Λογοκρισία και ανάγνωση

Ροΐδης Εμμανουήλ

Το 1866 εκδίδεται στην Αθήνα Η Πάπισσα Ιωάννα του Εμμανουήλ Ροΐδη. Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδας ζητά την επέμβαση του εισαγγελέα, αποκηρύσσει το σατανικό βιβλίο και κηρύττει αφορεσμένους όσους τολμήσουν να το διαβάσουν. Ο Ροΐδης αντιδρά στον πόλεμο που δέχεται, αφενός με μια άμεση επιστολή προς απάντηση της εγκυκλίου της Ιεράς Συνόδου «Περί αποκηρύξεως Βλάσφημου και Κακοήθους Βιβλίου», και αφετέρου με τις «Επιστολές ενός Αγρινιώτου», τέσσερις επιστολές τις οποίες υπογράφει ως Διονύσιος Σουρλής. Στις επιστολές αυτές, εξαίρετο δείγμα του ειρωνικού ύφους, ο Ροΐδης υποδύεται τον αναγνώστη της Πάπισσας Ιωάννας. Χρησιμοποιώντας με παιγνιώδη τρόπο μια ευρεία βιβλιογραφία, ο συγγραφέας υπερασπίζεται το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου και ελέγχει τους θρησκευτικούς αναχρονισμούς της λογοκρισίας.

Aγρίνι 1 Μαΐου 1866

Αξιότιμε κ. εκδότα της Αυγής,

Το όνομά μου είναι Σουρλής· κατοικώ εις το Αγρίνι, κοντά εις τον ποταμόν, και είμαι συνδρομητής εις την αξιόλογον Αυγήν σας. Όταν ήμην νέος, υπήγα εις την Πάδοβαν να σπουδάσω ιατρικήν και έπειτα επέστρεψα εδώ, όπου υπανδρεύθην και κατοικώ τριάντα επτά χρόνους. Αλλ’ ο Θεός δεν μου εχάρισεν ούτε αρρώστους ούτε τέκνα· προ δώδεκα χρόνων μού επήρε και την γυναίκα μου και, διά να μη μένω αβασάνιστος, μου έστειλεν εις τον τόπον της έναν οξύν ρευματισμόν, όστις με άφισε παραλυτικόν. Τώρα περιπατώ με δεκανίκια· επειδή όμως είμαι ευλαβής άνθρωπος, ευχαριστώ καθ’ ημέραν τον Πανάγαθον Θεόν, ο οποίος μ’ εκούτσανε, διά να φθάσω ίσως αργότερα εις την τελευταίαν μου κατοικίαν. Μόνη διασκέδασις μου έμεινε το χωράφι μου, το οποίον με τρέφει, η εφημερίδα σας και η βιβλιοθήκη μου. Μέσα εις αυτήν έχω, κατά την συνήθειαν των ιατρών όσοι εσπούδασαν εις την Πάδοβαν, περισσοτέρους ποιητάς, συγγραφείς και φιλοσόφους παρά ιατρούς. Τον Όμηρον, τον Πλάτωνα, τον Δάντε και τον Βιργίλιον, τους οποίους θαυμάζω και σέβομαι ως ιερά πράγματα, και διά τούτο ποτέ δεν τους ανοίγω, και εκτός αυτών τον Κάτουλλον, τον Τασσόνην, τον Μπάιρων και τους άλλους μικροτέρους των οποίων την συναναστροφήν προτιμώ από τας ομιλίας των φίλων μου Αγρινιωτών, οίτινες διά τούτο με ωνόμασαν μισάνθρωπον. Αλλ’ αυτή είναι μαύρη συκοφαντία· διότι εξ εναντίας τόσον πολύ αγαπώ τους ανθρώπους, ώστε αν είχα χρήματα, ή τουλάχιστον ποδάρια, ουδέ στιγμήν θα έμενα εις το Αγρίνι.

