο Κολοκοτρώνης, ο Τζαβέλας κι ο Μεταξάς. Τότε μας στέλνουν έναν δάσκαλον από την Μπαυαρία, Θίρσιον τον λένε· ήρθε κι αυτός και μας λέγει· «Ήρθα αποστελμένος να σας ειπώ να υποταχτείτε, αλλά σας λέγω να μην υποταχτείτε, ότι τ’ Αγουστίνου το μέρος είναι όλοι κλέφτες κι άρπαγοι. Όσοι κάτοικοι είναι μ’ αυτούς τους γύμνωσαν όλους. Στο δικό σας το μέρος όλους τους ρώτησα και είναι πολλά ευκαριστημένοι· κάνουν τα ζευγάρια τους και βόσκουν τα ζωντανά τους έξω και δεν τους πείραξε κανένας. Ρώτησα όλους κι είναι ευκαριστημένοι. Κι όσοι είναι με την Κυβέρνησιν γυμνώθηκαν όλοι. Εγώ φεύγω σήμερα και πάγω να ειπώ αυτά των Αντιπρέσβεων, μας λέγει ο Θίρσιος· και θα μιλήσω κι όλου εκεινού του λαού να έρθουν με τ’ εσάς και να φύγουν από αυτούς. Και σε δυο ημέρες ή τρεις να κινήσετε δι’ Ανάπλι και να πάρετε από μια ελιά εις το χέρι σας». Σηκώθη κ’ έφυγε. Κατά την παραγγελίαν του αφήσαμεν τον Βάσιον εις την θέσιν των Μεγάρων και πήραμεν από μίαν ελιά εις το ’να χέρι, καθώς μας είπε ο Θίρσιος, και στ’ άλλο βαστούσαμεν το ντουφέκι και το σπαθί και πήγαμεν εις το Λουτράκι. Εκεί κατέβηκαν κι από τις Περαχώρες ο Κωλέτης και οι άλλοι. Το όλο ήμασταν ως χίλιοι άνθρωποι. Μείναμεν το βράδυ εις το Λουτράκι και κοιμηθήκαμεν· απάνου οπού θα κοιμηθούμεν μαθαίνομε εις τα τείχη του Ισθμού το ’πιασαν από τους αναντίους η καβαλαρία, ο Καλλέργης κεφαλή, το Ταχτικόν όλο το πεζικόν, ο αδελφός μου Νικήτας του άταχτου αρχηγός. Ρίξαν καμπόσους ντουφεκισμούς να μας σκιάξουν. Εμείς ενθουσιασμένοι σαν τον Λεωνίδα με τους Πέρσας, θέλαμεν την λευτεριά μας από τους αδελφούς μας, τους συναγωνιστάς μας. Από ποιους; Από τον Νικήτα τον Τουρκοφάγο — κι έγινε λευτεροφάγος, από τον Κολοκοτρώνη, τον Καλλέργη — ποιος μέτραγε τις ακαθαρσίες της Ευρώπης; Αυτείνοι ήρθαν διά τύχη κι όχι διά λευτεριά. Κοιμηθήκαμεν το βράδυ. Ξημέρωσε ο Θεός την ημέρα· μπονόρα μάς ήρθαν —οπού είχαν μείνει εις τα Μέγαρα και τότε έρχονταν— ο Δυοβουνιώτης κι ο Βάγιας με καμιά εκατόν πενηνταριά ανθρώπους. Αυτεινών των ολίγων τους ρίχτηκαν πεζούρα και καβαλαρία, το Ταχτικόν και άταχτον, απάνου από πέντε χιλιάδες. Τότε βλέποντας εμείς πετάξαμεν της ελιές, οπού βαστούσαμεν κατά την παραγγελίαν του Θίρσιου, και πιάσαμεν το σπαθί και σ’ ένα κάρτο τους πιάσαμεν τους περισσότερους ζωντανούς — και ήταν ντυμένοι και βρέθηκαν γυμνοί καθώς τους έκαμεν η μάνα τους. Καμίαν πενηνταριά είχα τριγύρω τ’ άλογό μου και τους απαντούσα με μεγάλα κλάματα από τους ανθρώπους οπού γύρευαν να τους γυμνώσουνε. Ότι γνωριζόμουν με τους περισσότερους και λυπέταν η ψυχή μου. Τους πήραμεν και πήγαμεν σ’ ένα χωριόν και μείναμεν· και μιλήσαμεν των ανθρώπων και τους δώσαν τα σκουτιά τους οπίσου και τα χερότερα άρματα του πεζικού του Ταχτικού και τ’ αρχηγών τους. Τότε ο Καλλέργης κι ο Νικήτας πήραν το φύσημά τους εις τ’ Άργος και είπαν αυτά τ’ αρχηγού Κολοκοτρώνη και Τζαβέλα. Και πήραν το φύσημά τους όλοι εις την Καρύταινα.

