Η έμφυλη διάσταση της αναγνωστικής πρακτικής

Λεοντσίνη Μαίρη

Στις έρευνες πολιτιστικών πρακτικών, οι οποίες έχουν διενεργηθεί στη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών, φαίνεται ότι οι τακτικές αναγνώστριες είναι περισσότερες από τους τακτικούς αναγνώστες. Ωστόσο, οι επιλογές των αναγνωσμάτων τους καθώς και οι πρακτικές τους συχνά γίνονται αντικείμενο κριτικής και υποβαθμίζονται ως προς την αξία και τη σημασία τους. Παρότι δηλαδή, σε γενικές γραμμές, η αναγνωστική πρακτική εξαίρεται από τους φορείς και τον κυρίαρχο λόγο, η «γυναικεία» εκδοχή της δεν απολαμβάνει την αρμόζουσα κοινωνική αποδοχή, καθώς συχνά τα επιλεγόμενα αναγνώσματα δεν εμπίπτουν στον λογοτεχνικό κανόνα. Οι γυναίκες αναγκάζονται να αιτιολογούν τον χρόνο, τον οποίο αφιερώνουν στην ανάγνωση και να δικαιολογούν τη χρησιμότητά του.

[…]

Η έμφυλη διάσταση της αναγνωστικής πρακτικής στην οποία αναφέρθηκα στο πλαίσιο της ιστορικής αναδρομής στην ανάγνωση είναι ίσως ένα από τα πιο σημαντικά ζητήματα που αντιμετωπίζει η έρευνα για την ανάγνωση στις μέρες μας. […]. Το 1993, σε ένα συνέδριο στο Παρίσι με τίτλο «Κοινωνιολογία της Λογοτεχνίας, Ανθρωπολογία της Ανάγνωσης», ο de Singly αναρωτιόταν αν το μέλλον των βιβλίων περνάει μέσα από το μέλλον των γυναικών. Ακόμη και σήμερα διαπιστώνουμε ότι υπάρχουν πολλοί λόγοι που δικαιολογούν την κρισιμότητα αυτού του προβληματισμού και πολλά δεδομένα που χρήζουν ευρύτερης επεξεργασίας και ανάλυσης σχετικά με αυτό το ζήτημα. Είναι ιδιαιτέρως χρήσιμο, νομίζω, να ξεκινήσουμε από την αισιόδοξη ερμηνεία του θέματος και σε γενικές γραμμές να ακολουθήσουμε μια θετική προσέγγιση. Ο εκδημοκρατισμός της ανάγνωσης και η δυνατότητα πρόσβασης ενός μεγάλου αριθμού ατόμων στον γραπτό λόγο είναι χαρακτηριστικά στοιχεία του αιώνα μας, τα οποία δεν μπορούν να ανατραπούν. Ο έμφυλος χάρτης των αναγνωστικών πρακτικών είναι επίσης μια αναμφισβήτητη εικόνα που επαληθεύεται από τις περισσότερες έρευνες αναγνωστικής συμπεριφοράς. Τις δύο τελευταίες δεκαετίες γίνεται λόγος για τον εκθηλυσμό της ανάγνωσης: βλέπουμε τις γυναίκες να δηλώνουν μια αναγνωστική δραστηριότητα εντατικότερη από αυτήν των ανδρών. Αν θέλουμε όμως να προσδέσουμε την αναγνωστική πρακτική στις συμβολικές αξίες και στις κοινωνικές σχέσεις, οφείλουμε να αναδείξουμε τη συμμετοχή και τη συμβολή της σε μια ευρύτερη έμφυλη κοινωνικότητα. Όπως είναι γνωστό, οι εκάστοτε κυρίαρχοι λόγοι δομούνται με βάση την απαξίωση των γυναικείων πρακτικών ή με τη ρύθμισή τους στο πλαίσιο της αναπαραγωγής των εξουσιαστικών σχέσεων. Η ανάγνωση δεν ξεφεύγει από αυτό το μηχανισμό: όπως είδαμε και στη σύντομη ιστορική αναδρομή που προηγήθηκε, η γυναικεία ανάγνωση αξιολογείται θετικά όταν εντάσσεται σε συγκεκριμένο πλαίσιο. Ο διαβρωτικός και χειραφετητικός ρόλος της παραμένει στο επίπεδο των διακηρύξεων του κανονιστικού λόγου και ελάχιστα σχετίζεται με τη γυναικεία εκδοχή της.