Αλλ’ ας αφήσωμεν τους Αγρινιώτας και ας επανέλθωμεν εις το προκείμενον. Σας έλεγα λοιπόν, αξιότιμε κ. εκδότα, ότι έχω μίαν καλήν βιβλιοθήκην και τον περισσότερον καιρόν μου περνώ με τα βιβλία μου. Την άνοιξιν, όταν ο ήλιος είναι ευχάριστος, διαβάζω εις το δώμα της καλύβης μου, το καλοκαίρι όπου αι ακτίνες του καίουν καταφεύγω υπό την σκιάν μιας γραίας πλατάνου, της οποίας τα περιττά κλαδιά με ζεσταίνουν τον χειμώνα· ώστε το δένδρον τούτο μού δίδει κατά τας περιστάσεις δροσιάν ή ζέστην καθώς το φύσημα του Αισωπείου Σατύρου. Όλα τα ανωτέρω σας ανέφερα, κ. εκδότα, διά να σας αποδείξω ότι, αν και ονομάζομαι Σουρλής και κατοικώ εις το Αγρίνι, είμαι άνθρωπος διαβασμένος, εις κατάστασιν να κρίνω περί γραμμάτων καλύτερα ίσως από πολλούς δημοσιογράφους και λογίους της πρωτευούσης σας, οι οποίοι γράφοντες και διδάσκοντες από το πρωί έως το βράδυ διά να κερδίσουν το ψωμί των, δεν ευρίσκουν καιρόν ν’ ανοίξουν βιβλίον και ως εκ τούτου... Αλλά το προοίμιόν μου καταντά πολύ μακρύ, ενώ ο τόπος σας είναι μετρημένος· με τα σωστά μου λοιπόν έρχομαι εις το προκείμενον.

Ένας κάποιος φίλος μου, κάτοικος Αθηνών, εις τον οποίον είχα στείλει μερικάς οκάδας ξανθόν καπνόν του Αγρινίου, μου έστειλεν ως αντάλλαγμα εν νεοφανές βιβλίον, επιγραφόμενον Πάπισσα Ιωάννα και τυπωμένον εις τα αξιότιμα πιεστήριά σας. Θέλων δε και να μου δείξη πόσον πολύτιμον ήτο το δώρον του, ότι δηλ. ο καπνός μου ήτο καλοπληρωμένος, είχε περιτυλίξει το βιβλίον εις ένα σωρόν εφημερίδας, Χάρτην, Αλήθειαν, Independance, Παλιγγενεσίαν, Αυγήν, Εθνοφύλακα, Ομόνοιαν, Βυζαντίδα, Χρυσαλλίδα κτλ. κτλ., αι οποίαι το εσύσταινον ως ευφυέστατον, λίαν κακόηθες, χαριτόβρυτον, βορβορώδες, πολυμαθέστατον, κακόσχολον, θελκτικώτατον, αηδές, αξιάγαστον, ατιμωτικόν και ένα σωρόν άλλα επίθετα, τα οποία εμάλωναν τον έν με το άλλο.

Μέσα εις τον φάκελλον ευρίσκετο και μία εγκύκλιος του σεβασμιωτάτου Επισκόπου Καρυστίας Μακαρίου, όστις με την ιδιάζουσαν εις τους καλογήρους ευαγγελικήν μετριοπάθειαν ωνόμαζε τον συγγραφέα όργανον του Σατανά και κακούργον, το δε βιβλίον λοιμώδες, φθοροποιόν, «έχιδναν ικανήν ολόκληρον οικίαν να δηλητηριάση» κτλ. κτλ. Εκτός αυτής υπήρχε και άλλη εγκύκλιος φέρουσα τας υπoγραφάς των πέντε μελών της Συνόδου, την οποίαν εδιάβασαν και εις τας εκκλησίας, απαγορεύοντες εις τους πιστούς την ανάγνωσιν του βλασφήμου συγγράμματος, διά να μη «βλαβώσιν ηθικώς και ΣΩΜΑΤΙΚΩΣ» (!!!)