Τότε προχωρέσαμεν. Κοιμηθήκαμεν εις τον Αϊ-Βασίλη — κι από κει εις Άργος. Βήκαν οι κάτοικοι και μας καρτέρεσαν με δάφνες κι άλλα. Βαστήσαμεν κι εμείς μίαν ευταξίαν, πάγει εις τα Μέγαρα και γύρισμα, δεν ματαγένεταν — όσοι είχαμεν συνείδησιν· οι ασυνείδητοι ήταν ολίγοι. Αφού μάθαν την διάλυσίν τους όλως διόλου ο νέος Κυβερνήτης και οι αρχηγοί του, πάνε να πεθάνουν. Τότε οι Αναπλιώτες λένε του νέου Κυβερνήτη να ξεκυβερνήση, ν’ απαρατηθή. Τον έβγιασαν κι απαρατήθη. Και διόρισαν κυβερνήτες Κολοκοτρώνη, Κωλέτη, Μπουντούρη, Ζαΐμη, Μεταξά. Εμείς δεν θέλαμεν Κολοκοτρώνη, Ζαΐμη, Μπουντούρη, ότι ήταν διπρόσωποι. Τότε κινήσαμεν διά τ’ Ανάπλι. Ήταν γιομάτη η Πρόνοια από εκείνους. Αφού πλησιάσαμεν κοντά εις την Πρόνοια —και ήταν φιλονεικίες γυναικίσες, άναντρες— μπήκαμεν μέσα και κυργέψαμεν κι εκεί χωρίς ντουφέκι. Εις το σπίτι του Καλλέργη ήταν η καβαλαρία και χρήματα εθνικά. Τότε με περικαλεί ο Θίρσιος και οι Αντιπρέσβες να το προφυλάξω. Το ’πιασα και το βάσταζα δεκάξι ημέρες και το παράδωσα χωρίς να λείψει μία τρίχα. Δεν ήθελα χρήματα και βιο, ήθελα σύνταμα διά την πατρίδα μου, να κυβερνηθεί με νόμους κι όχι με το «έτσι θέλω». Όμως ο Καλλέργης εις τ’ Άργος και οι συντρόφοι του δεν μ’ άφησαν ούτε στάχτη εις το σπίτι μου. Και μας καταδίκασαν όλους εις θάνατο, διατί δεν σταθήκαμεν εις τ’ Άργος να μας σκοτώσει ο Αγουστίνος Καποδίστριας.

Τότε οπού είμαστε εις την Άργεια, ζήτησαν οι Αντιπρέσβες να μπει ο Κωλέτης μέσα εις τ’ Ανάπλι με δέκα πολιτικούς και με μίαν στρατιωτική επιτροπή. Διόρισαν το Ντεληγιώργη, τον Βάγια κι εμένα και μπήκαμεν. Μας καρτέρεσαν οι πολίτες με το «ζήτω». Ο νέος και πεσμένος Κυβερνήτης τήραγε από το παλεθύρι. Πήγαμεν στου Ντώκινς του Αντιπρέσβη της Αγγλίας κι από εκεί εις της Γαλλίας, τον Ρουάν. Κι εκεί φιλονικήσαμεν καμπόσες ημέρες διά τ’ άτομα της Κυβερνήσεως, ή θα φύγομεν έξω πίσου. Τότε συνφωνήσαμεν Κουντουργιώτη, Κωλέτη, Ζαΐμη, Μεταξά, Υψηλάντη, Κολιόπουλο, Μπότσαρη. Μ’ έστειλαν εμένα και τον Γρίβα και πήγαμεν εις τη Νύδρα και φέραμεν τον Κουντουργιώτη εις τ’ Ανάπλι. Ο Αγουστίνος πήρε το λείψανο του αδερφού του και μπήκε σ’ ένα ρούσικον καράβι και κάθεταν· και πρόσμενε να ’περισκύσει το μέρος του, να κοπιάσει οπίσου. Τότε οι συντρόφοι του οι δολεροί μπάζαν ανθρώπους κρυφίως από τα Πέντε Αδέρφια κι από αλλού και γιόμοζαν τα σπίτια του Ζαΐμη, των Κολοκοτρωναίων, του Μεταξά, ολουνών αυτεινών. Ο Ζαχαρόπουλος κι άλλοι φίλοι μου μού τό είπαν. Τις αρχές τις πολιτικές και στρατιωτικές δεν της αλλάξαμεν, ήταν εκεινών. Πιαστήκαμεν με τον Ζαΐμη, οπού πήγαμεν εις το σπίτι του με τον Κουντουργιώτη. Είπε· «Αυτά όλα τα κάνει ο Μακρυγιάννης. — Του είπα, εγώ τα κάνω! Δεν μου τρως το κεφάλι μου με τους μπακάληδες τ’ Αναπλιού. Αύριον βγαίνω εις την Πρόνοια, κι αυτείνοι εδώ ας πιστεύουν εσένα». Γγίχτηκα και με τον Κουντουργιώτη. Την αυγή