Η δεύτερη μεταπολεμική γενιά ΙΙ

Χατζηβασιλείου Βαγγέλης

Ο κριτικός Βαγγέλης Χατζηβασιλείου αντικρούει την πεποίθηση για τη θεωρούμενη «παραγνώριση» της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς και τοποθετείται σχετικά επιχειρώντας να ανασκευάσει την εν λόγω άποψη. Παράλληλα, μελετά τα γενικά χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης ομάδας ποιητών.

Γεννημένοι μεταξύ 1929 και 1940, οι ποιητές της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς έχουν φτάσει από καιρό στην ωριμότητά τους. Η συζήτηση για τα κοινά τους χαρακτηριστικά (όσα μπορεί να είναι αυτά), όπως και για τις ομάδες ή τις τάσεις στις οποίες μοιράζονται (όσο μπορούμε να μετρήσουμε ομάδες και τάσεις), γίνεται εδώ και είκοσι τουλάχιστον χρόνια, με κεφαλαιοποιημένα ήδη αρκετά από τα ουσιαστικά της συμπεράσματα. Παρ’ όλα αυτά, κατά τη διάρκεια του ίδιου ακριβώς διαστήματος, η δεύτερη μεταπολεμική γενιά συνδέθηκε με έναν μύθο παραγνώρισης ή, εν πάση περιπτώσει, υποβάθμισης της παρουσίας της στην ιστορία της σύγχρονης ελληνικής ποίησης. Και μιλώ για μύθο επειδή οι δεύτεροι μεταπολεμικοί ούτε τη συνδρομή της κριτικής στερήθηκαν ούτε μακριά από τη δημόσια σκηνή έμειναν, κερδίζοντας δίκαια κατά κανόνα ο καθένας το όνομά του. Κάποιοι μάλιστα από τις τάξεις τους, το ξέρουμε καλά και το διαπιστώνουμε με βάση την καθημερινή μας εμπειρία, αποσπάστηκαν έγκαιρα από το πλαίσιο της λογοτεχνικής συντεχνίας, για να κατακτήσουν μιαν ευρύτερη, κάθε άλλο παρά ευκαταφρόνητη φήμη. [...]

Πολλοί από τους δεύτερους μεταπολεμικούς, και πιο συγκεκριμένα οι γηραιότεροι και οι νεότεροι κλώνοι, συμπορεύονται κατά την παρθενική τους εμφάνιση από τη μια μεριά με καθοριστικά έργα της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς και από την άλλη, με κάποιες πρώιμες δημοσιεύσεις της γενιάς του ’70. Η περίεργη αυτή χρονική συνταύτιση ήταν λογικό να προκαλέσει συγχύσεις στη διαδρομή των δεύτερων μεταπολεμικών, και να περικόψει, μέχρι να τραβηχτούν αμετάθετα οι αναγκαίες διαχωριστικές γραμμές, ορισμένα δεδομένα της φυσιογνωμίας τους. Όπως κι αν έχει, σήμερα στέκουμε σε μεγάλη απόσταση από όλα αυτά και η δεύτερη μεταπολεμική γενιά φέρει απαραγνώριστο το στίγμα της. [...]

Και έτσι προχωρεί και η ανθολογία του Παπαγεωργίου — αναδεικνύοντας πεντακάθαρα και εξαιρετικά μεθοδικά το στίγμα μιας γενιάς που τοποθέτησε εκούσα άκουσα τον εαυτό της σ’ ένα δύσκολο «αναμεταξύ», σ’ ένα δυσβάστακτο (αν πρέπει να γίνω ακριβέστερος) και βασανιστικό «ανάμεσα»: ανάμεσα στο πολιτικό-κοινωνικό και στο ατομικό, ανάμεσα στο ανοιχτό τοπίο της ιστορίας και στον κλειστό ορίζοντα της ιδιωτικής ζωής. Όλοι οι δεύτεροι μεταπολεμικοί, ποιος λίγο ποιος πολύ, μάχονται στα ποιήματά τους με αυτή τη συνθήκη. Υποχρεωμένοι να τρέχουν πίσω από τα εκρηκτικά γεγονότα που σημάδεψαν τα παιδικά ή τα εφηβικά τους χρόνια, χωρίς, ωστόσο, να είναι δυνατή η συμμετοχή τους, καλούνται στην ενηλικίωσή τους να απολογηθούν για ευθύνες οι οποίες δεν τους αντιστοιχούν. Κι όταν το κάνουν, το κάνουν γνωρίζοντας την ασύμμετρη σχέση τους με τα μεγέθη που τους βαραίνουν, την αδυναμία τους να καούν από τη φωτιά της Ιστορίας που έκαψε τους προκατόχους τους. Περιτριγυρισμένοι παρ’ όλα αυτά από τη φωτιά, μια φωτιά έστω παγωμένη και μακρινή, δεν καταφέρνουν να αφιερωθούν εξ ολοκλήρου ούτε στον προσωπικό τους κόσμο. Κι όσο κι αν δοκιμάζουν τον έτσι κι αλλιώς στυφό λυρισμό τους, όσο κι αν ανασκαλεύουν την ατομική τους μνήμη ή, επιπλέον, όσο κι αν παρασύρονται από την υπαρξιακή τους δίνη σε επικίνδυνες ακροβασίες, το αίσθημα του μόνιμου μετεωρισμού μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού δεν αλλάζει. Το ποιητικό βλέμμα των δεύτερων μεταπολεμικών κοιτάζει πάντα έξω από τον προσωπικό χώρο, ακόμη κι όταν βιάζεται, έντρομο απ’ ό,τι έχει αντικρίσει, να επιστρέψει στην όποια ασφάλεια και θαλπωρή του.

Η διχοτομημένη συνείδηση της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς ορίζει και την καλλιτεχνική αγωγή της. Όπως εύστοχα παρατηρεί ο Παπαγεωργίου, ποιητές τέτοιου προσανατολισμού δεν μπορεί παρά να νιώθουν ένα είδος φυσικής αδιαφορίας ή και αποστροφής για το παιχνίδι του υπερρεαλισμού και, γενικότερα, για τα ποικιλώνυμα εφευρήματα των συνεχών μορφολογικών αναζητήσεων. Ο Καβάφης και ο Καρυωτάκης, που, ας σημειωθεί, έθρεψαν σε μεγάλο βαθμό και την πρώτη μεταπολεμική γενιά, είναι οι αυτονόητοι συνομιλητές τους.

Β. Χατζηβασιλείου, «Ποιητές της Β΄ μεταπολεμικής γενιάς. Ανάμεσα στον ορίζοντα της Ιστορίας και στο τοπίο της ατομικής ζωής», εφ. Ελευθεροτυπία (ένθετο Βιβλιοθήκη), 7 Μαρτ. 2003.