Δημοσιογράφοι-λογοτέχνες

Το 1873 ξεκινά η κυκλοφορία της πρώτης ημερήσιας εφημερίδας των Αθηνών, της Εφημερίδος του πρωτοπόρου Δημητρίου Κορομηλά, ο οποίος —όχι τυχαία— συνδυάζει την ιδιότητα του εκδότη με αυτή του φιλολόγου και, κυρίως, του λογοτέχνη και του θεατρικού συγγραφέα. Τα επόμενα χρόνια, κατ’ αντιστοιχία με ανάλογες ευρωπαϊκές εξελίξεις που έχουν προηγηθεί, η έκρηξη της κυκλοφορίας του Τύπου και ιδιαίτερα του ημερήσιου, προκαλεί παράλληλα μια ταχύτατη ανάπτυξη του επαγγέλματος της δημοσιογραφίας στην Ελλάδα (Μπαλτά 2008, 34-40). Πρόκειται φυσικά για την εποχή της «εφημεριδοκρατίας» (Μουλλάς 1993, 87), τα χρόνια δηλαδή που αντιστοιχούν περίπου στη δεύτερη πεντηκονταετία ζωής του ελληνικού κράτους. Ο εφημεριδικός λόγος, ωστόσο, πέραν των χαρακτηριστικών της περιοδικότητας και της προσάρτησης στην επικαιρότητα, δεν έχει διαμορφώσει ακόμα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της σημερινής δημοσιογραφίας, δεν αποτελεί καν μια απολύτως διακριτή συγγραφική πρακτική. Οι διευθυντές των εφημερίδων αναζητούν τους συντάκτες τους ανάμεσα στους νεαρούς γράφοντες, σε όσους διαθέτουν κάποιο ταλέντο στη γραφή και αναζητούν τρόπο να ζήσουν από την πένα τους. Οι νέοι επαγγελματίες του λόγου καλούνται να πλαισιώσουν ποιοτικά την είδηση και συχνά να γίνουν παραγωγοί ενός είδους λογοτεχνίας του Τύπου. Μέσα στα γραφεία των αθηναϊκών εφημερίδων, λοιπόν, διαμορφώνεται ένα νέο είδος λογοτέχνη (Μουλλάς 1993, 87). Οι περισσότεροι από τους γνωστούς σήμερα λογοτέχνες της εποχής συμπεριλαμβάνονται στο επιτελείο των νέων εντύπων και εμφανίζονται και, κατά βάση, καθιερώνονται μέσα από τον Τύπο: ο Εμμ. Ροΐδης, ο Ι. Κονδυλάκης, ο Γρ. Ξενόπουλος, ο Ζ. Παπαντωνίου, ο Δ. Χατζόπουλος ή Μποέμ, ο Π. Νιρβάνας, ο Αν. Καρκαβίτσας, ο Τιμ. Μωραϊτίνης, ο Μ. Μητσάκης, ο Κ. Παλαμάς, ο Αλ. Μωραΐτίδης. Σε αυτό το περιβάλλον το είδος του επιφυλλιδικού μυθιστορήματος, ειδικά από το 1880 και εξής, αναπτύσσεται με γοργούς ρυθμούς και γνωρίζει ιδιαίτερη διάδοση.

Όσο αποκρυσταλλώνεται η επαγγελματική συνείδηση των δημοσιογράφων και η δημοσιογραφική γραφή παγιώνεται σε ένα διακριτό είδος, ανάμεσα στα δύο συστήματα λόγου —τη λογοτεχνία και τη δημοσιογραφία— αναπτύσσεται πλέον κάποτε και ένα είδος ανταγωνισμού. Απέναντι στις φανταστικές και διαχρονικές αφηγήσεις της λογοτεχνίας, οι ρεαλιστικές και επίκαιρες αφηγήσεις της δημοσιογραφίας γίνονται τώρα ένα αντίπαλο είδος με εξίσου αντίπαλη στόχευση, την έγκαιρη και έγκυρη ενημέρωση του κοινού για τα γεγονότα της επικαιρότητας και όχι πλέον την τέρψη. Στο εξής επικοινωνία και ανταγωνισμός είναι οι δύο όψεις μιας σταθερής σχέσης.

Όσον αφορά την επικοινωνία των δύο συστημάτων λόγου, ωστόσο, χαρακτηριστικό πιο εμβληματικό από την παρουσία της λογοτεχνίας εντός του Τύπου αποτελεί το σημείο τομής ανάμεσα στα δύο είδη, η μίξη. Η «λογοτεχνική δημοσιογραφία» (Γιώτη 2015, 526-529) βρίσκεται στο κέντρο της επικράτειας του ρεαλισμού, χωρίς να αποποιείται τη δυνατότητα να στοχεύσει κατευθείαν στη σφαίρα της φαντασίας. Αν και καλλιεργείται από λογοτέχνες, δεν μπορεί να ονομαστεί λογοτεχνία και απέχει αρκετά από τη σημερινή δημοσιογραφία. Ένα είδος μεικτό, που διεκδικεί τη νομιμότητά του μέσα σε συνθήκες ρευστότητας, ένθεν και ένθεν δημοσιογραφίας και λογοτεχνίας: εντός της εφημερίδας, στο περιβάλλον της δημοσιογραφίας, βρίσκει την ιδανική του μορφή ως χρονογράφημα· εκτός της εφημερίδας, στο περιβάλλον της λογοτεχνίας, αποκρυσταλλώνεται από τη δεκαετία του 1960 σε είδη όπως το non fiction novel. Στον χώρο δημοσιότητας που εκπροσωπούν οι εφημερίδες πάντως, μπορεί κανείς να παρατηρήσει, ως αποκύημα —τρόπον τινά— της μίξης των δύο συστημάτων λόγου, την ιδιαίτερη ανάπτυξη που γνωρίζουν στις εφημερίδες διάφορα είδη λόγου που, χωρίς να είναι λογοτεχνικά, έχουν αναπτύξει κάποια στιγμή, ως προς τη σχέση τους με τη δημοσιότητα, «αξιώσεις» λογοτεχνικές: ταξιδιωτικά κείμενα, ημερολόγιο, επιστολογραφία, δοκίμιο.

Λογοτεχνικά κείμενα
Κριτικά κείμενα