μαζώχτηκαν εις το παλάτι όλοι οι κυβερνήται. Έρχονται οι φίλοι και πιάνουν όλα τα τρογυρινά σπίτια· και σύναζαν άρματα και πολεμοφόδια· και ήταν και οι καβαλαραίοι εκεί πεζοί, ότι τ’ άλογά τους τα πήρε όλα ο Γρίβας κι άλλοι. Οι καβαλαραίοι με τον αρχηγό τους Καλλέργη πήγαν κρυφίως κι άνοιξαν την οπλοθήκη (κι ο φρούραρχος ήταν δικός τους) και κουβαλούσαν κρυφίως καραμπίνες. Εγώ είχα φίλους καλούς, οπού ήμαστε από πρωτύτερα μαζί, μου τό είπαν και καταξοχή ο αγαθός πατριώτης και τίμιος άνθρωπος ο Σελαϊδής Σελαϊδόπουλος — τον έστειλα και τους είδε και μόφερε χαμπέρι. Τότε εκεί οπού διάβαιναν με της καραμπίνες κρυμμένες εις τις καπότες τους από κάτου τους πιάσαμεν. Πήγα κι έβγαλα τους κυβερνήτες έξω και τους είδαν· και τότε ξεβρακώθηκαν όλοι· και κατάλαβαν την αλήθεια. Και τότε αλλάξαμεν τον φρούραρχον, διοικητή, αστυνόμο κι άλλους. Και γλιτώσαμεν τα κεφάλια μας — θα μας σκότωναν όλους μ’ απιστιά. Τότε τους βγάλαμεν όλους έξω. Και μ’ αυτά ’περίσκυσε ο Κωλέτης. Και στείλαν και ήρθαν Γαλλικά στρατέματα εις τ’ Ανάπλι, οπού ήταν εις τα κάστρα. Τ’ Ανάπλι πρέπει να ευγνωμονεί εις τον Κωλέτη, ότι θα πάθαιναν ό,τι έπαθαν και τ’ άλλα τα μέρη της πατρίδας. Αυτείνοι οι γενναίγοι άντρες οι Γάλλοι βάσταξαν την ησυχίαν. Χάριτες τους χρωστάγει η πατρίδα αυτεινών των γενναίων αντρών, και γκενεραλαίων κι’ αξιωματικών, γκενεράλ Γκενώ και γκενεράλ Κορβέ κι αλλουνών.

Λέγω εις τους αναγνώστες, αρχή οπού πήγαμεν εις τα Μέγαρα και ούθεν πέρασαν συνταματικοί άνθρωποι δεν πείραξαν μίαν τρίχα, αλλά νηστικοί, ξυπόλυτοι, νόμους έλεγαν να γένουν. Και οι καημένοι οι κάτοικοι την ίδια αρετή είχαν και πατριωτισμόν. Ο ευλοημένος λαός της Ελλάδος περιποιέταν τον συνάδελφόν του μ’ ό,τι του βρίσκεταν· και γύρευαν Εθνική Συνέλεψη. Αυτείνη την ευταξίαν και την αρετή την ζήλεψαν οι αναντίοι, ότ’ είχαν κάμει μεγάλες κατάχρησες. Μάθαμεν ότι έρχεται βασιλική επιτροπή διά να τηράγει όσο να ’ρθεί ο βασιλέας. Τότε διά να ρίξουν την κατηγόρια γενικώς όσα στρατέματα είχαν αυτείνοι διαλύθηκαν και ήρθαν με τ’ εμάς. Ήταν ο Χατζηπέτρος μ’ εφτά ανθρώπους, τώρα έγινε με πεντακόσους· πήρε γυμνώνοντας από την Κόρθο ώς το Γαστούνι. Κι αφάνισαν τους κατοίκους. Ο Τζαβέλας έπιασε το μέρος της Πάτρας, οι Γριβαίγοι τ’ Άργος κι όλα αυτά τα μέρη — ο καθείς έπιασε το δικό του. Με διόρισαν κι εμένα με το Ντεληγιώργη κι άλλους και πήγαμεν εις Τροπολιτσά· μ’ έκαμαν αρχηγόν της θέσης. Ήταν κι άλλα ασκέρια πλήθος εκεί και εις τα χωριά. Τους μεράζαμεν ταχτικώς την ζωοτροφή τους με τον διοικητή. Έστειλα εις τις σπηλιές κι ερημιές και σύναξα τους δυστυχείς κατοίκους και πήγε καθένας εις το σπίτι του, χώρα και χωριά, και τήραγαν την δουλειά τους· και ήταν πολύ ευκαριστημένοι.

Ι. Μακρυγιάννης, Απομνημονεύματα, τόμ. Β΄, μεταγρ.-σημ. Γιάννης Βλαχογιάννης, επιμ. Αλέξης Πολίτης, Εστία, Αθήνα 2011, σ. 47-52.