Όλα ταύτα, να σας ειπώ την αλήθειαν, εκέντησαν την περιέργειάν μου και αφού πολλήν ώραν επονοκεφάλησα διά να συμβιβάσω τους τόσους επαίνους και τας τόσας ύβρεις, το τόσον λιβάνι και την τόσην λάσπην, τα οποία ο τύπος και η Εκκλησία έχυσαν επάνω εις αυτό το βιβλίον, απεφάσισα να το διαβάσω και εγώ, διά να σχηματίσω γνώμην με τα ιδικά μου μάτια και την ιδικήν μου κρίσιν. Η ανάγνωσις είναι ίσως αμαρτία μετά την απαγόρευσιν της Εκκλησίας, αλλ’ αν έσφαλα εγώ από περιέργειαν ως η πρώτη μας μητέρα, το αμάρτημα ας ήναι εις τον Άγιον Καρυστίας, ο οποίος μ’ έφερεν εις πειρασμόν· αν έγινα εγώ Εύα, εκείνος είναι ο όφις, όστις με ηπάτησε με τας μακράς σπείρας του καλογηρικών επιθέτων.

Ανέγνωσα λοιπόν κ’ εγώ την Πάπισσαν και έρχομαι, αν μου συγχωρήτε, να σας είπω όχι περί του βιβλίου τούτου, αλλά περί της ηθικής εν γένει και την ιδικήν μου γνώμην ή μάλλον την γνώμην της βιβλιοθήκης μου. Πολλάκις εθαύμασα, κ. εκδότα, την σοφίαν και ακόμη περισσότερον το θάρρος των λογίων και προ πάντων των εφημεριδογράφων της πρωτευούσης σας, οι οποίοι, χωρίς ανάγκην άλλου βοηθήματος, όσα λέγουν τα λαμβάνουν από την πάνσοφον κεφαλήν των. Ομιλούν περί ιστορίας χωρίς να φέρουν ούτε μίαν μαρτυρίαν, περί συντάγματος και πολιτείας, σκωριών και θανατικής ποινής, ηθικότητος και φιλολογίας χωρίς ποτε να καταδεχθούν να εξετάσουν αν ωμίλησαν και άλλοι διά τοιούτου είδους πράγματα.

Πρό μηνών ανεφέρετε με θαυμασμόν και απορίαν εις την αξιότιμον εφημερίδα σας ότι ένας κάποιος Κ. Ρηγόπουλος, εμπνευσθείς υπό Πνεύματος Αγίου, κατώρθωσε ν' ανασκευάση τον Pενάν χωρίς να ηξεύρη γαλλικά. Το πράγμα είναι καθ’ εαυτό αξιοθαύμαστον, δεν λέγω το εναντίον, αλλά πολύ πλέον αξιοθαύμαστα είναι ο θαυμασμός και η απορία σας, διότι τόσους πολλούς Ρηγοπούλους βλέπετε καθ’ ήμέραν, ώστε έπρεπε να είσθε προ καιρού συνειθισμένοι εις τοιαύτα θαύματα. Ο παραμικρός των εφημεριδογράφων σας είναι εις το είδoς του θεόπνευστος προφήτης, ομιλών και αποφασίζων περί πραγμάτων, τα οποία ποτέ δεν έμαθε. Δεν ενθυμούμαι ποίος φιλόσoφος έλεγεν εις τους κατοίκους της πρωτευούσης σας:

Ω Αθήνα, πρώτη χώρα,
τί γαδάρους τρέφεις τώρα!

αλλά το δίστιχον αυτό δεν μου φαίνεται σωστόν, πρώτον διότι δεν πρέπει να υβρίζωμεν κανένα, και δεύτερον διότι αντί γαδάρους έπρεπεν ο ποιητής να είπη προφήτας, θεοπνεύστους ανθρώπους, ικανούς να ομιλήσουν περί όλων των γνωστών πραγμάτων και πολλών άλλων ακόμη, κατόχους πάσης σοφίας, χωρίς να υπoπέσoυν εις το αμάρτημα να μασήσουν τον απηγορευμένον της γνώσεως καρπόν. Το κατ’ εμέ τους ανθρώπους τούτους τους σέβομαι, τους μακαρίζω, τους θαυμάζω ως σπάνια και περίεργα πλάσματα των οποίων το είδος εχάθη από όλα τα μέρη του κόσμου, και σώζεται εις μόνην την Ελλάδα· αλλά να τους μιμηθώ ούτε δύναμαι ούτε τολμώ.

