Ποίηση

Βλαβιανός Χάρης

Στο ποίημα του Χάρη Βλαβιανού, που διαλέγεται διακειμενικά με το περίφημο «Poetry» της Marianne Moore (Complete Poems of Marianne Moore, Macmillan, New York 1967, σ. 36), δίνονται δύο ανοικτές εκδοχές ερμηνείας της ποίησης. Η ποίηση παρουσιάζεται ως αντικείμενο απέχθειας, κοινό τόσο για τον ομιλητή του ποιήματος και όσους προηγήθηκαν ποιητικά περιγράφοντας το ίδιο συναίσθημα όσο και για τον υπονοούμενο και ευρύτερα νοούμενο δέκτη (αναγνώστη). Πρόκειται για ένα άχρωμο και ατέρμονο scrabble με «ξαφνικές κρίσεις λεκτικής ευφορίας». Η χρήση της αγγλικής λέξης είναι εδώ ενδεικτική της αμηχανίας ή απαξίωσης απόδοσης της ερμηνείας της ποίησης ως απρόσεκτης γραφής, κακογραφίας, ορνιθοσκάλισματος, παιχνιδιού συναρμολόγησης λέξεων, αγώνα, αναρρίχησης. Η σύγχρονη ποίηση καθορίζεται από τη δυσκολία και την υπέρβασή της. Οι σκιές που κάνουν τα φύλλα θαμπώνουν κάθε απορριπτική ή ορθολογιστική αναγνωστική διάθεση από τον υποψιασμένο αναγνώστη. Πού βρίσκεται, τελικά, η υπερβατική αξία (αν υπάρχει) και η ηδονή της λογοτεχνίας; Ίσως στην αυθεντικότητα της συνύπαρξης φανταστικού και πραγματικού, όπου το μελάνι της ρυθμικής γραφίδας του θανάτου ή της ποίησης, αλλά και κάθε άλλης τραγικής ή ωραίας πτυχής της πραγματικότητας, υπερβαίνει τις σιωπές και δημιουργεί τον ποιητικό λόγο.

Στον Γιάννη

Κι εγώ την απεχθάνομαι ασφαλώς και υπάρχουν πιο αναγκαία πράγματα στη ζωή απ’ αυτό το ατέρμονο scrabble με τις ξαφνικές κρίσεις λεκτικής ευφορίας.

Διαβάζοντάς την όμως με απόλυτη αποστροφή ανακαλύπτει κανείς μέσα στις άχρωμες σελίδες της έναν τόπο προορισμένο για το αυθεντικό: έναν φανταστικό κήπο με πραγματικές αλέες όπου το πτυχωτό μαύρο φόρεμα της κ. Μουρ σαρώνει με ρυθμική μεγαλοπρέπεια τα νεκρά φύλλα των ενδοιασμών μας.

Χάρης Βλαβιανός, Adieu, Νεφέλη, Αθήνα 1996, σ. 100.