Το κυνήγι της είδησης

Βώκος Γεράσιμος

Κατά τη διάρκεια της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας ως δημοσιογράφος ο Γεράσιμος Βώκος (1868-1927) συνεργάστηκε με εφημερίδες όπως το Άστυ και η Ακρόπολις. Στη δεύτερη μάλιστα έφτασε έως τη θέση του αρχισυντάκτη, ενώ για ένα διάστημα διετέλεσε ανταποκριτής της στη Βιέννη. Υπήρξε ο ίδιος εκδότης των περιοδικών Το Περιοδικόν μας (1900-1901) και Ο Καλλιτέχνης (1910-1912), ενώ συνεργάστηκε επίσης με έντυπα όπως τα Αττική Ίρις, Κριτική, Νέον Πνεύμα, Αυγή. Το 1893 ο νεαρός δημοσιογράφος εκδίδει το πρώτο του «πολιτικοκοινωνικόν» μυθιστόρημα με τον τίτλο Ο κύριος πρόεδρος. Ανάμεσα στους ήρωες που παρουσιάζονται ξεχωρίζει ο δαιμόνιος δημοσιογράφος Σβούρας.

Ο Σβούρας, απογοητευμένος ότι η επίσκεψίς του παρά τω Κυρίω Προέδρω δεν απέφερε πράγμα, ειδήσεις δηλαδή, κατήλθε δρομαίως την σαθράν κλίμακα του υπουργείου των Οικονομικών και επήρε το φύσημά του διά την πλατείαν του Συντάγματος.

Η οδός Σταδίου ήτο εν τη ακμή της τύρβης ήτις την χαρακτηρίζει. Το δεξιόν πεζοδρόμιον κατάμεστον περιπατητών πηγαινοερχομένων. Ημέρα λιακάδας από τας σπανιωτέρας χειμερινάς. Αι μικραί ακακίαι επρασίνιζον δυνατά εκατέρωθεν των πεζοδρομίων. Ο Σβούρας έρριψεν έν βλέμμα επί της δεξιάς σειράς των δένδρων, καθώς ανήρχετο, και είπε με τον νουν του πότε να μεγαλώσουν, να καλλυνθή, να ευτρεπισθή η περίκομψος λεωφόρος, η τόσον αγαπητή εις τους Αθηναίους. Τα τραμ ανεβοκατέβαιναν γεμάτα από επιβάτας. Διά το γλυκύ της ημέρας η εταιρεία είχε βάλει από τα ανοικτά. Αμάξια αγοραία και οχήματα ιδιωτικά, όλα με τις καπότες ανοικτές, παρήλαυνον ανά πάσαν στιγμήν. Χρώματα ανοίξεως πανταχού, θερινής μαλθακότητος, ζεστασιάς. Θα έλεγες ότι ο χειμών εφυγαδεύθη αιφνιδίως.

Ο Σβούρας, φθάσας πλησίον της Βουλής, διέκρινεν υπό το περιστύλιον τον κλητήρα αναμένοντα, δύο-τρεις υπαλλήλους, τον αξιωματικόν της υπηρεσίας και εντός του περιβόλου καμμιά δεκαριά άτομα. Με τέτοια λιακάδα, ποιος είχεν όρεξι για Βουλή! Αμφίβολον αν θα συνετελείτο απαρτία. Και ο Σβούρας, λυπούμενος διά τούτο, διότι θα συνήντα εκεί ευχερώς δύο-τρεις υπουργούς να μάθη νέα, επετάχυνε το βήμα.

Εβάδιζε πηδηχτά, κινών τους ώμους, τας χείρας, την κεφαλήν, όλον έν αεικίνητον. Οι διαβάται τον εκύτταζαν περιέργως. Ποίον ήτο αυτό το μπαλόνι το οποίον εκυλίετο με τόσην φούριαν επί του πεζοδρομίου, απωθούν, παρασύρον, ασθμαίνον;

— Σβούρα, αλτ! ηκούσθη αίφνης φωνή βαρύηχος, αλλά γλυκεία.

Και μία ράβδος, κάννα, κατενεχθείσα οριζοντίως προς το στήθος του ρεπόρτερ, ανέκοψε τον δρόμον του.