Καθώς δεν ημπορώ να περιπατήσω χωρίς δεκανίκια, ούτω και χωρίς βιβλία αδύνατον μού είναι να συλλογισθώ. Πριν αποφασίσω να είπω την γνώμην μου περί οποιουδήποτε ζητήματος, θέλω να ηξεύρω τί εστοχάζοντο περί αυτού ο Αριστοτέλης, ο Κάντ και ο Έγελ, αν ήναι το πράγμα φιλοσοφικόν, ο Άγ. Βασίλειος, ο Λούθηρος και ο Ρενάν, αν πρόκειται περί θεολογίας, ο Αθήναιος και ο Βατέλ, αν ήναι ο λόγος περί μαγειρικής. Ο τρόπος αυτός μου φαίνεται ο φρονιμώτερος και ο ασφαλέστερος διά τους ανθρώπους εις τους οποίους δεν εχάρισεν ο Θεός παρά μόνον μυελόν και βιβλία· ο δε άλλος τρόπος, να λέγω δηλ. ο καθείς την γνώμην του χωρίς να φροντίζη περί του τί είπαν οι άλλοι, αρμόζει εις μόνους τους μεγαλοφυείς άνδρας και τους τρελλούς. Η μεγαλοφυία και η τρέλλα, κατά την γνώμην πολλών φυσιολόγων, είναι αδελφαί και ως τοιαύται έχουν τα ίδια προνόμια· λέγουν ό,τι θέλουν και αι αποφάσεις των είναι χρησμοί Πυθίας, η οποία, καθώς διηγούνται πολλοί αρχαίοι, έπασχε και εκείνη από έν είδος τρέλλας, όταν εχρησμοδότει.

Αλλ’ οπωσδήποτε, όσον μεγάλα και αν υποθέσωμεν τα προνόμια των μεγαλοφυών ανθρώπων και των τρελλών, νομίζω «ουχ ήττον» (συγχωρήσατε την ελληνικούραν) ότι πολλοί των συναδέλφων σας, ομιλούντες περί ηθικής, εξεπήδησαν ολίγον τα όρια της συγχωρημένης… πρωτοτυπίας. […]

[…] Μίαν μόνην συμβουλήν θα μου συγχωρήσετε κ. εκδότα, να δώσω εις τους συναδέλφους σας, την οποίαν, αν ακολουθήσουν, θα γίνουν άτρωτοι ως ο Αχιλλεύς. Η συνταγή είναι εύκολος· συνίσταται εις το να αποφεύγουν ως πονηρούς σκοπέλους τα γεγονότα και τα κύρια ονόματα, να μη ταράττουν την ησυχίαν του Πύρρωνος, του Πιρόν και Βοναπάρτε, αλλά να μιμούνται το καλόν παράδειγμα της Αληθείας, ήτις επήνεσε την Ιωάνναν διά το άσπρο της χαρτί και το βαθύ μελάνι. Όταν δε θέλουν να κατηγορήσουν, τότε να λαμβάνουν ως πρότυπον καο υπογραμμόν τον Άγιον Καρυστίας, όστις με ευαγγελικήν πραότητα δεν ωνόμασε τον συγγραφέα της Παπίσσης παρά μόνον «όργανον του Σατανά, έχιδναν, κακοήθη κακούργον» ή τον αξιότιμον συντάκτην του Ανατολικού Αστέρος κ. Καλαπόδην, Καλαποδάκην, δεν ενθυμούμαι καλά το όνομά του, ο οποίος ωνόμασε το βιβλίον ατιμωτικόν. Και επειδή έτυχε περί καλαποδίων ο λόγος, ταύτα με εθύμισαν τα υποδήματα, την φράσιν δηλ. ενός φίλου μου, όστις διισχυρίζετο προχθές εις το καφφενείον του Σπυροπούλου, ότι ο ωφελιμώτερος τρόπος να μεταχειρίζωνται μερικοί άνθρωποι το μελάνι των θα ήτο αν εμαύριζαν με αυτό τα υποδήματά των.

[…]

Διονύσιος Σουρλής [= Εμμανουήλ Ροΐδης], «Η Πάπισσα Ιωάννα και η ηθική. Επιστολαί ενός Αγρινιώτου. Επιστολή Α΄». Σκαλαθύρματα, επιμ. Άλκης Αγγέλου, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 2005, σ. 22-27.