Ο Ελπήνορας στους Σεφέρη, Ρίτσο και Σινόπουλο

Σεφέρης Γιώργος, Σαββίδης Γ.Π.

Τα αποσπάσματα σχολιάζουν τη θέση που κατέχει στην ποίηση των Σεφέρη, Ρίτσου και Σινόπουλου ο μύθος του Ελπήνορα, καθώς και τους συμβολισμούς που του αποδίδονται. Για τα ποιητικά κείμενα που αναφέρονται στα αποσπάσματα βλ. Νόστος: Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία .

Θα γινόμουν ίσως πιο σαφής, αν ο αναγνώστης [της Κίχλης] είχε υπόψη του σημεία της προηγούμενης εργασίας μου, όπου ο Ελπήνορας εμφανίζεται είτε σαν ατομικός είτε σαν ομαδικός χαραχτήρας. Όσο μπορώ να θυμηθώ τώρα, θ’ άρχιζα από τη Στροφή. Οι «ανίδεοι και χορτάτοι» που φάγανε τα γελάδια του ήλιου, είναι Ελπήνορες· το ίδιο θα έλεγα για τους υπομονετικούς της «Άρνησης». Στο Μυθιστόρημα, οι «Αργοναύτες», υποταγμένοι και σιωπηλοί, το ίδιο χωρίς αμφιβολία. [...] Ίσως ρωτήσεις γιατί γράφω με συμπάθεια γι’ αυτούς. Μα γιατί οι άνθρωποι που ανήκουν σ’ αυτή την κατηγορία, ανάμεσα στους ήρωες και στους Θερσίτες, είναι οι πιο συμπαθητικοί. [...] Όπως βλέπεις —άλλωστε ο Δημήτρης Νικολαρεΐζης το παρατήρησε με προσοχή και σαφήνεια— το πρόσωπο αυτό φανερώνεται κάμποσες φορές στην εργασία μου. Από όσες κρίσεις έτυχε να πάρει τ’ αυτί μου, έχω την εντύπωση πως αυτός ο τρυφερός μέσος άνθρωπος πάει να γίνει ο πιο συγκινητικός ανάμεσα στα πρόσωπά μου, ίσως γιατί συμβολίζει αυτούς που δηλώνουμε στην καθημερινή μας ομιλία με το επιφώνημα «ο κακομοίρης». Ωστόσο, ας μην ξεχνούμε πως οι άκακοι αυτοί άνθρωποι, επειδή ακριβώς είναι εύκολοι, είναι συχνά οι καλύτεροι φορείς του κακού που έχει αλλού την πηγή του. [...]

Γιώργος Σεφέρης, «Μια σκηνοθεσία για την Κίχλη». Δοκιμές, τόμ. Β΄. 1948-1971, Ίκαρος, Αθήνα 1974, σ. 38-40.

 


[...] Ο Ρίτσος, έχοντας πια στερεώσει τη θέση του ως μείζονα ποιητή, σε μιαν λεπτή ισορροπία ανάμεσα στο προσωπικό του όραμα και στη δημόσια εικόνα του, γράφει και ένδεκα σύντομα ποιήματα με αφετηρία την Οδύσσεια, που θα τα περιλάβει στη δεύτερη σειρά των Μαρτυριών (1966). Από αυτά, τα τρία πρώτα [«Ευρύλοχος», «Συγγνώμη», «Μη ήρωας»] έχουν λίγο πολύ άμεση σχέση με το θέμα μας και φαίνονται να έχουν στόχο τον Σεφέρη, ή πάντως να θέλουν να αναιρέσουν τις θέσεις του για τους συντρόφους του Οδυσσέα και τον Ελπήνορα. Και τα τρία φανερώνουν προσεχτική ανάγνωση της Οδύσσειας. [...] Η σαφέστερη έκφραση της άποψης του Ρίτσου βρίσκεται στο τρίτο ποίημα [«Μη ήρωας»]. Μικρές διαφορές έμφασης στη σύνοψη του ομηρικού σεναρίου δημιουργούν αισθητά διάφορη προοπτική. Ο φιλέταιρος Ελπήνωρ. Από έσχατος πρώτος. Ολιγάρκειά του. Έξαρση της ομορφιάς του, αποσιώπηση της πολεμικής ανεπάρκειάς του, αμφισβήτηση της αλαφρομυαλιάς του, υπογράμμιση της συμβολής του στο ταξίδι του νόστου. Ως άλλοθι της τελικής ερωτικής αξιολόγησής του από τον Ρίτσο προβάλλεται ο Όμηρος. [...]

Ωστόσο, για να μη χάνουμε τη συνολική προοπτική, χρειάζεται να θυμηθούμε πως ο μύθος του Ελπήνορα και τα ομηρικά του συμφραζόμενα (Οδυσσέας, σύντροφοι, Κίρκη, Νέκυια) περιθωριακό ρόλο παίζουν στον όγκο του κυρίως έργου του Ρίτσου, αντίθετα από ό,τι συμβαίνει στον Σεφέρη και πόσο μάλλον στον Σινόπουλο.

Γ.Π. Σαββίδης, Οι μεταμορφώσεις του Ελπήνορα. (Από τον Πάουντ στον Σινόπουλο), Ερμής, Αθήνα 1981, σ. 23-29. Διατίθεται εδώ .

 


[...] Μολονότι νεότερος από τον Σεφέρη και τον Ρίτσο, ο Τάκης Σινόπουλος είναι ο πρώτος από τους Νεοέλληνες ποιητές που ανάστησε ρητά τον μύθο του Ελπήνορα. [...] Η προτεραιότητα αυτή δεν θα είχε ιδιαίτερη σημασία, αν ολόκληρο σχεδόν το ποιητικό έργο του Σινόπουλου δεν θα ήταν μια συνεχής «μελέτη θανάτου» ενός επιζώντος, μια Νέκυια «εν προόδω» με ζωτικό πυρήνα τον Ελπήνορα ή μάλλον αυτό που συντομογραφικά μπορούμε να ονομάσουμε «εμπειρία του Ελπήνορα». Οπωσδήποτε, γεγονός είναι ότι τον Οκτώβριο 1944 (δηλαδή περισσότερο από ένα χρόνο πριν γίνει προσιτό στο ελληνικό κοινό το ποίημα όπου ο Σεφέρης επικαλείται το όνομα του Ελπήνορα) ο Σινόπουλος δημοσίευσε το ποίημα «Ελπήνωρ» που εγκαινιάζει επίσημα την ποιητική του πορεία. Και έκτοτε το φάσμα του Ελπήνορα, πρωτεϊκά, στοιχειώνει και συνέχει τις κυριότερες συνθέσεις του ώς Το Χρονικό. Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της προσέγγισης του Σινόπουλου στον μύθο του Ελπήνορα [...] είναι η βαθμιαία διεύρυνση της σκοπιάς του, από ατομική σε συλλογική εμπειρία, έτσι ώστε ο δικός του Ελπήνωρ να μην αλλάζει μόνο όνομα, μορφή, φύλο και σκηνικό, αλλά να διαμελίζεται βακχικά και να μετουσιώνεται σε μια πολυάριθμη Νέκυια «αφανών». [...]

Γ.Π. Σαββίδης, Οι μεταμορφώσεις του Ελπήνορα. (Από τον Πάουντ στον Σινόπουλο), Ερμής, Αθήνα 1981, σ. 31-32. Διατίθεται εδώ .