Ο εκθηλυσμός της ανάγνωσης παρουσιάζεται συνήθως ως αποδυνάμωση της πρακτικής όταν τα αναγνώσματα δεν χαίρουν κοινωνικής νομιμότητας. Όταν οι ερευνητές διαπιστώνουν ότι οι γυναίκες διαβάζουν περισσότερο από τους άνδρες, αλλά ότι τα αναγνώσματά τους είναι φτηνά ρομάντζα, γυναικεία περιοδικά ή αστρολογία, συνήθως ακολουθεί ένα (στην καλύτερη περίπτωση) καλοπροαίρετο σχόλιο περί της διαιώνισης των ανισοτήτων των φύλων ή μια απαξιωτική ερμηνεία της πρακτικής. Πρέπει ωστόσο να πούμε ότι η κατανάλωση ποδοσφαιρικών εφημερίδων από τους άνδρες απλώς εντάσσεται στα ανδρικά ενδιαφέροντα, με προσφυγή στον κοινό νου για τη συνέχιση του προβληματισμού. Οι αναγνώστριες όμως, από τη μεριά τους, καλούνται να αποδείξουν την κοινωνική χρησιμότητα των αναγνωσμάτων τους, να πείσουν για τη δυνατότητα κεφαλαιοποίησης του χρόνου που αφιερώνουν σε αυτά, εν ολίγοις να αρθρώσουν ένα λόγο που θα τους εγγυάται τη νομιμότητα της πρακτικής τους. Στην έρευνα της Radway βλέπουμε ότι η πράξη της ανάγνωσης γυναικείων ρομάντζων γίνεται αποδεκτή στο οικογενειακό πλαίσιο όταν οι αναγνώστριες ενεργοποιούν το ρεαλιστικό πρόταγμα, όταν δηλαδή «εκπλήσσουν» τους (απειλούμενους από την αναγνωστική πρακτική τους) συζύγους με γνώσεις σχετικά με συνήθειες ή με γεωγραφικά στοιχεία μακρινών τόπων, τις οποίες κατακτούν χάρη στην ανάγνωση των προσφιλών τους εντύπων.

Όπως ανέφερα και πριν, η κοινωνική αξιολόγηση της αναγνωστικής πρακτικής εξαρτάται άμεσα από την ανάδειξη της κοινωνικής χρησιμότητάς της. Η γυναικεία ανάγνωση νομιμοποιείται όταν μπορεί να ενταχθεί στον ουδέτερο λόγο της αποτελεσματικότητας, δηλαδή μιας κεφαλαιοποιήσιμης δύναμης ικανής να συντελέσει στην κοινωνική αναπαραγωγή. Με άλλα λόγια, να κατανοήσουμε την αναμφισβήτητη αύξηση του γυναικείου αναγνωστικού κοινού, είναι ανάγκη να αναζητήσουμε την κοινωνική λειτουργικότητα της ανάγνωσης και να αναλύσουμε τους όρους βάσει των οποίων η ανάγνωση εντάσσεται ή δεν εντάσσεται στην κοινωνική νομιμότητα.

Μαίρη Λεοντσίνη, «Εισαγωγή». Όψεις της ανάγνωσης, επιμ. Μαίρη Λεοντσίνη, μτφρ. Κώστας Αθανασίου, Φώτης Σιατίτσας, Νήσος, Αθήνα 2000, σ. 35-37.