Παρισινά γράμματα

Παπαντωνίου Ζαχαρίας

Προς το τέλος του 19ου αιώνα θα πρέπει να έχει ήδη στηθεί το δίκτυο των (έμμισθων) ανταποκριτών του Τύπου, εγχώριων και ευρωπαϊκών. Οι ανταποκρίσεις τους εμπλουτίζουν και δίνουν νέα πνοή στην κατηγορία των ταξιδιωτικών κειμένων. Μια τέτοια σειρά επιστολικών ανταποκρίσεων του Ζ. Παπαντωνίου από το Παρίσι για την εφημερίδα Εμπρός συγκεντρώνεται από τον Ι.Μ. Παναγιωτόπουλο στον τόμο με τον τίτλο Παρισινά γράμματα, απ’ όπου και το επιλεγμένο απόσπασμα. Ο ίδιος ο Παναγιωτόπουλος μας πληροφορεί: «Είναι ο Παπαντωνίου μόλις ύστερα από τα τριάντα του χρόνια. Έχει ήδη τυπώσει ένα βιβλίο, τα Πολεμικά τραγούδια. Έχει δημοσιογραφήσει πολύ. Είναι ένας νέος άνθρωπος διψασμένος, πεινασμένος, αποφασισμένος να μάθει και να νιώσει πολλά. Βρίσκεται στο Παρίσι στα 1908, στα 1909 και στα 1910».

Εις το Μονζερόν ξαναβλέπω το στοιχείον της γαλλικής ζωής. Την buvette. Το μέρος όπου πίνει κανείς.

Υπάρχουν εδώ, εις τον μικρόν αυτόν τόπον, είκοσι το ολιγώτερον! Και εις τας είκοσι υπάρχουν πίνοντες.

Κάθε λαός πίνει κατά τον τρόπον του.

[…]

Εις τας μυριάδας των Παρισινών οινοπολείων δεν θα ακουσθή ένας Γάλλος να τραγουδή. Η μουσική και το κρασί, τα οποία αλλού θεωρούνται ένα πράγμα, εδώ δεν έχουν καμμίαν σχέσιν. Το τραγούδι, το υποτονθόρισμα, το βράσιμο μιας νότας κατά την ώρα του πότου, είναι άγνωστα. Το κρασί αγνοεί την μουσικήν και η μουσική δεν πλησιάζει το κρασί. Οι πίνοντες ημπορούν να συζητούν ποιο είναι το καλλίτερο τυρί ή το στερεώτερο κάρβουνο και να περάσουν με τούτο εξαισίας στιγμάς. Δι’ αυτό και η επιγραφή, η αφθονούσα εις τους θερμούς τόπους «απαγορεύονται τα άσματα πέραν της 10ης κλπ.», εδώ δεν υπάρχει πουθενά. Εάν η απουσία του τραγουδιού έχη και άλλα αίτια, ας σημειωθή όμως και τούτο, ότι ο γαλλικός λαός είναι άμουσος. Δεν αισθάνεται την ανάγκην της μουσικής και το αυτί του δεν έχει τίποτε από την βαθείαν εκείνην οικειότητα άλλων λαών προς αυτήν την τέχνην. Οι Ρώσοι χωρικοί, εις τα βάθη της σκοτεινής και θλιβερής ζωής των, τραγουδούν χωρίς να τους διδάξη κανείς. Οι Ελβετοί εις τα βουνά των είναι όλοι τραγουδισταί. Άλλοι λαοί, τους οποίους θεωρούμεν βαρείς, δουλεύουν ή πίνουν με το τραγούδι των. Οι Γάλλοι δουλεύουν ή πίνουν χωρίς μία νότα. Εκείνο δε που λέγεται δυο νότες μαζί, η μικρά χορωδία, η εύκολος διά Ρώσους, Γερμανούς, Ιταλούς, αυτό δεν πιάνεται από γαλλικόν αυτί. Εις το κρασί, εις το γεύμα των, εις την εκδρομήν των, εις τα συναθροίσεις των, εις τας λαϊκάς των εορτάς, το τραγούδι είναι σπάνιον, το δε συνολικόν τραγούδι άγνωστον. Γλεντούν φωνάζοντες ή σιωπώντες.