— Συ είσαι, Γιώργο;

Ήτο ο αγαθός διευθυντής αρτισυστάτου εφημερίδος την οποίαν όλοι οι δημοσιογράφοι ηγάπων και όλοι ηύχοντο διά την πρόοδόν της. Δι’ αυτό και κάποτε-κάποτε έδιδαν ειδήσεις εις αυτόν, μη δυνηθέντα ακόμη δι’ έλλειψιν επαρκών πόρων ν’ αναπτύξη το ρεπορτάζ του.

— Σβούρα, κάτι πάλι σε βλέπω τρεχάτο… λαυράκι θα έχης, αφιλότιμε!

Το ειδησιολογικόν δισάκιον του Σβούρα ήτο κενόν, αλλ’ εκ κακεντρεχείας ηθέλησε να πειράξη τον αγαθόν συνάδελφον:

— Μας κάνεις τάχα ότι δεν το έμαθες;

— Όχι, στην τιμή μου, δεν ξέρω τίποτε…

— Τότε πήγαινε να το μάθης!

Ο Σβούρας εκινήθη να φύγη, αλλ’ ο πελώριος και τεραστίων διαστάσεων δημοσιογράφος τον έδραξε διά της στιβαράς του χειρός εκ του βραχίονος:

— Έλα δω, τέρας!

Ο ρεπόρτερ εμειδίασεν.

— Γιατί, μωρέ, είσαι αιωνίως διεστραμμένος και δεν μας λες τίποτε;

— Ουφ! Θα μ’ αφήσης να φύγω;

— Μίαν νύξιν τουλάχιστον…

— Λοιπόν άκουσε: μάχαιρα υπό το εφάπλωμα, δύο μάτια βγαλμένα, τέκνον ολολύζον… φρόντισε να μάθης…

— Πού, μωρέ σκυλί, εδώ εν Αθήναις;

— Ναι, εν Αθήναις.

— Σ’ ευχαριστώ, Σβούρα.

— Α, τίποτε!

Και ο Σβούρας, απαλλαγείς του συναδέλφου του, έσχε την περιέργειαν να σταθή δευτερόλεπτά τινα παρά την γωνίαν της οικίας Κωστή και να τον παρακολουθήση διά του βλέμματος κατερχόμενον την οδόν Σταδίου με το ρυθμικόν του βάδισμα το παρόμοιον προς το μπότζι φουρτουνιασμένου καραβιού, όπως εξιχνιάση την ανύπαρκτον είδησιν την οποίαν δι’ απλής νύξεως εκείνος του είχε μεταδώσει.

Εφ’ όσον ο ρεπόρτερ επλησίαζε προς το Σύνταγμα, η συμπύκνωσις του πλήθους ήτο μεγαλυτέρα. Εκεί, παρά την καμπήν της οδού, επεκράτει μέγας συνωστισμός, και ο Σβούρας εδυσκολεύετο να περιπατή, να τρέχη, όπως αυτός ήθελεν. Αγανακτήσας κατήλθεν από του πεζοδρομίου και φροντίζων να διαφεύγη εγκαίρως τα επερχόμενα αμάξια, έφθασεν επί της πλατείας, παρθένου ακόμη. Ο τροχιόδρομος δεν την είχε διαυλακώσει βαναύσως, και διέσωζεν ο ευρύς χώρος την χάριν του, αποκλειστικόν εντρύφημα των πεζών.

Εστάθη έν λεπτόν και εσκέφθη πού να πρωτοπάη, εις το υπουργείον της Δικαιοσύνης ή εις το υπουργείον των Εξωτερικών, διά να συνεχίση το ρεπορτάζ του. Επροτίμησε το δεύτερον. Έτσι του ήρχετο καλύτερα. Θα έπαιρνε κατόπιν την οδόν Νίκης, θα έβγαινεν επί της οδού Ερμού, θα έδιδε μια ματιά εις το υπουργείον Δικαιοσύνης και ίσως του έμενε καιρός να πιη τον καφέ του εις το «Ραντεβού», ένθα συνήντα ευάριθμον όμιλον φίλων και συναδέλφων με τους οποίους συνεζήτει φιλολογίαν, ανακοινών σχέδια βιβλίων εν κυοφορία, προτείνων την έκδοσιν περιοδικών, σατυρικών εφημερίδων, αναπλάττων όλα τα χρυσά όνειρα του εν τη αρχή του σταδίου του δημοσιογράφου. Και τελευταίον θα επήγαινεν εις το υπουργείον των Εσωτερικών, τον τελικόν σταθμόν της περιοδείας του.

