Δικό μου

Carver Raymond

Το σύντομο διήγημα του Raymond Carver προέρχεται από τη συλλογή Beginners (2009). Πρόκειται για ένα χαρακτηριστικό δείγμα μινιμαλιστικής γραφής που χαρακτηρίζεται από τον κοφτό και μικροπερίοδο λόγο, την ελλειπτική γραφή και τη δραματική ένταση. Με τον τίτλο «Popular Mechanics» το διήγημα είχε περιληφθεί και στη συλλογή What we talk about when we talk about love (1981).

Μέσα στη μέρα βγήκε ο ήλιος και το χιόνι έγινε μαύρο νερό. Μικρά ρυάκια νερού έτρεχαν απ’ το χαμηλό παραθυράκι που έβλεπε στην πίσω αυλή. Αμάξια περνούσαν πλατσουρίζοντας έξω στον δρόμο. Άρχισε να σκοτεινιάζει, και έξω και μέσα.

Βρισκόταν στην κρεβατοκάμαρα και έχωνε μερικά ρούχα στη βαλίτσα, όταν εκείνη ήρθε και στάθηκε στην πόρτα.

Χαίρομαι που φεύγεις, χαίρομαι που φεύγεις! του είπε. Ακούς;

Συνέχισε να χώνει τα πράγματα στη βαλίτσα του χωρίς να κοιτάξει.

Παλιοκάθαρμα! Πόσο χαίρομαι που φεύγεις! Άρχισε να κλαίει. Δεν μπορείς να με κοιτάξεις κατά πρόσωπο, έτσι; Πρόσεξε τότε τη φωτογραφία του μωρού στο κρεβάτι και την πήρε στα χέρια της.

Σήκωσε το βλέμμα του και την κοίταξε, κι αυτή σκούπισε τα μάτια της και του έριξε μια ματιά, πριν στρίψει και γυρίσει στο σαλόνι.

Φέρ’ την πίσω, της είπε.

Πάρε τα πράγματά σου και φύγε, του είπε.

Δεν της απάντησε. Έκλεισε τη βαλίτσα, φόρεσε το παλτό του και έριξε μια ματιά στο υπνοδωμάτιο πριν κλείσει το φως. Μετά πήγε στο σαλόνι. Εκείνη στεκόταν στην πόρτα της κουζίνας κρατώντας το μωρό στην αγκαλιά της.

Θέλω το μωρό, της είπε.

Τρελάθηκες;

Όχι, αλλά θέλω το μωρό.

Θα στείλω κάποιον να πάρει τα πράγματά του.

Δεν πας στον διάολο! Μην τολμήσεις ν’ αγγίξεις το μωρό.

Το μωρό είχε αρχίσει να κλαίει. Παραμέρισε την κουβέρτα απ’ το κεφαλάκι του.

Ω, ω, είπε κοιτάζοντας το μωρό.

Άρχισε να κινείται προς το μέρος της.

Για όνομα του Θεού! είπε. Πισωπάτησε προς την κουζίνα.

Θέλω το μωρό.

Φύγε αποδώ!

Γύρισε και προσπάθησε να προφυλάξει το μωρό σε μια γωνιά πίσω απ’ τη σόμπα καθώς την πλησίαζε.

Εκείνος έσκυψε πάνω απ’ την σόμπα κι άρπαξε το μωρό με τα χέρια του.

Άφησέ τον, της είπε.

Φύγε! Φύγε! φώναζε εκείνη.

Το μωρό είχε αναψοκοκκινίσει και έκλαιγε. Πάνω στον καβγά γκρέμισαν μια μικρή γλάστρα που κρεμόταν πάνω απ’ τη σόμπα.

Τη στρίμωξε στον τοίχο, προσπαθώντας να χαλαρώσει τη λαβή της. Κρατώντας γερά το μωρό, έσπρωχνε μ’ όλη του τη δύναμη.

Άφησέ τον σου λέω, της είπε.

Μη, του είπε, το πονάς!

Εκείνος δεν ξαναμίλησε. Απ’ το παράθυρο της κουζίνας δεν έμπαινε φως. Μέσα στο μισοσκόταδο πάλευε με το ένα του χέρι να ανοίξει τα σφιγμένα της δάχτυλα και με το άλλο κράταγε γερά το μωρό, που έκλαιγε κάτω απ’ τον ώμο της.

Ένιωσε τα δάχτυλά της να ανοίγουν με βία και το μωρό να της ξεφεύγει. Όχι, είπε, καθώς τα χέρια της χαλάρωναν. Θα το κρατούσε αυτό το μωρό, αυτό το μωρό που τους κοιτούσε τώρα με το στρουμπουλό του πρόσωπο απ’ τη φωτογραφία πάνω στο τραπέζι. Άρπαξε το μωρό από το άλλο του χέρι. Έσφιξε το μωρό απ’ τον καρπό και το τράβηξε πίσω.

Εκείνος δεν είχε σκοπό να το αφήσει. Ένιωσε το μωρό να γλιστράει απ’ τα χέρια του και τράβηξε πίσω με δύναμη. Με όση δύναμη είχε.

Μ’ αυτόν τον τρόπο το θέμα διευθετήθηκε.

Ρέιμοντ Κάρβερ, Αρχάριοι, επιμ. Γουίλιαμ Λ. Σταλ, Μορίν Π. Κάρολ, μτφρ.-επίμ. Γιάννης Τζώρτζης, Μεταίχμιο, Αθήνα 2010, σ. 250-252.