Τέλος πάντων, ιδού ο κομπέρ Πώλ και ο περ-Λυγκιούστ, ερχόμενοι να πιούν. Η είσοδός των είναι θριαμβευτική. Σφουγγίζουν τα μουστάκια των από πριν, στέκονται όρθιοι, με το ένα χέρι επάνω στον μπάγκο, και αφού το ποτόν χυθή στο ποτήρι, μένουν και το κυττάζουν ακίνητοι επί πέντε λεπτά… Αισθάνονται ιδιαιτέραν ευχαρίστησιν να το βλέπουν. Το πίνουν εις τρεις συνήθως δόσεις εντός δέκα λεπτών. Το διπλασιάζουν, το τριπλασιάζουν, σφογγίζονται εκ νέου και απέρχονται. Ça y est.

Τί είχαν πιη; Δύσκολον να το μάθωμεν. Τα γαλλικά ποτά της buvette είναι αινίγματα. Είναι ένωσις διαφόρων άλλων ποτών, διαφόρων αλκοόλ και σιροπιών, την οποίαν κάμνει την στιγμήν εκείνην ο μπάγκος κατά την όρεξιν του πίνοντος. Οι Γάλλοι εις το καφενείον ή εις την μπυβέττα δεν πίνουν παρά αυτάς τας ενώσεις. Δύο ή τρία αλκοόλ, μαζί, αλκοόλ και σιρόπι. Ούτως ώστε κανένας δεν θα κατορθώση να μετρήση ποτέ τα είδη των ροφουμένων εδώ ποτών. Τα πινόμενα από το λαόν αψέντια, εκείνα που γνωρίζω εγώ, είναι: αψέντι σιτρόν, αψέντι γκομέ, αψέντι γκεραντίν, αψέντι με ζάχαρι, αψέντι μομινέτ γκομέ. Οι σχετικώς εύποροι πίνουν αψέντι Περνό.

Ένας μπάγκος έχει έκθεσιν ολόκληρον από μποτίλιες. Τα συνήθως πωλούμενα με το ποτήρι κρασιά και λικέρ είναι: Μπυρ, Ντυμπονέ, Ραφαέλ-κενκινά, Μαντέρ, Γκουντρόν, Μαλαγκά, Αμέρ-ορντιναίρ, Αμέρ-πικόν, Φραίζ, Αμέρ-σιτρόν, Κασίς, Μαρ, Φιν, Βερμούτ, Νουγκαί-πρα, Κουαντρό, Κιρς, Καλβαντός, Ζανσιάν και έπεται συνέχεια.

Των άλλων όμως, τα οποία βρίσκονται εις τα καφενεία και τα εστιατόρια, ουκ έστιν αριθμός. Και όλα πίνονται. Το Παρισινόν καφενείον είναι αλκοολιστήριον.

Αλκοολίζονται και αι δύο τάξεις, η εργατική και η μπουρζοαζί. Και οι μεν μπουρζοά, οι ροφούντες τα υγρά όλων των χρωμάτων εις τα καφενεία και εις την Μονμάρτην, δεν είναι πολύ αξιολύπητοι, αφού εις το χέρι των είναι να πίνουν και βιου. Θλίψις όμως είναι να βλέπη τον εργάτην καταπίνοντα 20 λεπτών αψέντι προ του φαγητού ως ορεκτικόν ή γευματίζοντα με μία λίτρα κρασί λεπτών 25, ξαναπίνοντα και πάλιν πίνοντα, με δίψαν μόνον και με κέφι ουδέποτε!

Υπάρχει εταιρία κατά του αλκοολισμού. Γίνονται δε και εκστρατείαι κατά του αλκοολισμού από το σοσιαλιστικόν ιδίως κόμμα. Αλλ’ εφ’ όσον το κράτος έχει ανάγκην καταναλώσεως του αλκοόλ, αυτά είναι ως να μη γίνωνται. Εν Γαλλία, όπου το νερό αγνοείται, το πιοτό αρχίζει από την μικράν ηλικίαν και οι μικροί Γάλλοι μεγαλώνουν πίνοντες.

Ένα μόνον είναι το αληθές· ότι, αν υπάρχει λαός παρουσιάζων αντίστασιν εις το αλκοόλ, αυτός είναι ο γαλλικός. Τί γερός οργανισμός, τί κράσις! Πίνει και διατηρείται. Πίνει και είναι αμέθυστος. Πίνει και εργάζεται. Πίνει και γράφει.

Εις υγείαν!

Ζαχαρίας Λ. Παπαντωνίου, «Μπυβέτ». Παρισινά γράμματα, εισαγ. Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 1956, σ. 86-88.