Αλλ’ ενώ κατήρτιζε το δρομολόγιον του, ήκουσε να τον καλούν κατά τρόπον αστειότατον:

— Μουσιού λε ραπόρ!

Και στραφείς είδεν ένα εκ των γνωστοτέρων αθηναϊκών τύπων, τακτικόν θαμώνα του καφενείου Ζαχαράτου, ο οποίος πάντοτε οσάκις έβλεπε τον Σβούραν τον προσεφώνει διά της λέξεως ραπόρ, εκλαμβάνων και πιστεύων ότι γαλλιστί ούτως εκαλούντο οι ρεπόρτερ.

— Σου είπα και άλλοτε ότι δεν είμαι ραπόρ, αλλά ρεπόρτερ!

— Δεν έχεις δίκαιον! Έτσι εγώ ήκουσα να τους λένε στο Παρίσι. Ο φίλος μου Ρουσσώ που έγραφε στο «Φιγκαρό» ήτο ραπόρ και όχι ρεπότερ… Αλλά, ξέρεις, εκεί κερδίζουν χιλιάδες το μήνα… γυρίζουν με το αμάξι… Να σου διηγηθώ ένα ανέκδοτον αυτού του Ρουσσώ…

— Πώς τον είπες;

— Ρουσσώ!

— Αμ’, αυτός απέθανε, αδελφέ! Τώρα να ήταν κι’ άλλος!

— Πώς πέθανε, αφού είμεθα μαζί στο Παρίσι προ δύο ετών;

— Ας είναι, άλλη ώρα! Με συγχωρείς γιατί βιάζουμαι!

— Στάσου, βρε αδελφέ! Τί νέα;

— Δεν ξέρω τίποτε!

— Αλήθεια ότι του φεύνουν τέσσαρες του Μεγαλοϊδεάτου;

— Όχι, πέντε!

— Έτσι, ε; Και ο υπουργός της Παιδείας είναι στα σκαριά να υποβάλη την παραίτησίν του;

— Τώρα; Την υπέβαλε! Λοιπόν με συγχ…

— Δεν μου λες, πώς σου φάνηκε εκείνη η δολοφονία του δικηγόρου; Για φαντάσου τη βρώμα, μια σταλιά χωριατοπούλα εκεί…

— Φρικώδης, πράγματι!

— Πού πηγαίνεις;

— Στο Υπουργείο των Εσωτερικών.

— Για νέα, ε;

— Ναι.

— Τον υπουργό τον βλέπεις;

— Πώς όχι;

— Ουμ! Τζέντελμαν!

— Ευγενής άνθρωπος.

— Ξέρεις γιατί σ’ το λέω; Από μικρά παιδιά ανατραφήκαμε μαζί!... Δεν σ’ ερώτησα, το μακαρίτη το Σβούρα τον αρειοπαγίτη τί τον είχες;

— Θείο.

— Καλός άνθρωπος! Εβλεπόμεθα στου Βούλγαρη. Τον πρόφτασες το γέρο Βούλγαρη;

— Τον πρόφτασα, αλλά με συγχωρείς, γιατί δεν θα προφθάσω να κάνω τη δουλειά μου…

Και ο Σβούρας ετράπη εις φυγήν, αναλογιζόμενος ότι η αλήθεια ου μόνον ήτο πικρά αλλά και ακριβοθώρητος. Ο άλλος έμεινε σαν αφηρημένος, με τους οφθαλμούς απλανείς, έκαμεν ένα αιφνίδιον τίναγμα της κεφαλής και έπειτα, παρατηρήσας ότι ο Σβούρας έφευγε και ότι ελησμόνησε να τον χαιρετήση, του εφώναξε μακρόθεν:

— Ε, μουσιού λε ραπόρ, αντίο!

[…]

Γεράσιμος Βώκος, Ο κύριος πρόεδρος. Πρωτότυπον πολιτικο-κοινωνικόν μυθιστόρημα, φιλολ. επιμ. Πάνος Μουλλάς, Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 2004, σ. 47-51.